Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

ΤΟ Δ.Λ.Π 19 ΚΑΙ οι επιπτώσεις του στα επικουρικά ταμεία των τραπεζών

Άρτεμις Αναγνώστου -Δεδούλη
Εμμανουήλ Δεδούλης

Τα επικουρικά ταμεία των Τραπεζοϋπαλλήλων λειτουργούν ως νπιδ αλληλοβοηθητικά σωματεία, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αυτονομία μη υποκείμενα στον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων . Με τις σημερινές όμως οικονομικές εξελίξεις, την παγκοσμιοποίηση και τις ραγδαίες αλλαγές στο τραπεζικό χώρο το θεσμικό αυτό πλέγμα, τίθεται υπό αναθεώρηση και θέτει τις σχέσεις εργαζόμενων, εργοδοτών και κράτους υπό δοκιμασία, ενώ καταδεικνύει την σπουδαιότητα του δημοσίου υποχρεωτικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έναντι της ιδιωτικής ασφάλισης ακόμη και αυτής της μη κερδοσκοπικής.   ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ Τα επικουρικά ταμεία των Τραπεζοϋπαλλήλων λειτουργούν ως νπιδ αλληλοβοηθητικά σωματεία, με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια και αυτονομία μη υποκείμενα στον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων1. Με τις σημερινές όμως οικονομικές εξελίξεις, την παγκοσμιοποίηση και τις ραγδαίες αλλαγές στο τραπεζικό χώρο το θεσμικό αυτό πλέγμα, τίθεται υπό αναθεώρηση και θέτει τις σχέσεις εργαζόμενων, εργοδοτών και κράτους υπό δοκιμασία, ενώ καταδεικνύει την σπουδαιότητα του δημοσίου υποχρεωτικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έναντι της ιδιωτικής ασφάλισης ακόμη και αυτής της μη κερδοσκοπικής. Ειδικότερα: ανατρεπτικές αλλαγές σηματοδοτεί για τα ασφαλιστικά ταμεία των τραπεζοϋπαλλήλων και τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ) και μάλιστα του ΔΛΠ 19. ΤΑ ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΑ ΤΑΜΕΙΑ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΟΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Τα επικουρικά ταμεία των Τραπεζοϋπαλλήλων λειτουργούν ως αλληλοβοηθητικά σωματεία2 ή ειδικοί λογαριασμοί. Είναι ιδιωτικοί ασφαλιστικοί Οργανισμοί3 προαιρετικής επικουρικής κατά κανόνα ασφαλίσεως, οι οποίοι ιδρύονται και λειτουργούν ως σωματεία (νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου) χωρίς να ασκούν δημόσια εξουσία (Εφ. Αθ.6407/87 και 8963/88, ΔΕΝ 45.187 επ. Σ.τ.Ε., Ολομ., 5024/87) κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 του ν.281/14 ¨περί σωματείων¨, των άρθρων 33-39 του Β.Δ. της 15/20-5-1920 ¨περί επαγγελματικών σωματείων¨ και των άρθρων 78 επ. ΑΚ (συμπληρωματικά προς εφαρμογή και του εισαγωγικού αυτού νόμου4), σε συνδυασμό ήδη και με τις διατάξεις του Ν.1264/82 για τον ¨εκδημοκρατισμό του συνδικαλιστικού κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων¨. Η παροχή βοήθειας (ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, χρηματικών επιδομάτων σε περίπτωση ασθένειας, ανεργίας, ανικανότητας προς εργασία, συντάξεως κ.ο.κ.) προς τους εργαζομένους ενός κλάδου ή επαγγέλματος θεωρήθηκε ανέκαθεν ως ένας κατοχυρωμένος, μη κερδοσκοπικός σκοπός, διότι προέχει το χαρακτηριστικό της αλληλεγγύης μεταξύ των μελών της επαγγελματικής ομάδας που αποκλείει κάθε έννοια κέρδους, ο οποίος νόμιμα μπορεί να επιδιώκεται από τα σωματεία. Οι ειδικοί λογαριασμοί που λειτουργούν στα πλαίσια του ιδιωτικού δικαίου συνιστώνται με συμφωνία εργοδότη εργαζομένου (ενοχική σχέση5) ή με τη μονομερή βούληση του εργοδότη στη βάση της συλλογικής αυτονομίας εργαζομένων και εργοδοτών. Η ίδρυσή τους και τα ειδικότερα ζητήματα της λειτουργίας τους ρυθμίζονται συνήθως στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Αποτελούν ενώσεις περιουσίας και στερούνται νομικής προσωπικότητας6. Επιδιώκουν την πραγμάτωση ασφαλιστικών σκοπών και την παροχή βοηθήματος στους εξερχόμενους της υπηρεσίας7. Η λειτουργία των Ειδικών Λογαριασμών κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας και την οικονομική ελευθερία, εφόσον δεν παραβιάζει το Σύνταγμα, τα δικαιώματα των άλλων και τα χρηστά ήθη. Ειδικότερα το άρθρο 12 παρ.1, στο οποίο βρίσκει συνταγματικό έρεισμα ή ίδρυση αλληλοβοηθητικών σωματείων αποτελεί κατά κύριο λόγο ένα ¨ατομικό δικαίωμα¨. Περιέχει όμως και μια ¨θεσμική εγγύηση¨, την αναγνώριση του συντακτικού νομοθέτη ότι οι άνθρωποι δικαιούνται να δρουν όχι μόνο ως άτομα, αλλά και ¨συλλογικά¨ και μάλιστα με συστηματικούς δεσμούς και ότι υποκείμενα δικαίου είναι όχι μόνο τα άτομα, αλλά και οι ενώσεις προσώπων που μπορούν να αποκτούν ¨νομική προσωπικότητα¨. Από την παρ.3 του ίδιου άρθρου προκύπτει ότι η παρ.1 του άρθρου 12 εννοεί με τον όρο ¨σωματείο¨ και με τον όρο ¨ένωση¨ κάθε άλλη ένωση προσώπων που δεν επιδιώκει κέρδος. Μια ένωση προσώπων που δεν απέκτησε νομική προσωπικότητα αποτελεί απλή ¨ένωση¨ κατά την έννοια του άρθρου 12 παρ.3 και απολαμβάνει και αυτή την ίδια συνταγματική προστασία8. Η δημιουργία Ταμείων Αλληλοβοηθείας και Ειδικών Λογαριασμών και η λειτουργία τους σήμερα είναι αποτέλεσμα της ελλιπούς κοινωνικής ασφάλισης στα πρώτα χρόνια δημιουργίας του θεσμού και αποτέλεσμα της αδυναμίας του κράτους αφενός, να καλύψει επικουρικά όλους τους εργαζόμενους, αφετέρου να εγγυηθεί ικανοποιητικές παροχές στους ασφαλισμένους του. Οι εργαζόμενοι έτσι διαφόρων κλάδων και επιχειρήσεων κατέφυγαν στη σύσταση ιδιωτικών επικουρικών ταμείων με διάφορες μορφές, προκειμένου να βελτιώσουν τις παροχές που χορηγούνται από το κράτος και γενικότερα το συνταξιοδοτικό καθεστώς τους. Η δημιουργία τέτοιων ταμείων παρατηρείται κυρίως σε οργανωμένες και οικονομικά εύπορες τάξεις που αποτελούσαν ισχυρές ομάδες πίεσης και διεκδίκησης συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και οικονομικών παροχών. Αλληλοβοηθητικά ταμεία σωματειακής μορφής ή ειδικοί λογαριασμοί αναπτύχθηκαν κυρίως στο τραπεζικό χώρο. Ο νομοθέτης κατά την ιστορική διαδρομή και σταδιακή εξέλιξη του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων ευρισκόμενος πολλές φορές ενώπιον "de facto" καταστάσεων αντιμετώπισε τα αλληλοβοηθητικά ταμεία ως ασφαλιστικούς φορείς "ισοδύναμους" με τους φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Έτσι, α) σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 εδ. α του α.ν. 1846/51 όλα τα υφιστάμενα, κατά την δημοσίευση του νόμου αυτού αλληλοβοηθητικά ταμεία εξακολουθούν να λειτουργούν και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σ’ αυτά απαλλάσσονται από την ασφάλιση του ΙΚΑ για τους κλάδους που καλύπτονται ήδη από αλληλοβοηθητικά ταμεία. Ο νόμος δηλαδή θεωρεί "ισοδύναμη" την προστασία των αλληλοβοηθητικών ταμείων με εκείνη του ΙΚΑ, οργανισμού που λειτουργεί ως ν.π.δ.δ. με ασφάλιση που παρέχεται βάσει διατάξεων δημοσίου δικαίου. β) ο ν. 1210/81 (συγχώνευση στο ΙΚΑ του Ταμείου Συντάξεων Ηθοποιών Συγγραφέων και Τεχνικών Θεάτρου) προέβλεψε ότι, ασφαλισμένοι του κλάδου ασθενείας και μητρότητας συνεχίζουν να υπάγονται προαιρετικά στα υφιστάμενα αλληλοβοηθητικά ταμεία, θεωρώντας την ασφάλιση στα ταμεία αυτά ισοδύναμη με την παρεχόμενη από τους αντίστοιχους κλάδους του ΙΚΑ. γ) σύμφωνα με το άρθρο 18 παρ.3 του ν. 1902/90 (που τροποποίησε το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 997/79) "κατ' εξαίρεση τα επικουρικά ταμεία, κλάδοι, λογαριασμοί ασφάλισης μισθωτών που λειτουργούν με την μορφή ν.π.ι.δ., ως και κάθε άλλος φορέας Επικουρικής Ασφάλισης, ανεξαρτήτως ονομασίας και νομικής μορφής, που έχουν συσταθεί μέχρι την δημοσίευση του παρόντος, εξακολουθούν να διέπονται από τις καταστατικές τους διατάξεις και τα πρόσωπα που ασφαλίζονται σ' αυτά εξαιρούνται από την ασφάλιση ΙΚΑ-ΤΕΑΜ". Στην προκειμένη περίπτωση ιδιωτικοί ασφαλιστικοί φορείς που λειτουργούν ως ν.π.ι.δ.. "υποκαθιστούν" το ΤΕΑΜ και θεωρούνται ισοδύναμα με τα ν.π.δ.δ.. δ) Τέλος οι διατάξεις για τη διαδοχική ασφάλιση (άρθρο 12 του ν. 1405/1983) εφαρμόζονται σε κάθε ασφαλιστικό οργανισμό που χορηγεί περιοδικές παροχές βοηθήματα, ή μερίσματα ανεξάρτητα από την ονομασία και τη νομική τους μορφή με τις προϋποθέσεις που θέτουν οι σχετικές διατάξεις9. Η υποκατάσταση της κοινωνικής, δημοσίου δικαίου (jus cogens), ασφάλισης από την ιδιωτική μη κερδοσκοπική, συμβατικής προελεύσεως, καθώς και η εφαρμογή της διαδοχικής ασφάλισης, αποτελούσε νομική και κοινωνική αναγκαιότητα εφόσον η ρευστότητα του ισχύοντος πλέγματος δικαίου, ελλείψει και σχετικής συνταγματικής διατάξεως, η διοικητική πρακτική και οι διαμορφούμενες νομολογιακές αντιλήψεις επέτρεψαν να θεωρείται "νομικά" ισοδύναμη προς την κοινωνική ασφάλιση ή ιδιωτική μη κερδοσκοπική (αλληλοβοηθητικά σωματεία - ειδικοί λογαριασμοί),σε συνδυασμό πάντοτε με την οικονομική κατάσταση και την προνομιακή θέση των Τραπεζών και τις οικονομικές τους δυνατότητες . Σήμερα όμως με τις οικονομικές εξελίξεις, την παγκοσμιοποίηση και τις ραγδαίες αλλαγές στο τραπεζικό χώρο, τις συγχωνεύσεις – απορροφήσεις - εξαγορές Τραπεζών τίθεται υπό αναθεώρηση όλο το νομικό και κοινωνικό αυτό πλέγμα και θέτει τις σχέσεις εργαζόμενων εργοδοτών και κράτους υπό δοκιμασία. Ενώ καταδεικνύει την σπουδαιότητα του δημοσίου υποχρεωτικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης έναντι του ιδιωτικού ακόμη και αυτού του μη κερδοσκοπικού. Ειδικότερα: ανατρεπτικές αλλαγές σηματοδοτεί για τα ασφαλιστικά ταμεία των τραπεζοϋπαλλήλων καi τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα η εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (ΔΛΠ) και μάλιστα του ΔΛΠ 19 σε συνδυασμό και με τις λοιπές εξελίξεις στον τραπεζικό χώρο. Η ανάλυση των επιπτώσεων του προτύπου 19 προϋποθέτει μια μικρή αναφορά στους λόγους για τους οποίους υιοθετήθηκαν τα ΔΛΠ και του ρόλου που καλούνται να διαδραματίσουν . ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΤΥΠΟ 19 ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΑ ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΙΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ Τις τελευταίες δεκαετίες, σημαντική προτεραιότητα για την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε η δημιουργία μιας ενιαίας, ισχυρής και ανταγωνιστικής εσωτερικής αγοράς. Προϋπόθεση για την επίτευξη μιας ολοκληρωμένης Ευρωπαϊκής αγοράς είναι η διασφάλιση της «διαφάνειας» (transparency) και η δυνατότητα σύγκρισης (comparability) των χρηματοοικονομικών πληροφοριών η οποία δίνει τη δυνατότητα για αποτελεσματική και αποδοτική διακίνηση των κεφαλαίων και την εξεύρεση διαθέσιμων χρηματοοικονομικών πόρων στα πλαίσια της Κοινότητας. Προς αυτή την κατεύθυνση, το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τις οδηγίες 78/660/ΕΟΚ10, 83/349/ΕΟΚ11 , 86/635/ΕΟΚ12 , 91/674/ΕΟΚ13 οι οποίες αποσκοπούσαν στη βελτίωση της λειτουργίας των κοινοτικών κεφαλαιαγορών και των εισηγμένων σε αυτές εταιρειών14. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε έμφαση επίσης στη συμπλήρωση του νομικού πλαισίου αναφορικά με τις εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες επιχειρώντας την καθιέρωση κοινών λογιστικών αρχών, μεθόδων και προτύπων για την κατάρτιση των οικονομικών καταστάσεων15. Με τον Κανονισμό 1725/200316 της Επιτροπής, υιοθετήθηκαν τα «Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» (ΔΛΠ)17 του «Οργανισμού Διεθνών Λογιστικών Προτύπων» (ΟΔΛΠ)18 και καθιερώθηκε η υποχρεωτική εφαρμογή τους από το έτος 2005. Tα ΔΛΠ είναι ένα σύνολο Λογιστικών Αρχών, Κανόνων και Διαδικασιών, γενικά αποδεκτών, η καθιέρωση των οποίων οδηγεί σε ομοιομορφία καταρτίσεως των οικονομικών καταστάσεων και συνεπώς σε ακριβή, αληθή και ομοιόμορφη πληροφόρηση των χρηστών των οικονομικών καταστάσεων (επενδυτών, μετόχων, πιστωτών, εργαζομένων, δημοσίου τομέα κ.λ.π.)19 . Τα ΔΛΠ θεωρήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Συμβούλιο, ότι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στην δημιουργία αποτελεσματικών και αποδοτικών κεφαλαιαγορών και κατ’ επέκταση στην ολοκλήρωση τα εσωτερικής αγοράς διότι συνεισφέρουν στην αξιοπιστία (reliability) και στη δυνατότητα σύγκρισης (comparability) των χρηματοοικονομικών καταστάσεων20. Η εναρμόνιση της Ελληνικής νομοθεσίας με τους προαναφερθέντες Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε με την θέσπιση του άρθρου 1 του ν. 2992/20.3.2002, το οποίο τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρο 21 του ν. 3148/5.6.2003 και την Υπουργική Απόφαση 53705/994/22.7.2003 (ΦΕΚ 1129 Β΄ 11.8.03) του Υπουργείου Οικονομικών. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις αυτές, οι επιχειρήσεις, οι μετοχές των οποίων είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο, υποχρεούνται να καταρτίσουν τις οικονομικές τους καταστάσεις21 βάσει των ΔΛΠ από την διαχειριστική περίοδο 1.1.2004 - 31.12.2004 εφόσον η διαχειριστική τους περίοδος λήγει την 31η Δεκεμβρίου ή την περίοδο 1.7.2004 έως 30.6.2005 εφόσον η διαχειριστική τους περίοδος λήγει την 30η Ιουνίου. Η τυποποίηση22 των λογιστικών πρακτικών στην Ελλάδα βάσει των ΔΛΠ αναμένεται να έχει ουσιαστικές επιπτώσεις στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών και κυρίως των Τραπεζών23, των οποίων η οικονομική σταθερότητα αποτελεί θεμέλιο λίθο της ανάπτυξης του χρηματοδοτικού συστήματος24. Όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των Τραπεζών, οι σημαντικότερες επιδράσεις αναμένεται να επέλθουν από την εφαρμογή του ΔΛΠ 19 το οποίο προβλέπει εμφάνιση του συνόλου των υποχρεώσεων προς το προσωπικό τους, όπως ηµεροµίσθια, µισθούς και εισφορές κοινωνικών ασφαλίσεων25 και κυρίως μελλοντικά προγράμματα παροχών μετά την απασχόληση δηλαδή συντάξεις, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, άλλες παροχές αποχώρησης, ασφάλειες ζωής κ.λ.π. Παρόμοια υποχρέωση λογιστικής απεικόνισης των ανωτέρω μελλοντικών παροχών δεν υπήρχε στην προϊσχύουσα κοινοτική ή ελληνική νομοθεσία26. Ούτε παρόμοια παράδοση είχε επικρατήσει στον τραπεζικό κλάδο κατά παρέκκλιση των βασικών αρχών της πλήρους αποκαλύψεως και της συντηρητικότητας27. Οι υποχρεώσεις που απορρέουν από το ΔΛΠ 19 και αφορούν μελλοντικές παροχές μετά τη συνταξιοδότηση ενδέχεται να επηρεάσουν σε μεγάλο βαθμό την οικονομική θέση28 των Τραπεζικών οργανισμών. Η ανάλυση των λόγων για τους οποίους το ΔΛΠ 19 θα επηρεάσει τις χρηματοοικονομικές καταστάσεις των Τραπεζών προϋποθέτει την εξέταση των υποχρεώσεων τους όπως απορρέουν από τα συνταξιοδοτικά προγράμματα των επικουρικών ταμείων και ειδικότερα των λογιστικών χειρισμών που επιβάλλονται από το λογιστικό αυτό πρότυπο. Τα προγράμματα παροχών που προσφέρουν οι συνταξιοδοτικοί οργανισμοί των τραπεζών διακρίνονται σε προγράμματα καθορισμένων εισφορών, και σε προγράμματα καθορισμένων παροχών. Στα προγράμματα καθορισμένων εισφορών η υποχρέωση της Τράπεζας, όσον αφορά τις παροχές προς τους εργαζόμενους μετά την συνταξιοδότηση, περιορίζεται στο ποσό και μόνο που συνεισφέρει στο ασφαλιστικό ταμείο το οποίο χορηγεί τις παροχές. Συνήθως το ποσό αυτό είναι ένα ποσοστό επί των μηνιαίων αποδοχών του εργαζομένου, το οποίο αποτελεί την εισφορά του εργοδότη. Το ποσό των παροχών που λαµβάνεται από τον εργαζόµενο µετά την έξοδο από την υπηρεσία προσδιορίζεται από το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται από την επιχείρηση και από τον εργαζόµενο μαζί µε τις αποδόσεις των επενδύσεων που επιχειρεί ο ασφαλιστικός φορέας. Σε αυτή τη περίπτωση ο αναλογιστικός και ο επενδυτικός κίνδυνος, ότι τα περιουσιακά στοιχεία που είναι επενδυµένα είναι ανεπαρκή για να αντιµετωπίσουν τις αναµενόµενες παροχές, βαρύνουν τον εργαζόµενο29. Στην περίπτωση των προγραμμάτων καθορισμένων εισφορών ο λογιστικός υπολογισμός και απεικόνιση των εισφορών είναι απλή γιατί η υποχρέωση της επιχείρησης που καταρτίζει τις οικονομικές καταστάσεις για κάθε χρήση προσδιορίζεται από τα ποσά που εισφέρονται για αυτή τη περίοδο30. Στα προγράμματα καθορισμένων παροχών, η Τράπεζα αναλαμβάνει την υποχρέωση να συνεισφέρει το απαραίτητο ποσό για να καλύψει τις δαπάνες από τις συμφωνηθείσες παροχές μετά την απασχόληση στους νυν και πρώην εργαζόµενους. Στην περίπτωση των καθορισμένων παροχών, ο αναλογιστικός και επενδυτικός κίνδυνος ότι οι παροχές θα κοστίσουν περισσότερο από το εκτιμώμενο βαρύνουν την επιχείρηση31. Η λογιστική αντιμετώπιση των προγραμμάτων καθορισμένων παροχών είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτον, απαιτούνται αναλογιστικές μελέτες και παραδοχές για να αποτιμηθούν οι μελλοντικές υποχρεώσεις της Τράπεζας. Δεύτερον, υπάρχει πιθανότητα αναλογιστικών πλεονασμάτων και ελλειμμάτων και τρίτον, οι δεσµεύσεις αποτιµώνται πάνω σε µια προεξοφλητική βάση, γιατί µπορεί να διακανονισθούν µετά από πολλά χρόνια από την παροχή της σχετικής υπηρεσίας από τους εργαζόµενους32. Συγκεκριμένα για τον προσδιορισμό των ποσών που πρέπει να λογιστικοποιηθούν απαιτούνται αναλογιστικές μελέτες33 για να γίνει μια εκτίμηση του ποσού της παροχής που δικαιούνται οι εργαζόμενοι κατά την παρούσα και προηγούμενες χρήσεις. Οι αναλογιστικές μελέτες βασίζονται σε στατιστικά και οικονομικά στοιχεία της ασφαλισμένης ομάδας και σε δημογραφικές34και οικονομικές35 παραδοχές. Επίσης, είναι απαραίτητο να γίνει προεξόφληση της προσδιορισθείσας παροχής με τη μέθοδο των Εκτιμώμενων Μονάδων Υποχρέωσης ή Δεδουλευμένων Παροχών36 όπως και προσδιορισμός των αναλογιστικών κερδών και ζημιών37 που πρέπει να καταχωρηθούν και των μεταβολών στις περιπτώσεις που ένα πρόγραμμα εισάγεται ή περικόπτεται ή μεταβάλλεται. Τα ανωτέρω βήματα είναι απαραίτητα για την εκτίμηση των ποσών που θα εμφανιστούν και θα επηρεάσουν τις οικονομικές καταστάσεις. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι στις εκτιμήσεις αυτές το περιθώριο λάθους είναι αυξημένο, διότι οι ανωτέρω αναλογιστικές παραδοχές είναι ευμετάβλητες. Λόγω της αναγκαιότητας χρησιμοποίησης αναλογιστικών μελετών, ο υπολογισμός του ποσού που θα λογιστικοποιηθεί σε κάθε χρήση όσον αφορά τα προγράμματα καθορισμένων παροχών είναι πολυπλοκότερος του λογιστικού χειρισμού των προγραμμάτων καθορισμένων εισφορών. Συγκεκριμένα απαιτείται εμφάνιση του συνόλου των ακολούθων ποσών στον Ισολογισμό: «(α) της παρούσας αξίας της δέσµευσης καθορισµένης παροχής κατά την ηµεροµηνία του ισολογισµού, β) πλέον οποιαδήποτε αναλογιστικά κέρδη (µείον οποιεσδήποτε αναλογιστικές ζηµίες) που δεν καταχωρήθηκαν,(γ) µείον οποιοδήποτε κόστος προϋπηρεσίας που δεν έχει καταχωρηθεί ακόµη, (δ) µείον την εύλογη αξία κατά την ηµεροµηνία του ισολογισµού των περιουσιακών στοιχείων του προγράµµατος (αν υπάρχουν) από τα οποία οι δεσµεύσεις θα διακανονιστούν άµεσα»38 . Επίσης το καθαρό σύνολο των ακολούθων ποσών πρέπει να εμφανίζεται στα αποτελέσματα χρήσης, ως έξοδο ή ως έσοδο:«(α) κόστος τρέχουσας απασχόλησης,(β) κόστος τόκων,(γ) την αναµενόµενη απόδοση από οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο του προγράµµατος και από οποιοδήποτε δικαίωµα αποζηµίωσης (παράγραφος 104Α),(δ) αναλογιστικά κέρδη και ζηµίες, (ε) κόστος προϋπηρεσίας, (στ) την επίδραση οποιασδήποτε περικοπής ή διακανονισµου»39 . Από την ανωτέρω ανάλυση των προγραμμάτων παροχών μετά την απασχόληση και των λογιστικών χειρισμών που επιβάλλονται από το ΔΛΠ 19 συνάγονται τα εξής συμπεράσματα: α) στην περίπτωση των προγραμμάτων καθορισμένων εισφορών οι Τράπεζες υποχρεώνονται βάσει του ΔΛΠ 19 να εμφανίσουν στις οικονομικές τους καταστάσεις το ποσό που συνεισφέρουν στα ασφαλιστικά τους ταμεία, η οποία περιορίζεται στις εργοδοτικές εισφορές και μόνο, χωρίς να αναλαμβάνουν καμία άλλη υποχρέωση πέραν αυτών. Οι υποχρεώσεις των Τραπεζών ως προς την κύρια ασφάλιση είτε το προσωπικό τους ασφαλίζεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ είτε σε αυτοτελή ασφαλιστικό φορέα κύριας ασφάλισης, εφόσον περιορίζονται στη καταβολή εργοδοτικής εισφοράς και μόνον και δεν αναλαμβάνουν καμία υποχρέωση κάλυψης ελλειμμάτων40 δεν αντιμετωπίζουν πρόβλημα από την εφαρμογή του ΔΛΠ 19. Ομοίως και στην περίπτωση ασφάλισης στο επικουρικό ταμείο ΕΤΕΑΜ ή σε αλληλοβοηθητικό επικουρικό ταμείο41. β) στην περίπτωση όμως των προγραμμάτων καθορισμένων παροχών, όπου οι Τράπεζες εγγυώνται τη κάλυψη των παροχών μετά την απασχόληση των εργαζομένων τους, υποχρεώνονται από το ΔΛΠ 19 να προβούν σε αναλογιστικές μελέτες για να προσδιορίσουν τα μελλοντικά ποσά που θα χρειαστούν για να καλύψουν τις δαπάνες συνταξιοδότησης των ταμείων τους και να τα εμφανίσουν στις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις. Σε συνδυασμό με το ότι στον ελληνικό τραπεζικό κλάδο τα περισσότερα επικουρικά ταμεία ή ειδικοί λογαριασμοί είναι καθορισμένης παροχής και αντιμετωπίζουν σοβαρά αναλογιστικά ελλείμματα42, η εφαρμογή του ΔΛΠ 19 αναμένεται να επιφέρει σημαντικότατη επιβάρυνση στο παθητικό των Τραπεζών και των δεικτών κεφαλαιακής τους επάρκειας σε βαθμό που να απειλείται η εικόνα τους ως οικονομικά βιώσιμων οργανισμών. Ο κίνδυνος αυτός είναι ακόμα μεγαλύτερος την πρώτη λογιστική χρήση εφαρμογής του ΔΛΠ 19, διότι οι Τράπεζες θα αναγκαστούν να εμφανίσουν τις σωρευτικές υποχρεώσεις προηγουμένων ετών. Η υποχρέωση εμφάνισης των υποχρεώσεων αυτών και οι επιπτώσεις του στην οικονομική θέση των Τραπεζών αναμένεται να οδηγήσει σε επανεξέταση και αναθεώρηση τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα και στην μετατροπή των συστημάτων από καθορισμένων παροχών σε συστήματα καθορισμένων εισφορών ακολουθώντας τις εξελίξεις άλλων προηγμένων χώρων43. ΟΙ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΔΛΠ 19 ΣΤΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ. Η τάση μετατροπής σε συστήματα καθορισμένων εισφορών θα δημιουργήσει τριβές μεταξύ εργαζομένων εργοδοτών, διότι τα ελλείμματα που θα προκύπτουν στα συνταξιοδοτικά ταμεία δεν θα καλύπτονται πλέον από τη Τράπεζα η οποία δεν θα αναλαμβάνει καμιά περαιτέρω υποχρέωση πέραν της καταβολής των προσδιορισμένων εισφορών. Τούτο συνεπάγεται την μείωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, οι οποίοι θα κληθούν ή να αυξήσουν τις εισφορές ή να συμβιβαστούν με μειωμένες παροχές, πράγμα δύσκολο για προνομιούχες ομάδες με κεκτημένα δικαιώματα και προσδοκίες , ή να αναζητήσουν εναλλακτικές λύσεις. Επειδή το θέμα είναι πραγματικό44 και εργοδότες και εργαζόμενοι έχουν κοινό συμφέρον επιλύσεως του προβλήματος, ορατή γίνεται η πρόθεση να αναληφθεί το βάρος από το δημόσιο σύστημα και να καλυφθούν οι συνταξιοδοτικές υποχρεώσεις από το ΕΤΕΑΜ. Ήδη οι αλλαγές στην αγορά εργασίας του τραπεζικού τομέα, οι συγχωνεύσεις οι απορροφήσεις και οι εξαγορές, στην οποία προβαίνουν οι τράπεζες, επιτείνουν το πρόβλημα και έχουν δημιουργήσει ανασφάλεια στους εργαζόμενους ως προς τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα, ενώ ωθούν τους εργοδότες σε εξεύρεση λύσης. Υπό την πίεση των ανωτέρω δεδομένων εργοδότες και εργαζόμενοι αναγκάζονται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Με αναφορές τους ασφαλισμένοι τραπεζικών ταμείων αιτούν την υπαγωγή τους στο ΕΤΕΑΜ, ενώ οι εργοδότες προσδοκούν σε μετατροπή των ασφαλιστικών συστημάτων των ταμείων από καθορισμένων παροχών σε καθορισμένων εισφορών και στο ύψος των ποσοστών που προβλέπονται από το δημοσίου δικαίου ασφαλιστικό σύστημα. Η πολιτεία θα βρεθεί στη δύσκολη θέση να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι πρωτίστως πολιτικό. Και καμία πολιτική ηγεσία δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη μπροστά σε οξύτατα κοινωνικό-οικονομικά ζητήματα. Πόσω μάλλον που είναι συνυπεύθυνη για την δημιουργία της κατάστασης αυτής. Και είναι συνυπεύθυνη γιατί επέτρεψε την εξομοίωση νπιδ με νπδδ και έδωσε την δυνατότητα εξαίρεσης από το δημόσιο, υποχρεωτικού δικαίου, ασφαλιστικό σύστημα και την υπαγωγή των εργαζομένων στις τράπεζες στην ιδιωτική μη κερδοσκοπική ασφάλιση. Επιπροσθέτως επέτρεψε η πολιτεία ασφαλιστικά δικαιώματα και υποχρεώσεις έστω και επικουρικής σύνταξης να αποτελούν αντικείμενο συλλογικής διαπραγμάτευσης και συμβατικών συμφωνιών. Υπό το κράτος λοιπόν της δύναμης των ισχυρών ομάδων πίεσης, της ιδιωτικής ενδοτικότητας, ενόψει επίτευξης εργασιακής ειρήνης, υπογράφηκαν συμβάσεις που περιελάμβαναν υποσχέσεις υψηλών παροχών με αποτέλεσμα το κράτος να οδηγείται με τις σημερινές εξελίξεις «εκών άκων» σε πυροσβεστικές λύσεις. Η ένταξη των επικουρικών αλληλοβοηθητικών ταμείων των τραπεζών στο ΕΤΕΑΜ συνεπάγεται μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις για το ταμείο αυτό, το οποίο σημειωτέον άρχισε να λειτουργεί με την νέα του μορφή, ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο ανεξάρτητα από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ από 1-6-2003 και ακόμη δεν έχει πλήρως οργανωθεί ώστε διοικητικά να είναι σε θέση να υποδεχθεί νέες κατηγορίες ασφαλισμένων και συνταξιούχων. Αλλά ανακύπτουν και μια σειρά από άλλα προβλήματα τα οποία πρέπει να εξεταστούν. Με ποια κριτήρια και προϋποθέσεις θα ενταχθούν οι ασφαλισμένοι; Ποια θα είναι η τύχη των ήδη συνταξιούχων; Ποιο το ύψος της σύνταξης παλιών και νέων συνταξιούχων. Εάν παραμείνουν τα ίδια ποσά ποιος θα επιβαρυνθεί το κόστος; Τι θα κληθούν να καταβάλλουν οι εργοδότες; Ανεξαρτήτως των απαντήσεων στα ερωτήματα αυτά γεγονός είναι ότι, οι επικουρικές συντάξεις των τραπεζοϋπαλλήλων παλαιών και νέων συνταξιούχων τίθενται «υπό συζήτηση». Τα προβλήματα που αναφύονται καταδεικνύουν ότι, η Πολιτεία δεν επιτρέπεται να εκχωρεί στον ιδιωτικό τομέα ακόμη και μη κερδοσκοπικό, αρμοδιότητες, υποχρεώσεις και συνταγματικά κατοχυρωμένα δικαιώματα, όπως της κοινωνικής ασφαλίσεως χωρίς αυστηρή εποπτεία και έλεγχο45. Το να εγγυηθεί το κράτος το ύψος των συντάξεων που ήδη καταβάλλονται και να αναλάβει την επιβάρυνση, φαίνεται ορθό και δίκαιο από την οπτική γωνία των τραπεζών και των τραπεζοϋπαλλήλων. Πρέπει όμως να μας προβληματίσει κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί κοινωνικά ορθό και δίκαιο και από εκείνους τους ασφαλισμένους και συνταξιούχους που ανήκουν σε οικονομικά ασθενέστερες κατηγορίες και οι οποίοι θα διαπιστώσουν στη πράξη τη δυσμενή οικονομικά αντιμετώπισή τους σε σχέση με οικονομικά εύρωστες κατηγορίες. Ας μη παραβλέπουμε ότι ένας βασικός στόχος της κοινωνικής ασφάλισης είναι η αναδιανομή του εθνικού εισοδήματος. Η αναδιανομή του εθνικού πλούτου και του καρπού της παραγωγικότητας των εργαζομένων πρέπει να κινείται προς κατηγορίες οικονομικά ασθενέστερες και ευρύτερες για να επιτυγχάνεται όχι μόνο κοινωνική δικαιοσύνη αλλά για να ενισχύεται ταυτοχρόνως και η οικονομική ανάπτυξη. Με την οικονομική ενίσχυση των κατώτερων εισοδηματικά στρωμάτων επιτυγχάνεται ώθηση της οικονομίας υπό κρατική παρέμβαση και αυξάνεται η κινητικότητά της. Η κοινωνική ασφάλιση ως μοχλός κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικός μηχανισμός με την διανομή του εθνικού εισοδήματος στις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών δημιουργεί μια νέα δυναμική η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της οικονομίας και την κοινωνική συνοχή. Μόνο αυτή η άμβλυνση της διαφοροποίησης και των ανισοτήτων οδηγεί στην κοινωνική συνοχή και ομαλότητα. Για τους λόγους αυτούς επισημαίνονται οι δυσμενείς συνέπειες που μπορεί να έχουν οι ανωτέρω διαδικασίες αλλά ταυτοχρόνως τονίζονται οι ευεργετικές επιδράσεις των υπερεθνικών επιταγών, οι οποίες με την διαφάνεια που επιβάλλουν, φέρνουν στο φως «σκοτεινές» πλευρές του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων.

Δρ. Άρτεμις Αναγνώστου-Δεδούλη Γενική Διευθύντρια Κοιν. Ασφάλισης Υπουργείου Εργασίας & Κοιν.Ασφαλίσεων Εμμανουήλ Δ. Δεδούλης ΜSc. Accounting and Finance University of Essex

 


1. Αναγνώστου-Δεδούλη Α.,(2003), «Εννοιολογική Οριοθέτηση των φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης», Διδακτορική Διατριβή σελ, 162. Γνωμοδότηση Νομικού Συμβουλίου του κράτους 415/2003-11-10,συνεδρίαση της 8.12.03. 2. Πλήρη ιστορική και νομική ανάλυση του δικαίου των σωματείων και στη Ελλάδα και αλλού έδωσε ο Σβώλος Α. (1915) στο έργο του « Το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι και το δίκαιο των σωματείων». 3. Πετρόγλου Α., (1974), «Δίκαιον Κοινωνικής Ασφαλίσεως»,τομ. Β΄,σελ. 664, επόμενα, Αθήναι. – Κρεμαλή Κ,.(1985) «Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων» σελ.73. -Λεβέντη Γ., «Αλληλοβοηθητικά ταμεία», ΔΕΝ 45, σελ. 161 -. Βασιλείου, (1981), «Ταμεία αλληλοβοηθείας υπό μορφή σωματείου», ΕΔΚΑ, σελ. 65 επ.. -Παπαδημητρίου Γ., «Ζητήματα συνταγματικότητας της παρέμβασης του κράτους στα Ταμεία Αλληλοβοηθείας των Τραπεζών», ΝοΒ 39,σελ.1368. 4. Μπαλτά Σ.,-Αργυροπούλου, Σ.,(1977), «Σωματειακή και συνδικαλιστική νομοθεσία», Αθήναι, σελ 21. – Γεωργιάδη Α- Σταθόπουλου Μ.,(1978), «Αστικός κώδιξ, κατ΄ άρθρον ερμηνεία. Γενικαί Αρχαί, εκδοτικός οίκος Αφοι Π.Σάκκουλα, Αθήναι σελ. 125 επ. 5. Βλ. αν. Κρεμαλή, σελ. 61 και Θωμαϊδη,(1962), «Παραγωγικότης των παροχών της κοινωνικής ασφάλισης και των προαιρετικών προσθέτων παροχών κοινωνικοπολιτικής υφής ιδιωτικής πρωτοβουλίας», Δελτίο ΙΚΑ, ,σελ.321 επ.. 6. ΕφΑθ 4005/1992 ΕλΔ 34(1993),127, ΑΠ748/1969 ΝοΒ 18, 671, ΕφΑθ 10712/1990. 7. βλ.αν. Παπαδημητρίου, Γ. 8. Δαγτόγλου Πρ., «Συνταγματικό Δίκαιο Ατομικά Δικαιώματα», Α΄,762 επ. -Παραρά Π., «Σύνταγμα 1975-Corpus1». –Μανιτάκη Α.,(1981) «Το υποκείμενο των συνταγματικών δικαιωμάτων», Αθήνα- Κομοτηνή, σελ. 233 επ.. -Σβώλου Α., Ι., - Βλάχου Γ. Κ., (1955), «Το Σύνταγμα της Ελλάδος», τ.Β΄,Αθήνα,270. 9. Άρθρο 12, παρ. 2 του ν. 1405/83, «για την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου, οργανισμοί επικουρικής ασφάλισης θεωρούνται όλα τα ν.π.δ.δ. που χορηγούν περιοδικές παροχές, βοηθήματα ή μερίσματα, ως και κάθε άλλος οργανισμός που χορηγεί τέτοιες παροχές, ανεξάρτητα με την ονομασία και τη νομική του μορφή, εφόσον τα έσοδα αυτών από εργοδοτικές εισφορές, κοινωνικούς πόρους ή άλλη επιχορήγηση υπερβαίνουν τα έσοδα από τις εισφορές των ασφαλισμένων». 10. Η οποία αφορά τους ετησίους λογαριασμούς εταιρειών ορισμένων μορφών. 11. Η οποία αφορά τους ενοποιημένους λογαριασμούς. 12. Η οποία αφορά τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. 13. Η οποία αφορά τους ετήσιους και ενοποιημένους λογαριασμούς ασφαλιστικών εταιρειών. 14. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002, «Για την Εφαρμογή των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων», Επίσημη εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων L 243/1, σελ.1. 15. βλ. αν. Κανονισμό 1606/2002, σελ. 1. 16. Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1725/2003 της Επιτροπής της 19ης Σεπτεμβρίου 2003, «Για την υιοθέτηση ορισμένων Διεθνών Λογιστικών Προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου» , Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης L 261/1, σελ, 1. 17. Η αρχική αγγλική ορολογία ήταν “International Accounting Standards” τα οποία μετονομάσθηκαν σε “International Financial Accounting Standards” (Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης). Στην παρούσα εργασία χρησιμοποιείται η αρχική τους ονομασία με την οποία είναι ευρύτερα γνωστά. 18. Η αγγλική ονομασία του οργανισμού είναι “International Accounting Standards Board”. Ο οργανισμός ονομαζόταν «Επιτροπή Διεθνών Λογιστικών Προτύπων» (International Accounting Standards Committee) και μετονομάσθηκε την 1η Απριλίου 2001. 19. Πρωτοψάλτης Ν., και Βρουστούρης Π., (2002), «Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα και Διερμηνείες, Πρακτική Ανάλυση και Ερμηνεία με Λογιστικά Παραδείγματα Εφαρμογής», Σώμα Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών, σελ., 28. 20. Βλ. αν. Κανονισμό 1606/2002, σελ. 2, 3 και 1725/2003, σελ.1 21. Οι οικονομικές καταστάσεις περιλαμβάνουν τον ισολογισμό, τα αποτελέσματα χρήσεως, τις μεταβολές στη χρηματοοικονομική θέση και τις επεξηγηματικές σημειώσεις (άρθρο 1, του Νόμου 2992/20.3.2002). 22. Ενώ ο όρος που συναντάται στην «Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» και σε ένα σημαντικό κομμάτι της αρθρογραφίας είναι «εναρμόνιση» (harmonization), στην εργασία αυτή υιοθετείται ο όρος «τυποποίηση» (standardization) διότι ο όρος εναρμόνιση προϋποθέτει αλληλεπίδραση επιρροών η οποία οδηγεί σε διαμόρφωση κοινών αρχών και μεθόδων, εντούτοις, στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει μια μονομερής διαδικασία επιβολής προτύπων τα οποία βασίζονται στην Άγγλο-Αμερικάνικη λογιστικό-ελεγκτική παράδοση και πρακτική (βλέπε Hove, M., R., (1986), ‘Accounting Practices in Developing Countries; Colonialism’s Legacy of Inappropriate Technologies’, The International Journal of Accountancy, Vol. 22, No.1, Fall; Perera, M., H., (1989), ‘Towards a Framework to Analyze the Impact of Culture on Accounting’, International Journal of Accounting Education and Research, Vol. 24, No 1, pp. 42-56). Επιπλέον, μελετητές υποστηρίζουν ότι η εφαρμογή των ΔΛΠ δεν είναι απαραίτητα θετική για τις αναπτυσσόμενες οικονομίες (βλέπε Samuels J.,  Oliga, J., 1982, ‘Accounting Standards in Developing Countries’, International Journal of Accounting, Education and Research, Vol. 17, No 1, p.. 69-78 : Okike, N., (1994), ‘Curious Auditing Regulations in Nigeria: A Case Study of Cultural/Political Influences on Auditing Practice’, International Accounting Journal, Vol. 29, pp. 78-91). Παραδείγματος χάριν, η έμφαση που δίδεται στην «πραγματική και αμερόληπτη απεικόνιση» (“true and fair view”) των οικονομικών καταστάσεων στα ΔΛΠ δεν είναι πάντα κατάλληλη για την ανάπτυξη των οικονομιών αυτών, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στα πλαίσια των οποίων είναι κατά μεγάλη πλειοψηφία οικογενειακής μορφής. Αντίθετα τα ΔΛΠ έχουν ιδιαίτερη σημασία για την εξάπλωση και κυριαρχία των πολυεθνικών εταιρειών των οποίων η λειτουργία και ανάπτυξη στηρίζεται σημαντικά στην ύπαρξη ενιαίων λογιστικών προτύπων που συνεισφέρουν σε μια συγκρίσιμη και κατά το δυνατό «πραγματική» απεικόνιση των οικονομικών τους καταστάσεων. 23. Ο Βρουστούρης αναφέρει ότι αλλαγές αναμένονται διότι «στη χώρα μας οι περισσότερες από τις εισηγμένες στο Χρηματιστήριο επιχειρήσεις διατηρούν την κερδοφορία τους και την επάρκεια των κεφαλαίων τους μέσω της μη διαγραφής οριστικώς απολεσθέντων περιουσιακών στοιχείων και τη μη καταχώρησης υποχρεώσεων οι οποίες συνεπάγονται την επιβάρυνση των αποτελεσμάτων και κατ’ επέκταση των ιδίων κεφαλαίων» (στην Ναυτεμπορική 2.2.2004). Πιο συγκεκριμένα οι οικονομικές καταστάσεις θα επηρεαστούν από τον διαφορετικό τρόπο αποτίμησης των χρηματοπιστωτικών μέσων και συμμετοχών (ΔΛΠ 39, το οποίο δεν έχει οριστικοποιηθεί ακόμα), από τη δυνατότητα αποτίμησης των ακινήτων σε πραγματικές αξίες (ΔΛΠ 16, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αποτιμούν τα ακίνητα και τα λοιπά πάγια στοιχεία τους στην πραγματική τους αξία αντί στο ιστορικό τους κόστος), από το σύνολο των άϋλων παγίων στοιχείων των τραπεζών που λαμβάνει τη μορφή εξόδων κατά τη πρώτη χρήση εφαρμογής των ΔΛΠ (σε αντίθεση με την με την ισχύουσα στην χώρα μας πρακτική, το ΔΛΠ 38 δεν επιτρέπει την παγιοποίηση των σχετικών εξόδων παρά μόνο όταν διασφαλίζεται μελλοντικό όφελος για την τράπεζα από τα έξοδα αυτά το οποίο μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια) και από τον συνυπολογισμό στις ενοποιημένες καταστάσεις των ισολογισμών των θυγατρικών εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης (βάσει του ΔΛΠ 17, οι τράπεζες πρέπει να ενοποιήσουν τους ισολογισμούς των θυγατρικών τους εταιρειών χρηματοδοτικής μίσθωσης οι οποίοι θα καταρτίζονται κατά τρόπο εντελώς διαφορετικό από ότι σήμερα) (Έκθεση της Τραπέζης Ελλάδος, Ναυτεμπορική 18.7.2003). 24. Σύμφωνα με δήλωση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Jean-Claude Trichet, Ναυτεμπορική 11.12.2003. 25. Βλ. αν. Κανονισμό 1725/2003, σελ 138. 26. Ναυτεμπορική 18.7.2003. 27. Βλ. Σακέλη Ε., 1988, «Ο ισολογισμός των Ανωνύμων Εταιρειών και των Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης», Τόμος Α΄, Εκδοτικός Οίκος Πάμισος ο οποίος αναφέρει ότι βάσει της αρχής της πλήρους αποκαλύψεως «οι οικονομικές καταστάσεις πρέπει να εκπονούνται κατά τρόπο ώστε να εξασφαλίζουν λογικά πλήρη και κατανοητή παρουσίαση όλων των σημαντικών πληροφοριών που αναφέρονται στις οικονομικές υποθέσεις της επιχειρήσεως. Οι οικονομικές καταστάσεις πρέπει να είναι πλήρεις με την έννοια ότι όλες οι πληροφορίες που παρουσιάζονται είναι απαραίτητες για μια σωστή παρουσίαση, έτσι ώστε ένας λογικά συνετός επενδυτής να μην μπορεί να παραπλανηθεί». Επίσης σύμφωνα με τον Γρηγοράκο, Θ., 1998 «Ανάλυση Ερμηνεία του Ελληνικού Λογιστικού Σχεδίου», Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 21-22, βάσει της αρχής της συντηρητικότητας, οι επιχειρήσεις και στην συγκεκριμένη περίπτωση οι Τράπεζες όφειλαν να σχηματίζουν προβλέψεις «σε βάρος των αποτελεσμάτων της χρήσεως, για όλους τους κινδύνους… ή πιθανών… εξόδων…». Εκ των ανωτέρω αρχών συνάγεται ότι οι υποχρεώσεις των Τραπεζών για παροχές μετά την απασχόληση θα έπρεπε να εμφανίζονται στις χρηματοοικονομικές τους καταστάσεις. 28. βλ.αν. σε Γρηγοράκο Θ., σύμφωνα με τον οποίο «….. η οικονομική θέση της επιχείρησης (στην συγκεκριμένη περίπτωση Τράπεζα) εκφράζεται από τον αριθμοδείκτη ιδίων κεφαλαίων (αρχικές ή μεταγενέστερες εισφορές των μετόχων συν αποθεματικά από πραγματοποιηθέντα κέρδη) προς ξένα κεφάλαια (σύνολο των πάσης φύσεως υποχρεώσεων) ο οποίος δίνει μια γενική εικόνα του «δελτίου υγείας» του οργανισμού…» 29. Βλ. αν. Κανονισμό 1725/2003, σελ. 149. 30. Έτσι η επιχείρηση κατά τη διάρκεια μιας χρήσεως που ένας εργαζόμενος έχει παράσχει υπηρεσία, την πληρωτέα για αυτή την υπηρεσία εισφορά, καταχωρεί ως έξοδο και ως υποχρέωση. Η υποχρέωση μειώνεται με την εισφορά που ήδη έχει πληρωθεί. Αν η ήδη πληρωμένη εισφορά υπερβαίνει την εισφορά που αναλογεί στην παρασχεθείσα υπηρεσία, το υπερβάλλον καταχωρείται ως περιουσιακό στοιχείο (προπληρωμένο έξοδο)» (Πρωτοψάλτης και Βρουστούρης, 2002, σελ. 276) 31. «Αν η αναλογιστική ή επενδυτική εµπειρία είναι χειρότερη από τα αναµενόµενα, η δέσµευση της επιχείρησης µπορεί να αυξηθεί» (Κανονισμός 1725/2003 της Επιτροπής, σελ. 149). 32. Π.χ. ένας εργαζόμενος με πέντε χρόνια υπηρεσίας θα βγεί σε σύνταξη μετά από τριάντα χρόνια. 33. Neil, A:,(1977), “Life Contingencies”, Heinemann-London, Lee,E.M.(1979), “An Introduction to Pension Funds”, Bowers,N.(1976),”Actuarial Mathematicw”, Society of Actuaries of U.S.A.. Κυριάκη, Δ., Ι., ( 1999) «Παράγοντες που επηρεάζουν την οικονομική εξέλιξη των Συνταξιοδοτικών Συστημάτων», Σπουδαί, Τόμος 49, Τεύχος 1ο-4ο, Παν. Πειραιώς,. 34. Οι δηµογραφικές παραδοχές αναφέρονται σε στοιχεία όπως: (i) θνησιµότητα, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και µετά την έξοδο από την υπηρεσία,(ii) συντελεστές απασχόλησης, µεταβολής προσωπικού και πρόωρης αποχώρησης,(iii) αναλογία των µελών του προγράµµατος µε προστατευόµενα µέλη που θα δικαιούνται τις παροχές, και (iv) συντελεστές διεκδικήσεων σύµφωνα µε ιατροφαρµακευτικά προγράµµατα. 35. Οι οικονοµικές παραδοχές αναφέρονται σε στοιχεία όπως:(i) το προεξοφλητικό επιτόκιο,(ii) µελλοντικούς µισθούς και επίπεδα παροχών, (iii) στην περίπτωση των ιατροφαρµακευτικών παροχών, µελλοντικά ιατροφαρµακευτικά κόστη, περιλαµβανοµένων, αν είναι σηµαντικά του κόστους διαχείρισης των διεκδικήσεων και της καταβολής παροχών, και (iv) το αναµενόµενο ποσοστό απόδοσης από τα περιουσιακά στοιχεία του προγράµµατος. 36. Σύμφωνα με την οποία σε κάθε περίοδο υπηρεσίας δημιουργείται μία επιπλέον μονάδα δικαιώματος παροχής. 37. Αναλογιστικά κέρδη και ζημιές μπορεί να προέρχονται: -από απροσδόκητα υψηλούς ή χαμηλούς συντελεστές απασχόλησης εργατικού δυναμικού, πρόωρης αποχώρησης ή θνησιμότητας, ή αυξήσεις σε μισθούς και παροχές,-από την επίδραση των μεταβολών σε εκτιμήσεις μελλοντικής απασχόλησης εργατικών δυναμικών, πρόωρης αποχώρησης ή θνησιμότητας ή αυξήσεις σε μισθούς και παροχές,-από την επίδραση των μεταβολών στο προεξοφλητικό επιτόκιο,-από διαφορές μεταξύ πραγματικής απόδοσης των περιουσιακών στοιχείων του προγράμματος και της αναμενόμενης απόδοσης των στοιχείων αυτών.(Πρωτοψάλτης και Βρουστούρης, 2002, σελ. 277) 38. Βλ. αν. Κανονισμό 1725/2003, σελ. 153-154. 39. Βλ. αν. Κανονισμό 1725/2003, σελ. 156. 40. Οι εργαζόμενοι στις Τράπεζες ασφαλίζονται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ πλήν των εργαζομένων σε τράπεζες για τις οποίες λειτουργούν τα ειδικά ταμεία των ΤΣΠ-ΕΤΕ, ΤΣΠ-ΑΤΕ, ΤΣΠ-ΤΕ, ΤΑΠ-ΕΤΒΑ, ΤΑΠ-ΙΛΤ (το οποίο εντάσσεται στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ με κοινή Υπουργική Απόφαση, της οποίας αναμένεται η συνυπογραφή της ). Τόσο στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ όσο και στους ειδικούς φορείς των τραπεζοϋπαλλήλων ο εργοδότης (η τράπεζα) καταβάλλει ποσοστό εργοδοτικής εισφοράς επί των μηνιαίων αποδοχών τω εργαζομένων. Πριν το ν.2084/92 υπήρχαν καταστατικές διατάξεις βάσει των οποίων οι τράπεζες είχαν την υποχρέωση να καλύπτουν τα ελλείμματα. Με τις διατάξεις όμως του άρθρου 46 του ν.2084/92,ορίστηκε ότι οι εργοδότες καλύπτουν τα ετήσια οργανικά ελλείμματα των ειδικών ταμείων, που τυχόν θα προκύψουν και μέχρι ποσού που δεν υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το ποσό που καταβλήθηκε για την κάλυψη των ελλειμμάτων του έτους 1992. Πλην του ΤΣΠ-ΑΤΕ τα λοιπά ταμεία τραπεζών δεν είχαν έλλειμμα το έτος 1992 και συνεχίζουν να μην έχουν. 41. Τα αλληλοβοηθητικά ταμεία ή ειδικοί λογαριασμοί, όπως προαναφέραμε αποτελούν νπιδ τα οποία χορηγούν επικουρικές συντάξεις σε υποκατάσταση του δημόσιου συστήματος και δεν υπάγονται στον έλεγχο και την εποπτεία του Υπουργείου. Ως εκ τούτου δεν υπάρχουν στοιχεία στις υπηρεσίες του Υπουργείου ούτε είναι ακριβής ο αριθμός τους και ο τρόπος λειτουργίας τους. Ταμεία όπως, το ΤΕΑΠΕΤΕ (Ταμείο Επικουρικής Ασφαλίσεως Προσωπικού Εμπορικής Τράπεζας),ΤΑΠΤΠ (Ταμείο Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Τραπέζης Πίστεως),ΤΑΠΙΛΤΑΤ (Ταμείο Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Ιονικής-Λαϊκής Τράπεζας), ΜΤΥΤΕ&Κ (Μετοχικό Ταμείο Υπαλλήλων Τραπέζης Ελλάδος και Κτηματικής), ΛΕΠΕΤΕ (Λογαριασμός Επικουρήσεως Προσωπικού Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος), Ταμείο Αλληλοβοηθείας Προσωπικού Τραπέζης Αμέρικαν Εξπρές, λειτουργούν πολλές φορές και σε υποκατάσταση της κύριας σύνταξης (χορηγούν δηλαδή το αντίστοιχο ποσό της σύνταξης που χορηγεί το ταμείο κύριας ασφάλισης έως της συμπληρώσεως των ορίων ηλικίας που απαιτούνται για την συνταξιοδότηση από τον κύριο φορέα και μετά την συμπλήρωση καταβάλλονται τα ποσά του επικουρικού φορέα) ενώ, οι τράπεζες στις περισσότερες των περιπτώσεων, αναλαμβάνουν την κάλυψη όλων των δαπανών και εξόδων για τις ανάγκες της λειτουργίας τους και των εν γένει υποχρεώσεών τους. 42. Η θέση αυτή διατυπώνεται και στη Ναυτεμπορική 11.12.2003. 43. Randol Curtis, 2003, ‘Getting the best of Both worlds’, European Pensions and Investments News, June 23; βλ. επίσης:“Demographics catching up with us”, European Pensions and Investments News, August 18th, 2003. 44. Το θέμα είναι πραγματικό και όχι νομικό. Η εισαγωγή των ΔΛΠ δεν συνεπάγεται νέα ή άγνωστη οικονομική επιβάρυνση των τραπεζών. Οι υποχρεώσεις τις οποίες είχαν αναλάβει παραμένουν καθαυτές αμετάβλητες. Απλά διαφοροποιείται ο λογιστικός χειρισμός τους. Οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες με βάσει τις αρχές της πλήρους αποκαλύψεως και της αρχής της συντηρητικότητας,(βλ.αν.υποσ.27) να έχουν παρουσιάσει τις μελλοντικές τους υποχρεώσεις ως πρόβλεψη στους ισολογισμού της. Για τους λόγους αυτούς οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από την εισαγωγή των ΔΛΠ δεν συνιστά κατά την άποψη μας «σπουδαίο λόγο» για καταγγελία των συμβάσεων μεταξύ τραπεζών και τραπεζοϋπαλλήλων. Η θέση αυτή διατυπώνεται και σε Γνωμοδότηση Κ. Κρεμαλή, Η επίδραση εφαρμογής των Διεθνών Λογιστικών Προτύπων στις εργοδοτικές υποχρεώσεις προς ειδικό λογαριασμό κοινωνικής ασφάλισης, υπό δημοσίευση. 45. Διότι τα αλληλοβοηθητικά ταμεία δεν τελούν υπό τον έλεγχο και την εποπτεία της κρατικής εξουσίας σε αντίθεση με τα επαγγελματικά ταμεία του ν. 3029/02, στα οποία ενώ παρέχεται πλήρης διοικητική και οικονομική αυτονομία και αυτοδιαχείριση ασκείται ένας ιδιαίτερα επιμελής και αξιόπιστος τακτικός έλεγχος βιωσιμότητας από την Εθνική Αναλογιστική Αρχή και διοικητικός από την αρμόδια Δ/νση του Υπουργείου (άρθρα 7 και 8 του ν. 3029/02 «Μεταρρύθμιση Συστήματος Κοινωνικής Ασφάλισης» ΦΕΚ Α΄160)

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων