Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

ΤΟ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΑΝΩΤΑΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΥΠΟ ΔΙΑΡΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ

pikramenosΜΙΧΑΛΗΣ  Ν. ΠΙΚΡΑΜΕΝΟΣ
Παρέδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας
Λέκτορας Νομικής ΑΠΘ

... είναι φανερό ότι η ελληνική πολιτεία δεν μπόρεσε να θεσπίσει σταθερό και διαρκές οργανωτικό σχήμα ιεραρχίας της μόνιμης δημοσιοϋπαλληλίας, έτσι ώστε να προκύψει ένα σοβαρό και έμπειρο σώμα ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων με μακρά θητεία σε θέσεις ευθύνης. Ο νομοθέτης κινήθηκε πολλές φορές αποσπασματικά δείχνοντας να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ικανοποίηση σκοπιμοτήτων σε επίπεδο προσωπικών επιλογών, παρά για την ορθολογική οργάνωση της δημοσιοϋπαλληλίας σε βάθος χρόνου και με προοπτική την παγίωση ενός αποτελεσματικού σχήματος. Οι αποσπασματικές και ευκαιριακές νομοθετικές επεμβάσεις σημειώθηκαν κυρίως μετά το 1990 με δυσμενείς οπωσδήποτε συνέπειες για τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης ... Α. Το συνταγματικό πλαίσιο της δημόσιας διοίκησης 1. Η δημόσια διοίκηση εντάσσεται στην κατά το άρθρο 26 § 2 του Συντάγματος εκτελεστική λειτουργία της πολιτείας. Το ισχύον Σύνταγμα περιέχει διατάξεις οι οποίες αφενός εισάγουν ορισμένες θεμελιώδεις αρχές και αφετέρου θεσπίζουν βασικούς κανόνες για την οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης καθώς και για την υπηρεσιακή κατάσταση των οργάνων της. Οι κυριότερες συνιστώσες του συνταγματικού πλαισίου για τη δημόσια διοίκηση είναι: α) η καθιέρωση του αποκεντρωτικού συστήματος ( 101 § 1), β) η πρόβλεψη ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του κράτους και υπηρετούν το λαό, οφείλουν δε πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην πατρίδα (103 § 1), γ) η κατοχύρωση της αρχής της μονιμότητας για τους δημοσίους υπαλλήλους που κατέχουν οργανικές θέσεις ( 103 § 4) και δ) η θέσπιση ελέγχου για την πρόσληψη των υπαλλήλων του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα από ανεξάρτητη αρχή (άρθρο 103 § 7), με σκοπό την εμπέδωση της αρχής της διαφάνειας. 2. Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι το Σύνταγμα έχει επιφυλάξει ευρύτατα περιθώρια στον κοινό νομοθέτη ως προς τη θεσμοθέτηση του κατάλληλου σχήματος για την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης. Με την επιλογή αυτή ο συντακτικός νομοθέτης θέλησε να αφήσει ελεύθερο σε μεγάλο βαθμό τον κοινό νομοθέτη να προβαίνει, όποτε αυτός κρίνει αναγκαίο, στις απαιτούμενες μεταβολές προκειμένου η δημόσια διοίκηση να λειτουργεί με βάση τα σύγχρονα οργανωτικά πρότυπα και να ανταποκρίνεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του κοινωνικού συνόλου. 3. Το Σύνταγμα διακρίνεται πάντως για την ενότητα και την αλληλουχία των αρχών, των θεσμών και των κανόνων που καθιερώνει. Επομένως, οι ως άνω διατάξεις για την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης προσεγγίζονται πολλές φορές σε συνδυασμό ή υπό το φως αρχών και κανόνων που περιέχονται σε άλλα κεφάλαια του Συντάγματος. Έτσι, αποκτούν συχνά επικαιρότητα για την ερμηνεία και εφαρμογή των ως άνω συνταγματικών διατάξεων α) η κατά το άρθρο 4 §§ 1 και 4 αρχή της ισότητας, β) η καθιερούμενη από το άρθρο 5 αρχή της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά την προσωπική του αξία και ικανότητα, γ) η κατά το άρθρο 25 § 1 αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου, και δ) το δικαίωμα παροχής έννομης προστα-σίας που κατοχυρώνεται στο  άρθρο  20 § 1. Β. Έννοια και λειτουργίες της δημόσιας διοίκησης στο σύγχρονο κράτος 1. Η δημόσια διοίκηση είναι επιφορτισμένη με την καθημερινή δράση του κράτους η οποία εκδηλώνεται κυρίως με την έκδοση πράξεων και την εκτέλεση υλικών ενεργειών, επί τη βάσει κανόνων δικαίου, προς εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος . Η εμφάνιση του παρεμβατικού κράτους κατά την μεταπολεμική περίοδο είχε ως αποτέλεσμα την επέκταση της δημόσιας διοίκησης προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι κρατικοί σκοποί στα πεδία της οικονομίας και της κοινωνίας. Έτσι, το κράτος, εκτός από τη διοίκηση των υποθέσεων του σκληρού πυρήνα της δημόσιας εξουσίας που συνίστανται κυρίως στη δημόσια τάξη, τη δικαιοσύνη, την εθνική άμυνα και την παιδεία, ανέλαβε τόσο επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, για να διασφαλίσει σημαντικά αγαθά κοινής ωφέλειας στους πολίτες, όσο και πολιτικές κοινωνικής πρόνοιας για την ανακούφιση των ασθενέστερων κοινωνικών τάξεων. Με τα δεδομένα αυτά στην έννοια της δημόσιας διοίκησης περιλαμβάνονται πλέον όχι μόνον το νομικό πρόσωπο του κράτους και τα λοιπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, που ασκούν δημόσια εξουσία, αλλά και εκείνα τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου τα οποία εξυπηρετούν δημόσιο σκοπό λειτουργώντας χάριν του δημοσίου συμφέροντος . Ο κοινός νομοθέτης και στη συνέχεια ο συνταγματικός νομοθέτης, κατά την α-ναθεώρηση του 2001, αναγνωρίζοντας αυτή την ευρύτερη έννοια της δημόσιας διοίκησης καθιέρωσαν τον δημόσιο τομέα στον οποίο υπάγεται πλήθος νομικών προσώπων δημοσίου αλλά και ιδιωτικού δικαίου. 2. Το ενδιαφέρον της παρούσας μελέτης εντοπίζεται στους, χαρακτηριζόμενους από το νομοθέτη , ανώτατους υπαλλήλους που αποτελούν την κορυφή της ιεραρχίας στη δημόσια διοίκηση υπό στενή έννοια, δηλαδή στο τμήμα εκείνο της δημόσιας διοίκησης το οποίο ασκεί δημόσια εξουσία με αρμοδιότητα κατά κύριο λόγο στις υποθέσεις του σκληρού πυρήνα του κράτους. Τα όργανα που εντάσσονται σ' αυτό το τμήμα της δημόσιας διοίκησης είναι αρμόδια: α) να εκδίδουν εκτελεστές ατομικές διοικητικές πράξεις και β) να θέτουν απρόσωπους κανόνες δικαίου κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου σύμφωνα με το άρθρο 43 § 2 εδάφιο β' του Συντάγματος για τη ρύθμιση ειδικότερων θεμάτων ή θεμάτων με τοπικό ενδιαφέρον ή με χαρακτήρα τεχνικό ή λεπτομερειακό. Γ. Η έννοια του δημοσίου υπαλλήλου και το νομοθετικό πλαίσιο της δημοσιοϋπαλληλικής οργάνωσης 1. Σύμφωνα με το Σύνταγμα ο δημόσιος υπάλληλος διορίζεται σε οργανική θέση που είναι νομοθετημένη μετά από διαγωνισμό ή επιλογή βάσει προκαθορισμένων και αντικειμενικών κριτηρίων υπό τον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής. Ως οργανική θέση νοείται εκείνη που προβλέπεται είτε από τυπικό νόμο είτε από κανονιστικό διάταγμα που έχει εκδοθεί βάσει εξουσιοδότησης νόμου, ανήκει σε συγκεκριμένο κλάδο (λ.χ. διοικητικό, οικονομικό, τεχνικό) και αποσκοπεί στην κάλυψη πάγιων και σταθερών υπηρεσιακών αναγκών. Οι θέσεις του προσωπικού κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με τον τίτλο σπουδών που αποτελεί τυπικό προσόν διορισμού για τον υπάλληλο. Εξάλλου, λόγω της ποικιλίας των διοικητικών αναγκών ο συντακτικός νομοθέτης δεν προβλέπει συγκεκριμένα προσόντα για τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τον προσδιορισμό τους. Ο δημόσιος πολιτικός υπάλληλος είναι όργανο του κράτους ή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ο οποίος συνδέεται με αυτά τα νομικά πρόσωπα με ειδική νομική σχέση που έχει συναφθεί μετά από αίτησή του με την οποία δηλώνει ότι επιθυμεί να παράσχει τις υπηρεσίες του που συνίστανται στην εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων σε ορισμένη υπηρεσιακή μονάδα. Ο διορισμός ενός φυσικού προσώπου ως δημοσίου υπαλλήλου συνεπάγεται την ένταξή του σε ιδιαίτερο νομικό καθεστώς που διακρίνεται για τα στοιχεία της ιεραρχικής εξάρτησης και της πειθαρχικής ευθύνης . Βασικό στοιχείο του υπηρεσιακού καθεστώτος του δημοσίου υπαλλήλου είναι η μονιμότητα η οποία αποτελεί σημαντική συνιστώσα της αρχής του κράτους δικαίου και διασφαλίζει ότι ο δημόσιος υπάλληλος δεν μπορεί να απολυθεί παρά μόνον για ορισμένους λόγους και αφού ακολουθηθεί ορισμένη διαδικασία. 2. Η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης και το υπηρεσιακό καθεστώς των δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων που υπηρετούν στο νομικό πρόσωπο του κράτους και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου ρυθμίζονται, κατά βάση, τα τελευταία εξήντα περίπου χρόνια από τον εκάστοτε ισχύοντα υπαλληλικό κώδικα αλλά και από πλήθος νομοθετημάτων τα οποία προβαίνουν κατά καιρούς άλλοτε σε συστηματικές και άλλοτε σε αποσπασματικές μεταβολές στη διάρθρωση του συνόλου της υπαλληλικής ιεραρχίας, ενώ συχνά αποσκοπούν μόνο στην επέμβαση στο χαρακτήρα και το περιεχόμενο των ανώτατων θέσεων αυτής. Δ. Οι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι 1. Όπως έχει ήδη αναφερθεί ένα από τα βασικά στοιχεία του υπηρεσιακού καθεστώτος του μονίμου δημοσίου υ-παλλήλου είναι η ιεραρχική εξάρτηση. Τούτο σημαίνει ότι η δημόσια διοίκηση οργανώνεται κατά συνταγματική επιταγή επί τη βάσει κάθετης ιεραρχίας η οποία προϋποθέτει ότι οι υπάλληλοι κατατάσσονται σε ορισμένους βαθμούς που διαρθρώνονται κατά κλίμακα σχη-ματίζοντας πυραμίδα, στη βάση της οποίας εντάσσονται οι κατώτεροι και στην κορυφή της οι ανώτατοι υπάλληλοι . Έτσι, διαμορφώνεται η ιεραρχία των μονίμων πολιτικών δημοσίων υπαλλήλων που σταδιοδρομούν από τους κατώτερους στους ανώτατους βαθμούς με το σύστημα των προαγωγών. Η ιεραρχική δομή της δημόσιας διοίκησης δεν αποτελεί απλώς «τεχνική» οργάνωσης αλλά συνδέεται με την άσκηση συγκεκριμένων καθηκόντων από τους δημοσίους υπαλλήλους ανάλογα με το βαθμό ή τη θέση που κατέχουν. 2. Η σύνδεση βαθμού και καθηκόντων αποτελεί συνήθη τεχνική που έχει θεσπίσει κατά καιρούς ο νομοθέτης στο πλαίσιο της κάθετης δομής της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Όμως ο νομοθέτης έχει επιλέξει και άλλες τεχνικές, όπως θα αναλυθεί στη συνέχεια, οργάνωσης της διοίκησης επί τη βάσει των οποίων ο βαθμός αποσυνδέεται από τα καθήκοντα. Υπό το σύστημα αυτό ο υπάλληλος εξελίσσεται μεν βαθμολογικά αλλά η βαθμολογική διάρθρωση δεν συνδέεται με την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας. Έτσι, για τις θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων προβλέπεται ανάθεση καθηκόντων για ορισμένη χρονική περίοδο, κατόπιν επιλογής, από υπαλλήλους που κατέχουν συγκεκριμένο βαθμό ή βαθμούς ή ακόμη και από πρόσωπα εκτός υπαλληλικής ιεραρχίας. 3. Με τα δεδομένα που προεκτέθηκαν, καθίσταται σαφές ότι ανάλογα με το σύστημα που επιλέγει ο νομοθέτης οι ανώτατοι υπάλληλοι μπορεί να είναι είτε ανώτατοι κατά βαθμό, κατόπιν προαγωγής, είτε ανώτατοι, κατά θέση, για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου για ορισμένη χρονική περίοδο. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις πρόκειται για δημοσίους υπαλλήλους που καταλαμβάνουν την κορυφή της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας, είναι άμεσοι συνεργάτες του υπουργού ή του οργάνου διοίκησης του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου του οποίου απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη, ασκούν επιτελικά καθήκοντα, έχουν την ευθύνη διεύθυνσης μεγάλων οργανικών μονάδων και συμμετέχουν στο σχεδιασμό και την εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα που υπηρετούν. Στη χώρα μας χαρακτηρί-ζονται από το νομοθέτη, κατά παράδοση, ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι οι Γενικοί Διευθυντές οι οποίοι προΐστανται των οργανικών μονάδων που τιτλοφορούνται «Γενικές Διευθύνσεις» άλλοτε κατόπιν προαγωγής (βαθμός) και άλλοτε κατόπιν ανάθεσης καθηκόντων για ορισμένη χρονική περίοδο (θέση). 4. Η δημόσια διοίκηση είναι μεν δομημένη επί τη βάσει κάθετης ιεραρχίας αλλά ο κοινός νομοθέτης δεν υποχρεούται από το Σύνταγμα σε ένα συγκεκριμένο τύπο ιεραρχικής οργάνωσης στον οποίο να προβλέπονται ανώτατοι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Ως εκ τούτου είναι δυνατό να θεσμοθετείται οργανωτικό πρότυπο κάθετης ιεραρχίας χωρίς όμως να καθιερώνονται από το νομοθέτη βαθμοί ή θέσεις ανώτατων υπαλλήλων προερχόμενων από την μόνιμη δημοσιοϋπαλληλία. Όπως θα αναφερθεί στη συνέχεια αυτή την τεχνική οργάνωσης της διοίκησης επέλεξε ο κοινός νομοθέτης κατά τη δεκαετία του ΄80 εισάγοντας ένα διαφορετικό πρότυπο που επηρέασε καθοριστικά τη διοικητική οργάνωση μέχρι τις ημέρες μας. Ε. Η καθιέρωση ανώτατων βαθμών στο δημοσιοϋπαλληλικό σώμα: από το ν. 1811/1951 έως το π.δ. 611/1977 α. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 1951 και οι μεταβολές του έως το 1967 1. Ο ν. 1811/1951 «Περί Κώδικος καταστάσεως των Δημοσίων Διοικητικών Υπαλλήλων»  αποτελεί το πρώτο νομοθέτημα της μεταπολεμικής περιόδου που ρύθμισε συστηματικά την οργάνωση του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος. Ως προς τις κατηγορίες και τις διαβαθμίσεις του προσωπικού των δημοσίων υπηρεσιών προβλέφθηκε η ύπαρξη τεσσάρων κατηγοριών, ήτοι κατηγορία ειδικών θέσεων και κατηγορίες Α', Β' και Γ', η κάθε μία εκ των οποίων είχε δική της βαθμολογική κλίμακα. Στην κατηγορία Α' υπάγονταν οι υπάλληλοι που διέθεταν τυπικό προσόν διορισμού πτυχίο ανώτατης ή ανώτερης σχολής. Παράλληλα καθιερώθηκαν δεκαπέντε βαθμοί συνολικά στους οποίους κατατάσσονταν όλοι οι υπάλληλοι των δημοσίων υπηρεσιών (α' και β' για τους υπαλλήλους ειδικών θέσεων και βαθμός 1ος έως βαθμός 13ος για τους λοιπούς υπαλλήλους), ειδικά δε οι υπάλληλοι της κατηγορίας Α' κατατάσσονταν στους πρώτους εννέα βαθμούς εκ των οποίων ανώτατος ήταν ο 1ος και κατώτατος ο 9ος. Οι προαγωγές διενεργούνταν από βαθμό σε βαθμό κατ' απόλυτο εκλογή ή κατ' εκλογή ή κατ' αρχαιότητα, με βάση τους πίνακες προακτέων που καταρτίζονταν ετησίως, ενώ η προαγωγή στον 1ο βαθμό γινόταν κατ' απόλυτο εκλογή . Σύμφωνα με τις αρχικές ρυθμίσεις του ν. 1811/1951 η προαγωγή στον 1ο βαθμό, που αποτελούσε τον ανώτατο βαθμό της ιεραρχίας των μονίμων υπαλλήλων, ανήκε στην αρμοδιότητα του Ανωτάτου Συμβουλίου Δη-μοσίων Υπηρεσιών (ΑΣΔΥ) το οποίο συνιστούσε ανεξάρτητη δημόσια υπηρεσία. Όμως, με το ν.δ. 2980/1954 η αρμοδιότητα διενέργειας των προαγωγών στον 1ο βαθμό μεταφέρθηκε στο υπουργικό συμβούλιο . Περαιτέρω στους οργανισμούς των δημοσίων υπηρεσιών προβλεπόταν ως ανώτατη θέση αυτή του Γενικού Διευθυντή την οποία μπορούσαν να καταλάβουν μόνον υπάλληλοι οι οποίοι είχαν προαχθεί στον 1ο βαθμό της υπαλληλικής ιεραρχίας. 2. Από τις διατάξεις του ν. 1811/1951 συνάγεται ότι ο νομοθέτης καθιέρωσε συγκεκριμένη ιεραρχία των υπαλλήλων επί τη βάσει αριθμητικού προσδιορισμού των βαθμών και προέβλεψε ως ανώτατη βαθμίδα της μόνιμης δημοσιοϋπαλληλίας τον 1ο βαθμό ο οποίος αποτελούσε τυπικό προσόν για την κατάληψη της θέσης του Γενικού Διευθυντή που είχε την ευθύνη διοίκησης της ανώτερης από τις οριζόμενες οργανικές μονάδες της διοίκησης. Είναι αξιοσημείωτο ότι αρμόδιο όργανο επιλογής των ανωτάτων υπαλλήλων ήταν ένα κατεξοχήν πολιτικό όργανο, το υπουργικό συμβούλιο, η επιλογή δε αυτή του νομοθέτη σηματοδοτούσε την ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας λόγω της θέσης και της φύσης των καθηκόντων των Γενικών Διευθυντών. 3. Μερική μεταβολή του συστήματος οργάνωσης του δημοσιοϋπαλληλικού σώματος, που καθιέρωσε ο ΥΚ του 1951, επιχειρήθηκε με το ν.δ. 4352/1964. Το νομοθέτημα αυτό θεσπίστηκε από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, μετά την άνοδο της Ένωσης Κέντρου στην εξουσία, και εξέφραζε τη βούληση της νέας κυβέρνησης για αναδιάταξη των δομών της δημόσιας διοίκησης. Στα πλαίσια αυτού του ν.δ. προβλέφθηκε ότι όλες οι θέσεις των Γενικών Διευθυντών και των Αναπληρωτών Γενικών Διευθυντών με βαθμό 1ο μετατρέπονται αυτοδικαίως, με την αποχώρηση αυτών που τις κατέχουν, σε θέσεις υπαλλήλων επί τριετή θητεία, οι οποίες πληρούνται από πρόσωπα που διαθέτουν πτυχίο α.ε.ι. και διακρίνονται για το ήθος, το χαρακτήρα, τη διοικητική και επιστημονική τους ικανότητα . Ο διορισμός των ως άνω προσώπων γινόταν μετά από απόφαση του υπουργικού συμβουλίου. Από τις διατάξεις του ν.δ. 4352/1964, οι οποίες πάντως είχαν βραχύβια ισχύ λόγω των πολιτικών εξελίξεων που μεσολάβησαν μετά την πτώση της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου, καθίσταται σαφές ότι διατηρήθηκαν μεν οι ανώτατες θέσεις της υπαλληλικής ιεραρχίας, δηλαδή των Γενικών Διευθυντών, όμως μεταβλήθηκε ο τρόπος πλήρωσής τους. Έτσι, οι θέσεις αυτές δεν καλύπτονταν πλέον με βαθμολογική εξέλιξη των ήδη μονίμων υπαλλήλων (προαγωγή), αλλά με επιλογή προσώπων για ορισμένη θητεία που μπορεί να προέρχονταν και εκτός της ιεραρχίας της δημόσιας διοίκησης. Η ρύθμιση αυτή κατά το μέρος που προέβλεψε την αντικατάσταση των μονίμων ανωτάτων υπαλλήλων από επί θητεία υπαλλήλους κρίθηκε από το Συμβούλιο της Επικρατείας αντίθετη προς το Σύνταγμα. Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι η κυβέρνηση της Ένωσης Κέντρου με το νομοθέτημα αυτό θέλησε να εισάγει και άλλες καινοτομίες οι οποίες έδειχναν να ενισχύουν την παρουσία προσώπων εκτός δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας σε καίριες θέσεις της δημόσιας διοίκησης. Παράδειγμα αποτελεί η πρόβλεψη περί διορισμού ειδικών συμβούλων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου για την επικουρία υπουργών και υφυπουργών προς εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής. Η δέσμη αυτή των διατάξεων απέβλεπε στη στελέχωση κρίσιμων θέσεων της δημόσιας διοίκησης με πρόσωπα της εμπιστοσύνης της νέας κυβέρνησης η οποία με τον τρόπο αυτό θέλησε να απαλλαγεί από την ανώτατη δημοσιοϋπαλληλία που της κληροδότησαν οι κυβερνήσεις της δεκαετίας του '50 και των αρχών της δε-καετίας του '60. 4. Η κυβέρνηση Στ. Στεφανόπουλου με το ν.δ. 4555/1966 κατήργησε τις ρυθμίσεις του ως άνω νομοθετήματος Γ. Παπανδρέου, ως προς την πλήρωση θέσεων Γενικών Διευθυντών, και επανέφερε τις διατάξεις του ΥΚ του 1951 και του ν.δ. 2980/1954 που προέβλεπαν την δια προαγωγής κατάληψη των εν λόγω θέσεων από μονίμους υπαλλήλους που κατείχαν τον 1ο βαθμό της υπαλληλικής ιε-ραρχίας. 5. Από τα προεκτεθέντα διαπιστώνεται ότι ο νομοθέτης κατά την περίοδο 1951-1967, καθιέρωσε σύστημα οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης που διακρινόταν, μεταξύ των άλλων, από την ύπαρξη ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας η οποία απαρτιζόταν από μόνιμους υπαλλήλους που ανέρχονταν στην κορυφή της βαθμολογικής ιεραρχίας μετά από σταδιοδρομία στους κατώτερους βαθμούς και παρέμεναν στις ανώτατες θέσεις μέχρι την αποχώρησή τους, καθ' οιονδήποτε τρόπο, από την υπηρεσία. Η απόκλιση που εισήγαγε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου ήταν βραχυχρόνια και δεν αφορούσε πάντως την καρδιά του συστήματος εφόσον δεν αμφισβήτησε την ανάγκη ύπαρξης ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων στην κορυφή της ιεραρχίας. 6. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έθεσε τα θεμέλια μιας νομολογιακής κα-τασκευής η οποία φθάνει έως τις ημέρες μας και έχει ως βάση την έννοια της κατάδηλης υπεροχής. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας δεχόταν παγίως ότι το υπουργικό συμβούλιο έχει ευρεία ευχέρεια κατά την επιλογή των προσώπων που καταλαμβάνουν τις θέσεις των Γενικών Διευθυντών, αιτιολογία δε απαιτείται μόνον στην περίπτωση που ο παραλειφθείς υπάλληλος υπερέχει καταδήλως του προκριθέντος. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι ο παραλειφθείς, όταν ασκούσε αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, όφειλε να επικαλεσθεί στοιχεία από τον ατομικό φάκελο τόσο τον δικό του όσο και του προκριθέντος από τα οποία να προκύπτει ότι διαθέτει σημαντική υπεροχή στα ουσιαστικά προσόντα έναντι του τελευταίου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας αξιολογούσε πρωτογενώς τα στοιχεία αυτά και εν τέλει αποφαινόταν αν πράγματι υφίστατο κατάδηλη υπεροχή. Σε καταφατική περίπτωση η επιλογή ακυρωνόταν και η υπόθεση αναπεμπόταν στο υπουργικό συμβούλιο είτε για να αιτιολογήσει για ποιους λόγους προτιμά υπάλληλο ο οποίος υστερεί εμφανώς έναντι αυτού που είχε προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας είτε για να επιλέξει αυτή τη φορά τον αρχικώς παραλειφθέντα . Επισημαίνεται ότι σε όλη αυτή την περίοδο το Συμβούλιο της Επικρατείας σπανίως προχωρούσε σε ακύρωση πράξης επιλογής Γενικού Διευθυντή λόγω κατάδηλης υπεροχής παραλειφθέντος . Έτσι, η κατάδηλη υπεροχή καθιερώθηκε μεν νομολογιακά αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας έδειξε μεγάλη φειδώ κατά την εφαρμογή του, με συνέπεια να μην θιγούν κατά βάση οι επιλογές προ-σώπων που έκαναν οι κυβερνήσεις αυτής της περιόδου . β. Τα νομοθετήματα της μεταπολίτευσης και η κωδικοποίηση του 1977 1. Το δικτατορικό καθεστώς της 21.4.1967 επιχείρησε βαθιά επέμβαση στην οργάνωση και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης με σκοπό την απομάκρυνση των υπαλλήλων που ήταν αντίθετοι προς τους κρατούντες και την προώθηση των φιλικά προσκείμενων προς αυτούς. Έτσι, με τη Συντακτική Πράξη ΚΒ'/1967 ορίσθηκε ότι επί μια τριετία όλες οι κενές θέσεις υπαλλήλων από τον 3ο έως τον 1ο βαθμό των δημο-σίων υπηρεσιών πληρούνται, μετά από απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, από μετακλητούς υπαλλήλους που διαθέτουν πτυχίο α.ε.ι. και έχουν τα προσόντα και τις γνώσεις για την άσκηση διοικητικού έργου. Η ρύθμιση αυτή απέβλεπε στον έλεγχο της κορυφής της δημόσιας διοίκησης από πρόσωπα εκτός των κόλπων της υπαλληλικής ιεραρχίας, τα οποία απολάμβαναν της εμπιστοσύνης των κυβερνήσεων του καθεστώτος. Ακολούθησαν νομοθετήματα επί των οποίων οι κρατούντες θέλησαν να οικοδομήσουν ένα δικής τους έμπνευσης καθεστώς για την υπηρεσιακή κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων καταργώντας κατ' ουσίαν το σύστημα που είχε θεσπίσει ο ΥΚ του 1951 . 2. Η κυβέρνηση εθνικής ενότητας εξέδωσε πρώτα το ν.δ. 76/1974 με το οποίο επεδίωξε την αποκατάσταση όσων υπαλλήλων είχαν απολυθεί η είχαν εξαναγκασθεί σε παραίτηση ή είχαν υποβιβασθεί κατά την περίοδο της επταετούς διακυβέρνησης της χώρας από τους στρατιωτικούς. Στη συνέχεια η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή, που προήλθε από τις εκλογές της 17.11.1974, εξέδωσε το ν. 22/1975 με τον οποίο επανέφερε τροποποιημένο σε αρκετά σημεία το σύστημα του ΥΚ του 1951 διατηρώντας πάντως σχεδόν ανέπαφο το τμήμα εκείνο του εν λόγω Κώδικα που αφορούσε τους βαθμούς και τις προαγωγές . Ακολούθησε η ψήφιση του ν. 51/1975 με τον οποίο επιχειρήθηκε η αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών και περαιτέρω εισήχθη, ως ενδιάμεσος οργανικός βαθμός μεταξύ 1ου και 2ου κατά μερική τροποποίηση της κλίμακας του ν. 1811/1951, αυτός του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή . Οι υπάλληλοι που έφεραν το βαθμό αυτό ήταν ανώτατοι, κατά ρητή επιταγή του νόμου, και είχαν αρμοδιότητες παραπλήσιες με αυτές του Γενικού Διευθυντή . Με την επιλογή αυτή του νομοθέτη παρατηρείται ότι οι ανώτατοι βαθμοί της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας έγιναν πλέον δύο, 1ος και Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, οι οποίοι καταλαμβάνονταν δια προαγωγής μετά από εισήγηση του οικείου υπουργού και απόφαση του υπουργικού συμβουλίου, σύμφωνα με ρητή πρόβλεψη του μεταγενέστερου ν. 865/1979 . Πρέπει εδώ να επισημανθεί ότι ο Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής, μέχρι το 1975, προβλεπόταν ως θέση, από τους οργανισμούς των υπηρεσιών, η οποία επληρούτο κατόπιν προαγωγής από υπαλλήλους με 1ο βαθμό, όπως άλλωστε και ο Γενικός Διευθυντής που επίσης αποτελούσε θέση αλλά όχι βαθμό. 3. Το σύνολο των ρυθμίσεων που είχε τεθεί σε ισχύ από τον ΥΚ του 1951 και μετέπειτα, κωδικοποιήθηκε με το π.δ. 611/1977 . Πρόκειται δηλαδή για τις ρυθμίσεις του ν. 1811/1951, όπως είχαν τροποποιηθεί και ίσχυαν, τόσο με τα νομοθετήματα της περιόδου 1954-1967 όσο και με τα νομοθετήματα της περιόδου 1974-1977 τα οποία είχαν καταργήσει τη δικτατορική νομοθεσία και είχαν επαναφέρει με αρκετές διαφοροποιήσεις το σύστημα του ΥΚ του 1951. Σύμφωνα με το νέο Υπαλληλικό Κώδικα οι υπάλληλοι κατατάσσονταν, ανάλογα με το τυπικό προσόν διορισμού, στους κλάδους ανώτατης εκπαίδευσης (ΑΤ) (πτυχιούχοι ανωτάτων σχολών), στους κλάδους ανώτερης εκπαίδευσης (ΑΡ) (πτυχιούχοι ανώτερων σχολών) και στους κλάδους μέσης και στοιχειώδους εκπαί-δευσης (ΜΕ και αντίστοιχα ΣΕ). Η βαθμολογική κλίμακα παρέμεινε κατά  βάση η ίδια με αυτή που είχε  θεσπίσει  ο ν. 1811/1951 με τη διαφορά ότι παρεμβλήθηκε ο βαθμός του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή μεταξύ του 1ου και του 2ου βαθμού, ο οποίος είχε εισαχθεί με το ν. 865/1979, με συνέπεια να μην είναι πλέον αμιγώς αριθμητική η κλίμακα των βαθμών, αλλά να περιλαμβάνει και βαθμό που παραπέμπει σε θέση, αυτή του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. 4. Είναι σαφές, από την ανωτέρω εξέλιξη, ότι ο νομοθέτης έμεινε προσηλωμένος, έως τα τέλη της δεκαετίας του '70, σε ένα σχήμα οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης με σταθερή ιεραρχία, στην κορυφή της οποίας βρίσκονταν ανώτατοι μόνιμοι υπάλληλοι που καταλάμβαναν τις θέσεις  δια  προαγωγής  μετά από απόφαση  του  υπουργικού  συμβουλίου . Οι υπάλληλοι αυτοί είχαν ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολιτικούς τους προϊσταμένους, ασκούσαν επιτελικά καθήκοντα και προΐσταντο των υπολοίπων υπαλλήλων που ήταν κατανεμημένοι σε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας την οποία έπρεπε να διανύσουν, στο πλαίσιο της σταδιοδρομίας τους, προκειμένου να ανέλθουν στην κορυφή της . 5. Το Συμβούλιο της Επικρατείας συνέχισε και κατά την περίοδο αυτή την παγιωμένη ήδη νομολογία του ως προς την κατάδηλη υπεροχή, αφήνοντας έτσι ευρύτατα περιθώρια στις κυβερνήσεις οι οποίες άσκησαν την εξουσία από το 1974 έως το 1981 κατά την επιλογή των προσώπων που κατέλαβαν τις θέσεις των Γενικών Διευθυντών και των Αναπληρωτών Γενικών Διευθυντών . Παρατηρείται ότι το Δικαστήριο έδειξε και πάλι μεγάλη φειδώ κατά την εφαρμογή της νομολογίας περί κατάδηλης υπεροχής, από τη σχετική δε έρευνα προκύπτει ότι δεν ακυρώθηκε προαγωγή σε θέση Ανα-πληρωτή Γενικού Διευθυντή ή Γενικού Διευθυντή λόγω κατάδηλης υπεροχής και δεν ετέθησαν ζητήματα συνταγματι-κότητας των ρυθμίσεων που εισήχθησαν κατά την εξεταζόμενη περίοδο ως προς τη βαθμολογική κλίμακα και τις προα-γωγές. ΣΤ. Η κατάργηση της ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας στη δεκαετία του '80: οι ν. 1232/1982, 1558/1985 και 1586/1986 Η κυβέρνηση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας το 1981 και προχώρησε σε βαθύτατες μεταβολές στην οργάνωση της δημόσιας διοίκησης εισάγοντας μια νέα «φιλοσοφία» για τις διοικητικές δομές της χώρας. Η αντίληψη αυτή αποτυπώθηκε στις ρυθμίσεις του ν. 1232/1982 ο οποίος ψηφίστηκε κατά τον πρώτο χρόνο άσκησης της εξουσίας από την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου. α. Οι ρυθμίσεις του ν. 1232/1982 για τη σύντμηση της ιεραρχίας 1. Με τις διατάξεις του ν. 1232/1982 καταργήθηκαν οι οργανωτικές βαθμίδες των γενικών διευθύνσεων όλων των υπουργείων και των αυτοτελών ή αποκεντρωμένων δημοσίων υπηρεσιών καθώς και οι ανώτατοι βαθμοί 1ος και Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής . Οι αρμοδιότητες των οργανωτικών βαθμίδων, βαθμών και θέσεων που καταργήθηκαν, μεταφέρθηκαν στον οικείο υπουργό ο οποίος μεταβίβασε τις μεν αποφασιστικές στους γενικούς γραμματείς (μετακλητοί υπάλληλοι) τις δε επιτελικές σε συμβούλους ή συνεργάτες (επίσης μετακλητοί υπάλληλοι) . Οι ειδικοί σύμβουλοι και οι επιστημονικοί συνεργάτες προσλαμβάνονταν με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου και αποτελούσαν τον στενό υπηρεσιακό κύκλο των υπουργών . 2. Αυτή την μείζονα μεταβολή στην οργάνωση της δημόσιας διοίκησης έκρινε ως συνταγματική το Συμβούλιο της Επικρατείας, με σειρά αποφάσεων της Ολομέλειας, με τη σκέψη ότι η δημόσια διοίκηση οργανώνεται και στελεχώνεται από μόνιμους υπαλλήλους, που τελούν σε ιεραρχία, και μόνον κατ' εξαίρεση είναι δυνατή η πλήρωση θέσεων, λόγω της φύσης τους, με υπαλλήλους μετακλητούς ή επί θητεία. Επομένως η κατάργηση ορισμένων οργανικών θέσεων ή ακόμη και κάποιας βαθμίδας της υπαλληλικής ιεραρχίας δεν αντίκειται στο Σύνταγμα υπό τον όρο ότι δεν παραβιάζεται ο κανόνας της στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης με μόνιμους υπαλλήλους και η μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων των καταργουμένων θέσεων δικαιολογείται από τη φύση των αρμοδιοτήτων αυτών . 3. Με τα δεδομένα αυτά από τις αρχές της δεκαετίας του '80 η δημόσια διοίκηση στερήθηκε πλέον ανώτατων μονίμων υπαλλήλων και απέκτησε σώμα μετακλητών υπαλλήλων που υπηρετούσαν στα γραφεία υπουργών και υφυπουργών διαδραματίζοντας σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση και άσκηση πολιτικής στους επιμέρους τομείς της κυβερνητικής μηχανής. Η νέα αυτή μορφή οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης συμπληρώθηκε από τις ρυθμίσεις του ν. 1558/1985 με τις οποίες προβλέφθηκε, μεταξύ των άλλων, ο θεσμός των ειδικών γραμματέων . Οι ειδικοί γραμματείς εντάχθηκαν στη δημόσια διοίκηση ως μετακλητοί υπάλληλοι οι οποίοι προΐσταντο διοικητικών τομέων που περιλάμβαναν συναφείς υπηρεσίες κάθε υπουργείου. Έτσι, πάνω από την ιεραρχία των μονίμων υπαλλήλων δημιουργήθηκε ένα ευρύ στρώμα μετακλητών υπαλλήλων αποτελούμενο από τους γενικούς γραμματείς, οι οποίοι προΐσταντο όλων των υπηρεσιών του κάθε υπουργείου, τους ειδικούς γραμματείς, προϊσταμένους επιμέρους τομέων των υπουργείων, και τους ειδικούς συμβούλους και συνεργάτες των υπουργών και υφυπουργών και των οργάνων διοίκησης των ν.π.δ.δ. Όλοι αυτοί οι μετακλητοί υπάλληλοι ακολουθούσαν την τύχη των υπουργών ή υφυπουργών και επομένως παρέμεναν στις θέσεις τους για όσο χρονικό διάστημα ασκούσε τα καθήκοντά του ο πολιτικός τους προϊστάμενος. β. Η βαθμολογική διάρθρωση των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων με το ν. 1586/1986 1. Το νομοθετικό πλαίσιο για το νέο οργανωτικό σχήμα της δημόσιας διοίκησης συμπληρώθηκε με το ν. 1586/1986. Επί τη βάσει των ρυθμίσεων του νόμου αυτού το προσωπικό κατατάχθηκε σε πέντε κατηγορίες: α) ΥΕ για τους υπαλλήλους που διέθεταν απολυτήριο τίτλο υποχρεωτικής εκπαίδευσης, β) ΔΕ για αυτούς που ήταν κάτοχοι απολυτηρίου λυκείου ή άλλου ισότιμου τίτλου, γ) ΤΕ για τους πτυχιούχους ΤΕΙ, δ) ΠΕ για τους πτυχιούχους ΑΕΙ και ε) κατηγορία ειδικών θέσεων (ΕΘ) . Περαιτέρω προβλέφθηκαν τέσσερις συνολικά βαθμοί (Α', Β', Γ' και Δ') στους οποίους κατατάχθηκαν όλοι οι υπάλληλοι, ενώ ορίσθηκαν οι προϋποθέσεις και η διαδικασία βαθμολογικής τους εξέλιξης δια της προαγωγής . Εξάλλου, μετά την κατάργηση της οργανικής μονάδας επιπέδου Γενικής Διεύθυνσης οι οργανικές μονάδες που υπήρχαν ήταν η Διεύθυνση, το Τμήμα και το Αυτοτελές Γραφείο, οι προϊστάμενοι δε των μονάδων αυτών ορίζονταν με τριετή ανάθεση καθηκόντων μεταξύ των υπαλλήλων που διέθε-ταν τα προβλεπόμενα από το νόμο προσόντα και ήταν δυνατό να προέρχονται από τις κατηγορίες ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ. 2. Ο ν. 1586/1986 επέφερε σημαντικότατες αλλαγές στο σύστημα του 1951 και παρέμεινε σε ισχύ με διάφορες τρο-ποποιήσεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '90. Στις κύριες μεταβολές που εισήγαγε ο νέος νόμος εντάσσονται η δραστική μείωση της βαθμολογικής κλίμακας, το ενιαίο των θέσεων με συνέπεια οι προαγωγές στον επόμενο βαθμό να γίνονται με τη συμπλήρωση ορισμένου χρόνου χωρίς να απαιτείται η κένωση θέσεων, η αποδέσμευση καθηκόντων και βαθμού καθώς και η κατάληψη των θέσεων προϊσταμένων των οργανικών μονάδων για ορισμένο χρόνο με υπαλλήλους από περισσότερες κατηγορίες και όχι μόνον από την κατηγορία ΠΕ . 3. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ως συνταγματικό το νέο σύστημα βαθμολογικής διάρθρωσης και πλήρωσης των θέσεων των προϊσταμένων ορ-γανικών μονάδων. Συγκεκριμένα δέχθηκε ότι η επιλογή προϊσταμένων αποτελεί ανακλητή ανάθεση καθηκόντων και όχι βαθμολογική μεταβολή της κατάστασής τους (προαγωγή), εφόσον οι προϊστάμενοι υπάλληλοι μετά τη λήξη της θητείας τους επιστρέφουν στα καθήκοντα του βαθμού τους, η ρύθμιση δε αυτή δεν αντίκειται στο άρθρο 103 του Συντάγματος εφόσον δεν παραβιάζεται ο κανόνας της οργάνωσης και στελέχωσης της δημόσιας διοίκησης με μόνιμους υπαλλήλους. Εξάλλου δεν επιχειρείται υποβιβασμός των ήδη υπηρετούντων προϊσταμένων γιατί μετά την ένταξή τους στο νέο βαθμολογικό σχήμα αποσυνδέθηκαν από τα καθήκοντα που ασκούσαν προηγουμένως . Η νομολογία αυτή αποτελούσε συνέχεια των προηγούμενων αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις οποίες είχε κριθεί συνταγματικό το οικοδόμημα του ν. 1232/1982. 4. Με τα δεδομένα αυτά η δημόσια διοίκηση εισήλθε σε μια νέα εποχή, βασικό χαρακτηριστικό της οποίας ήταν η απουσία ανωτάτων μονίμων δημοσίων υπαλλήλων και η καθιέρωση κινητής ιεραρχίας σε επίπεδο προϊσταμένων οργανικών μονάδων . Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας για τις επιλογές προϊσταμένων διευθύνσεων επεξέτεινε τη νομολογία που είχε διαπλάσσει για τους ανώτατους δημοσίους υπαλλήλους, κατά την προηγούμενη περίοδο, και δέχθηκε ότι η διοίκηση έχει ευρεία ευχέρεια για την επιλογή των καταλληλοτέρων και δεν απαιτείται να αιτιολογεί ειδικά τις επιλογές της εκτός από την περίπτωση που ο παραλειφθείς υπερέχει σαφώς του προκριθέντος. Έτσι το ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο διέπλασσε την έννοια της σαφούς υπεροχής χωρίς να διευκρινίσει ποια είναι η διαφορά της έναντι της κατάδηλης υπεροχής ούτε και τους λόγους που το οδήγησαν να τη διαμορφώσει. Επισημαίνεται ότι ενώ το Δικαστήριο είχε τεκμηριώσει τη νομολογιακή του θέση περί κατάδηλης υπεροχής με αναφορά στη φύση των καθηκόντων των ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων, δεν προχώρησε στην παράθεση δικαιολογητικών λόγων για την επέκταση της νομολογίας αυτής και στις επιλογές προϊσταμένων κατώτερων οργανικών μονάδων. Ζ. Η επαναφορά των ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων: οι δύο παραλλαγές του συστήματος Από το 1990 αρχίζει μια μακρά περίοδος η οποία φθάνει έως τις ημέρες μας κατά την οποία ο νομοθέτης επαναφέρει το θεσμό των Γενικών Διευθυντών, ως ανώτατων υπαλλήλων, άλλοτε με ανακλητή ανάθεση καθηκόντων για ορισμένο χρονικό διάστημα και άλλοτε με βαθμολογική μεταβολή (προαγωγή), ενώ ταυτόχρονα διατηρεί το σώμα των μετακλητών υπαλλήλων που επικουρεί υπουργούς και υφυπουργούς και διαδραματίζει σοβαρό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων. Πρόκειται δηλαδή για την εποχή της «συγκατοίκησης» της ανώτατης μόνιμης δημοσιοϋπαλληλίας με τους μετακλητούς υπαλλήλους, ένα νέο οργανωτικό δημιούργημα το οποίο δεν φαίνεται να προέκυψε μετά από μια μελετημένη προσέγγιση των αναγκών της δημόσιας διοίκησης αλλά μάλλον παρέμεινε για την εξυπηρέτηση προσωπικών και κομματικών σκοπιμοτήτων. α. Η περίοδος 1990-1993: οι ρυθμίσεις του ν. 1892/1990 και του ν. 2085/1992 1. Την περίοδο αυτή την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας ανέλαβε το κόμ-μα της Νέας Δημοκρατίας. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θέλησε, σε πρώτη φάση, να επαναφέρει τον θεσμό των Γενικών Διευθυντών χωρίς να προβεί σε ριζική αναμόρφωση του βαθμολογικού συστήματος των δημοσίων υπαλλήλων του ν. 1586/1986. Έτσι, με το ν. 1892/1990 ορίσθηκε ότι συνιστώνται γενικές διευθύνσεις, ως μονάδες συντονισμού των κατώτερων οργανικών μονάδων, στις οποίες προΐστανται μόνιμοι υπάλληλοι οι οποίοι επιλέγονται από ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο και ασκούν καθήκοντα Γενικού Διευθυντή για μια τριετία με δυνατότητα ανανέωσης μέχρι δύο φορές . Με τις ρυθμίσεις αυτές ο νομοθέτης προέβη για πρώτη φορά στη νεότερη διοικητική ιστορία της χώρας σ' ένα συ-γκερασμό στοιχείων των συστημάτων του ΥΚ του 1951 και του ν. 1586/1986. Ειδικότερα, επανέφερε τους Γενικούς Διευθυντές στην κορυφή της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας και ταυτόχρονα προέβλεψε ότι οι επιλεγόμενοι παραμένουν στη θέση τους για ορισμένη θητεία (ανάθεση καθηκόντων), ενώ αρμόδιο όργανο επιλογής δεν είναι πλέον το υ-πουργικό συμβούλιο αλλά ένα ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο αποτελούμενο από δικαστές και καθηγητές ΑΕΙ. 2. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε, σε δεύτερη φάση, σε ριζική αναμόρφωση του βαθμολογικού συστήματος του ν. 1586/1986 εκδίδοντας το ν. 2085/1992 . Με τις διατάξεις του νόμου αυτού οι υπάλληλοι κατατάχθηκαν σε πέντε κατηγορίες, ήτοι ειδικών θέσεων (ΕΘ), πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (ΠΕ), τεχνολογικής εκπαίδευσης (ΤΕ), δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΔΕ) και υποχρεωτικής εκπαίδευσης (ΥΕ). Για κάθε κατηγορία προβλέφθηκε κλίμακα βαθμών η οποία για πρώτη φορά δεν ήταν αριθμητική αλλά παρέπεμπε σε θέσεις και καθήκοντα . Έτσι, για την κατηγορία ΠΕ προβλέφθηκαν οι βαθμοί του Γενικού Διευθυντή, Διευθυντή Α', Διευθυντή Β', Τμηματάρχη Α' κ.λ.π. Με το νέο σύστημα ο Γενικός Διευθυντής αποτελούσε τον ανώτατο βαθμό της υπαλληλικής ιεραρχίας, με συνέπεια οι προαγόμενοι να παραμένουν έως την με οποιονδήποτε τρόπο αποχώ-ρησή τους από την υπηρεσία. Αρμόδιο όργανο για την προαγωγή στο βαθμό αυτό ήταν το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο του ν. 1892/1990 . Το εν λόγω νομοθέτημα απηχούσε τις αντιλήψεις της κυβέρνησης που ήσαν εκ διαμέτρου αντίθετες από αυτές των προηγούμενων κυβερνήσεων και οδηγούσαν σε επαναφορά της βασικής φιλοσοφίας του ΥΚ του 1951. Οι αντιλήψεις του νομοθέτη αποτυπώθηκαν στην εισηγητική έκθεση όπου γίνεται αναφορά στα προβλήματα που γέννησε το σύστημα του ν. 1586/1986 και τονίζεται η ανάγκη για καθιέρωση πάγιας ιεραρχίας και σύνδεση των οργανικών βαθμών με τα καθήκοντα των υπαλλήλων. 3. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφήρμοσε τις μεταβολές αυτές του νομοθέτη, χωρίς να θέσει ζητήματα συνταγματικότητας, και περαιτέρω συνέχισε την ήδη γνωστή νομολογία του περί κατάδηλης υπεροχής. Έτσι, κρίθηκε ότι δεν απαιτείται η παράθεση ειδικής αιτιολογίας περί της προκρίσεως ορισμένου υποψηφίου έναντι άλλου διότι το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο, ως εκ της φύσεως των καθηκόντων που ασκούν οι Γενικοί Διευθυντές αλλά και της ανώτατης ιεραρχικής βαθμίδας στην οποία αυτοί ευρίσκονται, διαθέτει ευρύτατη διακρι-τική ευχέρεια κατά τη σχετική επιλογή του καταλληλότερου. Επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας δεν ακύρωσε καμιά πράξη επιλογής Γενικού Διευθυντή, κατ' εφαρμογή της νομολογίας περί κατάδηλης υπεροχής, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, ακολουθώντας έτσι στάση παραδοσιακής πλέον αυτοσυγκράτησης όχι μόνο σε επίπεδο συνταγ-ματικότητας των σχετικών ρυθμίσεων αλλά και σε επίπεδο επιλογής προσώ-πων . β. Η περίοδος 1994-2004: οι ρυθμίσεις  του ν. 2190/1994 και του Υπαλληλικού Κώδικα 1999 1. Κατά την περίοδο αυτή την εξουσία άσκησε το ΠΑ.Σ.Ο.Κ. το οποίο είχε προχωρήσει, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, στη ριζική μεταβολή της οργάνωσης της δημόσιας διοίκησης στις αρχές της δεκαετίας του '80. Λίγους μήνες μετά το διορισμό της πρώτης κυβέρνησης ΠΑ.Σ.Ο.Κ., υπό τον Α. Παπανδρέου, ψηφίστηκε ο ν. 2190/1994 ο οποίος έχει μείνει στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδος ως το νομοθέτημα που ίδρυσε το ΑΣΕΠ και καθιέρωσε αντικειμενικό σύστημα προσλήψεων στο δημόσιο τομέα . Στον ίδιο νόμο περιελήφθησαν διατάξεις με τις οποίες εισήχθη νέο βαθμολογικό σύστημα διάρθρωσης των θέσεων του δημοσίου και καταργήθηκε το σύστημα που είχε θεσπίσει μόλις δύο χρόνια νωρίτερα ο ν. 2085/1992. Το σύστημα αυτό προέβλεπε ότι οι θέσεις των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ, ΔΕ και ΥΕ κατατάσσονται σε πέντε συνολικά βαθμούς (Α', Β', Γ', Δ' και Ε') και οι θέσεις όλων των βαθμών είναι σε κάθε κατηγορία ενιαίες με συνέπεια η προαγωγή από βαθμό σε βαθμό να γίνεται ανεξαρτήτως κενών θέσεων με τη συμπλήρωση των τυπικών προϋποθέσεων και τη συγκέ-ντρωση των ουσιαστικών προσόντων των υπαλλήλων. Ως προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων τοποθετούνταν υπάλληλοι με βαθμό Α' των κατηγοριών ΠΕ, ΤΕ και ΔΕ, με τριετή θητεία, μεταξύ δε των οργανικών μονάδων περιλαμβανόταν και η Γενική Διεύθυνση. Έτσι, το νομοθέτημα αυτό διατήρησε τους Γενικούς Διευθυντές ως ανώτατους υπαλλήλους και προέβλεψε, όπως και ο ν. 2085/ 1992, ότι αρμόδιο όργανο επιλογής τους ήταν το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν δικαστές και κα-θηγητές ΑΕΙ . 2. Από τις διατάξεις του ν. 2190/1994 συνάγεται ότι το κόμμα το οποίο είχε αναλάβει την πρωτοβουλία κατάργησης των ανωτάτων υπαλλήλων κατά τη δεκαετία του '80, μετέβαλε στάση και διατήρησε την ανώτατη δημοσιοϋπαλληλία που είχε επαναφέρει το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, προβλέποντας όμως ότι η κατάληψη των θέσεων των Γενικών Διευθυντών δεν γίνεται με βαθμολογική μεταβολή (προαγωγή) αλλά με περιορισμένη χρονικά ανάθεση καθηκόντων δεδομένου ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν αποτελούσε βαθμό αλλά θέση. 3. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφήρμοσε, ως συνταγματικές, τις νέες ρυθμίσεις και συνέχισε αταλάντευτα την πάγια νομολογία περί κατάδηλης υπεροχής τονίζοντας την ευρεία διακριτική ευχέρεια του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου λόγω της φύσης των καθηκόντων των Γενικών Διευθυντών και της ιδιότητάς τους ως ανωτάτων υπαλλήλων. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο δεν ακύρωσε καμιά από τις επιλογές Γενικών Διευθυντών κατ' εφαρμογή του κριτηρίου της κατάδηλης υπεροχής του παραλειφθέντος έναντι του προκριθέντος, δείχνοντας έτσι να ακολουθεί τη στάση αυτοσυγκράτησης των προηγούμενων περιόδων τόσο σε επίπεδο ελέγχου συνταγματικότητας όσο και σε επίπεδο επιλογής προσώπων. Το Δικαστήριο συνέχισε παράλληλα τη νομολογία περί σαφούς υπεροχής για τις επιλογές προϊσταμένων διευθύνσεων χωρίς και πάλι να εξηγήσει τους λόγους που διαμόρφωσε θέσεις παραπλήσιες με αυτές τις οποίες είχε διαπλάσσει για τους ανώτατους υπαλλή-λους . 4. Η βαθμολογική  διάρθρωση  του ν. 2190/1994 δεν ευτύχησε να μείνει σε ισχύ περισσότερο από πέντε χρόνια δεδομένου ότι εκδόθηκε ο ν. 2683/1999 που αποτέλεσε το νέο ΥΚ . Ο νέος κώδικας καθιέρωσε μικτό σύστημα βαθμολογίου σύμφωνα με το οποίο οι βαθμοί ήσαν επτά, εκ των οποίων οι πέντε προσδιορίζονταν αλφαβητικά (Α', Β', Γ', Δ' και Ε') και οι δύο παρέπεμπαν σε θέσεις προϊσταμένων οργανικών μονάδων (Γενικού Διευθυντή, Διευθυντή) . Έτσι, οι προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων, ως ανώτατοι υπάλληλοι, καταλάμβαναν τις θέσεις αυτές με προαγωγή και παρέμεναν έως την αποχώρησή τους από την υπηρεσία. Αρμόδιο όργανο για τη διενέργεια των προαγωγών αυτών ήταν το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο. Στον ΥΚ περιελήφθη για πρώτη φορά διάταξη σύμφωνα με την οποία αιτιολογία απαιτείται μόνον σε περίπτωση κατάδηλης υπεροχής υποψηφίου που παραλείπεται, η οποία στην ουσία αποτύπωνε την μέχρι τότε νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας και ίσχυε για τις επιλογές προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων . Είναι αξιοσημείωτο ότι με προαγωγή καλύπτονταν και οι θέσεις των Διευθυντών, ενώ η επι-λογή των προϊσταμένων των κατώτερων οργανικών μονάδων γινόταν με ανάθε-ση καθηκόντων για μια τριετία. 5. Ο ΥΚ του 1999, που θεσπίστηκε επί κυβερνήσεως ΠΑ.Σ.Ο.Κ., επιχείρησε να συνδυάσει στοιχεία περισσοτέρων συστημάτων και να διαμορφώσει ιεραρχία σταθερή ως προς τις ανώτερες βαθμίδες και κινητή ως προς τις κατώτερες οργα-νικές μονάδες. Πρέπει εδώ να επιση-μανθεί ότι η νομοθετική πολιτική που εφήρμοσαν τα δύο κόμματα κατά τη δεκαετία του '90 είχε ένα κοινό σημείο: αμέσως μετά την ανάληψη της εξουσίας η κυβέρνηση κάθε κόμματος νομοθετούσε τη λήξη της θητείας των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων που είχαν επιλεγεί κατά το παρελθόν, προέβλεπε την επιλογή προϊσταμένων με ανάθεση καθηκόντων και σε επόμενη φάση, αφού είχε διανύσει ένα μέρος της θητείας της και είχε κάνει τις δικές της επιλογές προσώπων, ψήφιζε νέο νομοθέτημα που όριζε ότι οι θέσεις των ανωτάτων υπαλλήλων καλύπτονται με προαγωγή. 6. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφήρμοσε τις σχετικές διατάξεις του ΥΚ θεωρώντας ότι είναι συνταγματικές. Αυτή τη φορά προβλήθηκαν αιτιάσεις ως προς τη συνταγματικότητα της ρύθμισης του ΥΚ που προέβλεπε ότι δεν απαιτείται αιτιολογία παρά μόνον σε περίπτωση κατάδηλης υπεροχής, οι οποίες απορρίφθηκαν με τη σκέψη ότι οι Γενικοί Διευθυντές είναι ανώτατοι υπάλληλοι και ότι από τη φύση των καθηκόντων τους και τη θέση τους στην ιεραρχία επιβάλλεται όπως το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια κατά την επιλογή των καταλληλοτέρων. Έτσι, συνεχίσθηκε η νομολογία περί κατάδηλης υπεροχής  η οποία όμως, και κατά την περίοδο αυτή, δεν είχε ως πρακτικό αποτέλεσμα την ακύρωση κάποιας επιλογής Γενικού Διευθυντή. Με τα δεδομένα αυτά είναι σαφές ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας ακολούθησε σταθερά την παράδοση που είχε διαμορφωθεί ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '50, δείχνοντας και πάλι αυτοσυγκράτηση. γ. Η περίοδος 2004-2008: οι ρυθμίσεις  του ν. 3260/2004 και του Υπαλληλικού Κώδικα 2007 1. Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αναδείχθηκε από τις εκλογές του Μαρτίου 2004, συνέχισε την τακτική των κυβερνήσεων που άσκησαν εξουσία από το 1990 και μετέπειτα, προχωρώντας σε μεταβολή  του  βαθμολογίου των  δημοσίων  υπαλλήλων,  με  το ν. 3260/2004 , το οποίο είχε μόλις πριν από πέντε χρόνια θεσπιστεί με τον ΥΚ του 1999. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι ο νόμος αυτός δεν προέβη, όπως θα ανέμενε κανείς, σε ευθεία τροποποίηση του ν. 2683/1999, κατά το μέρος που ρύθμιζε βαθμολόγιο και προαγωγές, αλλά επανέφερε σε ισχύ με τροποποιήσεις το ν. 2190/1994 τον οποίο, όπως έχει αναφερθεί, είχε θεσπίσει κυβέρνηση του ΠΑ.Σ.Ο.Κ. Το νέο νομοθέτημα προέβλε-πε πέντε βαθμούς (Α', Β', Γ', Δ' και Ε') για όλες τις κατηγορίες των υπαλλήλων και περαιτέρω όριζε ότι οι προϊστάμενοι όλων των οργανικών μονάδων, μεταξύ των οποίων και οι προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων, ασκούν καθήκοντα για τρία έτη. Αρμόδιο όργανο επιλογής των προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων ορίσθηκε το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο στο οποίο συμμετείχαν συνταξιούχοι δικαστές, καθηγητές ΑΕΙ, δικηγόροι και ανώτατοι υπάλληλοι. Επισημαίνεται ότι κατά τα λοιπά εξακολούθησε να ισχύει ο ΥΚ του 1999. Με το ν. 3260/2004 προβλέφθηκε ακόμα ότι λήγει η θητεία όλων των προϊσταμένων των οργανικών μονάδων, μεταξύ των οποίων και των Γενικών Διευθυντών που είχαν προαχθεί στο βαθμό αυτό υπό τον Υ.Κ. του 1999, και έτσι άνοιξε ο δρόμος για νέες επιλογές προσώπων. 2. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας τέθηκε το ζήτημα της συνταγματικότητας της διάταξης του ΥΚ του 1999 περί μη υποχρέωσης αιτιολογίας παρά μόνον σε περίπτωση κατάδηλης υπεροχής που εξακολούθησε  να  ισχύει  και  μετά  το ν. 3260/2004. Με οριακή πλειοψηφία το Γ' τμήμα υπό μείζονα σύνθεση δέχθηκε ότι είναι συνταγματική η σχετική διάταξη λόγω της ιδιότητας του προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης ως άμεσου συνεργάτη του οικείου υπουργού και της φύσης των καθηκόντων του ανωτάτου αυτού υπαλλήλου, τα στοιχεία δε αυτά επιβάλλουν ευρεία διακριτική ευχέρεια στο ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο. Παρατηρείται πάντως ότι το Δικαστήριο προ-χώρησε σε επιμέρους αλλαγές της μέχρι τότε νομολογίας, οι οποίες συνίστανται στα εξής σημεία: α) στην απόφαση του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου ή στην ενώπιον αυτού εισήγηση πρέπει να πα-ρατίθενται, ενόψει των συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της ισότητας και της αξιοκρατίας και ειδικότερα της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρα 4 § 1 και 4, 5 § 1 Συντ.), της διαφάνειας (άρθρο 103 § 7 Συντ.) που, κατά την έννοιά της καταλαμβάνει όχι μόνο τη διαδικασία εισόδου στο υπαλληλικό σώμα αλλά και τις διαδικασίες εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων, και του κοινωνικού κράτους δικαίου (25 § 1 Συντ.), τα στοιχεία εκείνα του προσωπικού μητρώου και του βιογραφικού σημειώματος των υποψηφίων τα οποία είναι αναγκαία για τη διαμόρφωση της κρίσης του, β) ενόψει των διατάξεων του ν. 3260/ 2004 με τις οποίες ορίζονται τα κριτήρια εκείνα που εκτιμώνται ιδιαιτέρως από το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο και τα οποία αφορούν την άρτια επαγγελματική κα-τάρτιση, τις επιστημονικές γνώσεις και τις επιμέρους διοικητικές ικανότητες, κατάδηλη υπεροχή του παραλειφθέντος έναντι του προκριθέντος μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνο σε σχέση με ορισμένο ή ορισμένα από τα ανωτέρω κριτήρια, γ) σε περίπτωση κατά την οποία ο ακυρωτικός δικαστής κρίνει ότι υφίσταται κατάδηλη υπεροχή του παραλειφθέντος έναντι του προκριθέντος και αναπέμψει την υπόθεση στη διοίκηση για να παραθέσει ειδική αιτιολογία, το ειδικό υπηρεσιακό συμβούλιο αποτύχει και πάλι να αιτιολογήσει νομίμως την παράλειψη αυτή για δεύτερη φορά, τότε συντρέχει υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας και η διοίκηση υποχρεούται να επιλέξει και στη συνέχεια να τοποθετήσει τον παραλειφθέντα ως προϊστάμενο Γενικής Διεύθυνσης . 3. Αυτή την περίοδο παρατηρούνται δύο ακόμη σημαντικά στοιχεία στη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρα-τείας: α) η παραπομπή στην Ολομέλεια του ζητήματος της συνέντευξης κατά την επιλογή των προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων. Κατά την ομόφωνη γνώμη του Γ' τμήματος επιβάλλεται η σύνταξη ιδιαίτερου πρακτικού συνέντευξης στο οποίο πρέπει να καταγράφεται συνοπτικά το περιεχόμενό της και να εκφέρεται εξατομικευμένη κρίση για τους υποψήφιους ενόψει συγκεκριμένων συνταγματικών αρχών και διατάξεων , και β) η ακύρωση επιλογής Γενικού Διευθυντή κατ' εφαρμογή των κριτηρίων περί κατάδηλης υπεροχής που έθεσε το Γ' τμήμα υπό μείζονα σύνθεση με την ανωτέρω απόφασή του. 4. Το ν. 3260/2004 και τις επιλογές προϊσταμένων των οργανικών μονάδων που έγιναν υπό την ισχύ του, ακολού-θησε η ψήφιση του νέου ΥΚ (ν. 3528/ 2007) . Το νομοθέτημα αυτό προβλέπει ότι οι βαθμοί είναι πέντε (Α', Β', Γ', Δ' και Ε') και περαιτέρω ορίζει ότι οι προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων, μεταξύ των οποίων και οι προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων, ασκούν καθήκοντα για τρία έτη (ανάθεση καθηκόντων). Η καινοτομία του ΥΚ του 2007 είναι η μοριοδότηση των επιμέρους προσόντων των υποψηφίων προϊσταμένων, ενώ προβλέπεται συνέντευξη ενώπιον του ειδικού υπηρεσιακού συμβουλίου, για τους προϊσταμένους των Γενικών Διευθύνσεων, η οποία δίδει στον υποψήφιο από 100 έως 450 μόρια. Η. Κριτική αποτίμηση των νομοθετικών μεταβολών και της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1. Από την παρουσίαση που προηγήθηκε, είναι φανερό ότι στο διάστημα έξι περίπου δεκαετιών, από τις αρχές της δεκαετίας του '50 έως τις ημέρες μας, ο νομοθέτης προχώρησε σε αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των διατάξεων περί βαθμολογικής διάρθρωσης, προαγωγών και ιεραρχίας των δημοσίων υπαλλήλων. Για λόγους συστηματικούς θα μπορούσε κανείς να διακρίνει τρεις περιόδους σ' αυτή την εξηκονταετία, με κριτήριο τη βασική αντίληψη του νομοθέτη κατά την διαμόρφωση των σχετικών ρυθμίσεων . 2. Η πρώτη περίοδος αρχίζει το 1951 και κλείνει το 1981, φέρει δε τη σφραγίδα των επιλογών του ΥΚ του 1951. Οι δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις της περιόδου αυτής προέκριναν ως βασικό στοιχείο του οργανωτικού σχήματος της δημόσιας διοίκησης την ύπαρξη σταθερής ιεραρχίας των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, στην κορυφή της οποίας βρίσκονταν ανώτατοι υπάλληλοι που καταλάμβαναν με προαγωγή τις θέσεις του Γενικού Διευθυντή και του Αναπληρωτή Γενικού Διευθυντή. Οι θέσεις αυτές ήταν, συγκριτικά με τη σημε-ρινή κατάσταση, λίγες και οι υπάλληλοι προάγονταν με απόφαση του υπουργι-κού συμβουλίου, στοιχείο που υποδήλωνε τη σχέση εμπιστοσύνης της πολιτικής ηγεσίας με την ανώτατη δημοσιοϋπαλληλία λαμβανομένου μάλιστα υπόψη ότι την εποχή εκείνη δεν υφίστατο ευρύ στρώμα μετακλητών υπαλλήλων που να επικουρεί υπουργούς, υφυπουργούς και όργανα διοίκησης των ν.π.δ.δ. Κατά τα λοιπά υπήρχε σταθερή ιεραρχία των μονίμων υπαλλήλων που εξελίσσονταν δια προαγωγής σε μια μάλλον μεγάλη βαθμολογική κλίμακα, ενώ τα καθήκοντά τους συνδέονταν με την κατοχή των συγκεκριμένων βαθμών στους οποίους προάγονταν. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, με εξαίρεση την περίπτωση της μεταβολής που επιχείρησε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, εφήρμοσε το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο χωρίς να θέσει ζητήματα συνταγματικότητας δεδομένου άλλωστε ότι το Σύνταγμα παρείχε ευρύτατα περιθώρια στον κοινό νομοθέτη για την επιλογή του κατάλληλου οργανωτικού σχήματος της δημόσιας διοίκησης. Κατά την περίοδο αυτή το Συμβούλιο της Επικρατείας διαμόρφωσε τη νομολογία περί κατάδηλης υπεροχής η οποία φανέρωνε την πρόθεση του ανωτάτου δικαστηρίου να αφήσει ευρύτατα περιθώρια επιλογής στο υπουργικό συμβούλιο σε επίπεδο προσώπων. Είναι αξιοσημείωτο ότι ελάχιστες είναι οι περιπτώσεις ακύρωσης προαγωγής Γενικού Διευθυντή κατ' εφαρμογή της νομολογίας περί κατάδηλης υπεροχής, γεγονός που υποδηλώνει την απροθυμία του Δικαστηρίου να ασκήσει με εντατικό τρόπο τον έστω περιορισμένο έλεγχο που το ίδιο είχε νομολογήσει. Αυτή η συγκρατημένη στάση του Δικαστηρίου, κατά την εξεταζόμενη περίοδο, θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι ο νομοθέτης, παρά τις επιμέρους μεταβολές που κατά καιρούς επιχειρούσε, είχε συγκροτήσει ένα κεντρικό άξονα επί του οποίου οικοδομούσε την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης. Βασικό συστατικό της οργανωτικής διάρθρωσης της δημόσιας διοίκησης αποτελούσε η συγκρότηση ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας επί σταθερής ιεραρχίας των μονίμων υπαλλήλων και η στελέχωσή της με πρόσωπα της εμπιστοσύνης της πολιτικής ηγεσίας που επιλέγονταν από το υπουργικό συμβούλιο. Ήταν μια επιλογή εντός των ορίων του Συντάγματος και έδειχνε να αποσκοπεί στην ορθολογική οργάνωση της δημόσιας διοίκησης. 2. Η δεύτερη περίοδος αρχίζει το 1982 ολοκληρώνεται το 1990 και χαρακτηρίζεται από μια εκ διαμέτρου διαφορετική αντίληψη για την οργάνωση της διοίκησης τα βασικά συστατικά της οποίας ήταν: α) η κατάργηση της ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας από την ιεραρχία των μονίμων υπαλλήλων, β) η δημιουργία ενός σώματος μετακλητών υπαλλήλων που περιέβαλαν τους υπουργούς, τους υφυπουργούς και τα όργανα διοίκησης των λοιπών υπηρεσιών και ασκούσαν σημαντικά καθήκοντα, γ) ο περιορισμός της βαθμολογικής κλίμακας, και δ) η καθιέρωση κινητής ιεραρχίας στην πυραμίδα των μονίμων υπαλλήλων με βασικό στοιχείο τη χρονικώς περιορισμένη ανάθεση καθηκόντων προϊσταμένων οργανικών μονάδων που επιλέγονταν από μια ευρύτατη δεξαμενή υπαλλήλων που κατείχαν τον Α' βαθμό. Το Συμβούλιο της Επικρατείας με σειρά αποφάσεων, τόσο της Ολομέλειας όσο και του Γ' Τμήματος, έκρινε ως συνταγματικές τις νομοθετικές αυτές μεταβολές που εισήγαγαν ένα διαφορετικό πρότυπο διοικητικής οργάνωσης. Η στάση αυτή του ανωτάτου δικαστηρίου οφείλεται στα ευρύτατα περιθώρια που παρέχει το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη κατά την επιλογή του οργανωτικού σχήματος της διοίκησης. Εξάλλου, η κατάργηση της ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας είχε ως περαιτέρω συνέπεια να μη συνεχισθεί κατά την περίοδο αυτή η νομολογία περί κατάδηλης υπεροχής. 3. Η τρίτη περίοδος έχει ως αφετηρία το 1990 φθάνει έως τις ημέρες μας και διακρίνεται απ' το ότι οι κυβερνήσεις που άσκησαν διαδοχικά την εξουσία προχώρησαν συνολικά έξι φορές στο διάστημα μιας δεκαεπταετίας σε μεταβολές του βαθμολογίου και της προαγωγικής εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων. Δηλαδή το υπαλληλικό σώμα και εν γένει η δημόσια διοίκηση υφίσταται ανά τριετία, κατά μέσο όρο, τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες του νομοθέτη. Δύο φορές ο νομοθέτης επέλεξε να καταρτίσει υπαλληλικό κώδικα και να εντάξει τις ρυθμίσεις για το βαθμολόγιο και την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων σ' αυτά τα νομοθετήματα που ρύθμιζαν (1999) και ρυθμίζουν (2007) όλο το σύστημα της δημοσιοϋπαλληλίας. Τις υπόλοιπες τέσσερις φορές (1990, 1992, 1994, 2004) το βαθμολόγιο και η επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων αποτέλεσαν αποσπασματικές επιλογές του νομοθέτη χωρίς μεταβολή του συνόλου του υπαλληλικού κώδικα. Το νομοθετικό πλαίσιο αυτής της περιόδου δεν υιοθετεί πιστά κάποιο από τα οργανωτικά σχήματα που εμφανίσθηκαν κατά τις δύο προηγούμενες περιόδους, αλλά στηρίζεται σε ανάμιξη στοιχείων που εμφανίσθηκαν στο παρελθόν και τα οποία εναλλάσσονται σε κάθε πρωτοβουλία του νομοθέτη. Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει πάντως δύο αμετάβλητα δεδομένα των διαδοχικών νομοθετικών αλλαγών. Το πρώτο είναι ότι το σώμα των μετακλητών υπαλλήλων που εμφανίσθηκε στη δημόσια διοίκηση κατά τη δεκαετία του '80, υπό την μορφή συμβούλων και συνεργατών των ανωτάτων πολιτικών στελεχών, και διαδραματίζει έκτοτε σημαντικό ρόλο στη λήψη των αποφάσεων, διατηρήθηκε ανέπαφο. Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο νομοθέτης θέτει ως σταθερή συνιστώσα του συστήματος την ύπαρξη ανώτατης δημοσιοϋπαλληλίας, προερχόμενης από τους μονίμους υπαλλήλους, με την πάγια πλέον καθιέρωση των Γενικών Διευθυντών στα  υπουργεία, τα ν.π.δ.δ. και τις λοιπές αποκεντρωμένες υπηρεσίες. Αν εξαιρέσει κανείς τα δύο ως άνω κοινά χαρακτηριστικά ο νομοθέτης κατά τα λοιπά ταλαντευόταν μεταξύ κινη-τής και σταθερής ιεραρχίας. Ειδικότερα, άλλοτε επέλεγε οι προϊστάμενοι οργανικών μονάδων να ασκούν καθήκοντα κατόπιν προαγωγής (1992), άλλοτε προ-έκρινε οι προϊστάμενοι να ασκούν κα-θήκοντα για ορισμένη θητεία, δηλαδή ανάθεση καθηκόντων, (1990, 1994, 2004, 2007) και άλλοτε υιοθετούσε μικτό σύστημα, δηλαδή για προϊσταμένους ορι-σμένης οργανικής μονάδας να ισχύει η προαγωγή και για τους προϊσταμένους των λοιπών μονάδων η ανάθεση καθηκόντων (1999). Διαφορές επίσης εντοπίζονται στην έκταση της βαθμολογικής κλίμακας η οποία άλλοτε ήταν μεγάλης έκτασης θυμίζοντας την περίοδο του Υπαλληλικού Κώδικα του 1951 (1992) και άλλοτε μικρής έκτασης όπως αυτή που είχε καθιερωθεί από το ν. 1586/1986. Ειδικά για τους ανώτατους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή τους προϊσταμένους των Γενικών Διευθύνσεων που αποτελεί την μεγαλύτερη οργανική μονάδα, ο νομοθέτης κινήθηκε επί τη βάσει δύο παραλλαγών: σύμφωνα με την πρώτη παραλλαγή ο προϊστάμενος Γενικής Διεύθυνσης ασκεί καθήκοντα για ορισμένη χρονική περίοδο και στη συνέχεια επανέρχεται στη θέση του (ανάθεση καθηκόντων), ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη ο Γενικός Διευθυντής αποτελεί βαθμό τον οποίο ο υπάλληλος καταλαμβάνει κατόπιν προαγωγής η οποία συνιστά βαθμολογική μεταβολή που συνοδεύει τον υπάλληλο έως το τέλος της σταδιοδρομίας του. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο νομοθέτης προχωρούσε σ' αυτές τις δραστικές αλλαγές στο σώμα των δημοσίων υπαλλήλων χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση των επι-λογών του και ορισμένες φορές χωρίς καμιά απολύτως εξήγηση. Έτσι, οι σχετικές ρυθμίσεις του ν. 2190/1994 δεν συ-νοδεύονταν από εισηγητική έκθεση αλλά κατατέθηκαν ως προσθήκη στο νομοσχέδιο για το ΑΣΕΠ ενώ οι ρυθμίσεις του ν. 3260/2004 συνοδεύονταν από μια εισηγητική έκθεση που απλώς αναφέρει ότι επαναφέρει σε ισχύ το καθεστώς του ν. 2190/1994. Από την άλλη οι εισηγητι-κές εκθέσεις που συνόδευαν το ν. 2085/ 1992 και τους δύο Υπαλληλικούς Κώδικες (ν. 2683/1999 και ν. 3528/2007) περιέχουν μεγάλες θεωρητικές αναπτύξεις στις οποίες περιλαμβάνονται οι γνωστές διαπιστώσεις για τα ελλείμματα και τις ελλείψεις της δημόσιας διοίκησης, ενώ ειδικά στην έκθεση για τον Υπαλληλικό Κώδικα του 1999 υπάρχουν γενικόλογες αναφορές σε επιστημονικά και συγκριτικά δεδομένα. Με την ίδια δηλαδή κατά βάση γενική επιχειρηματολογία επι-χειρείται η δικαιολόγηση διαφορετικών επιλογών στο ζήτημα του βαθμολογίου και ειδικά στον τρόπο ανάδειξης των ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων. Και είναι απορίας άξιο ότι αυτές οι διαφορε-τικές επιλογές για να αντιμετωπισθούν τα ίδια παθολογικά συμπτώματα της διοίκησης, θεσπίζονται με τη μεσολάβηση σχετικά σύντομων χρονικών διαστημάτων (από το 1992 έως το 1999 μεσολα-βούν μόλις επτά έτη και από το 1999 έως το 2007 οκτώ έτη), οπότε δεν νοείται με-ταβολή - τουλάχιστον σοβαρή - των επιστημονικών και συγκριτικών δεδομένων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας καθ' όλη αυτή την περίοδο που διέρρευσε με τις αλλεπάλληλες νομοθετικές μεταβολές δεν έθεσε ζήτημα συνταγματικότητας του οργανωτικού σχήματος που ο νομοθέτης επέλεγε κάθε φορά. Η στάση αυτή μόνον εκ πρώτης όψεως φαίνεται δικαιολογημένη. Το Σύνταγμα παρέχει ευρύτατα περιθώρια επιλογής του κατάλληλου οργανωτικού σχήματος για τη δημόσια διοίκηση και επομένως ο κοινός νομοθέτης μπορεί να κινηθεί με άνεση μεταβάλλοντας τις επιλογές του. Όμως η περίοδος αυτή παρουσιάζει μια σοβαρή διαφορά έναντι των προηγούμενων περιόδων. Ενώ στις προηγούμενες ο νομοθέτης είχε ως γνώμονα ένα συγκεκριμένο οργανωτικό πρότυπο το οποίο σε γενικές γραμμές το ακολουθούσε, στην εξεταζόμενη περίοδο ακροβατούσε μεταξύ περισσοτέρων σχημάτων τα οποία μετέβαλε, μερικότερα ή ριζικότερα, μέσα σε σύντομα χρονικά διαστήματα με συνέπεια να επέρχονται διαρκείς αναστατώσεις στην οργάνωση και λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Στο επίκεντρο δε αυτών των διαδοχικών μεταβολών βρισκόταν μόνιμα το ζήτημα της σταθε-ρής ή κινητής ιεραρχίας ιδίως στο επί-πεδο των προϊσταμένων Γενικών Διευ-θύνσεων. Το ανώτατο διοικητικό δικαστήριο της χώρας θα έπρεπε να εξετάσει αυτεπαγγέλτως, ήδη από τα μέσα της δεκαε-τίας του '90, τη συνταγματικότητα των σχετικών ρυθμίσεων απαιτώντας από τον κοινό νομοθέτη να τεκμηριώνει τις επιλογές του κυρίως στο κρίσιμο πεδίο της σταθερής ή κινητής ιεραρχίας. Είναι κοινός τόπος ότι ο ακυρωτικός έλεγχος είναι οριακός και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να φθάσει έως τα κίνητρα από τα οποία ορμήθηκε ο νομοθέτης για να θεσπίσει συγκεκριμένα σχήματα ή να διερευνήσει τη σκοπιμότητα των κάθε φορά επιλεγόμενων ρυθμίσεων. Όμως ο ακυρωτικός δικαστής έχει τη δυνατότητα να ελέγχει τις επεμβάσεις που επιχειρεί ο κοινός νομοθέτης στις δομές των διοικητικών υπηρεσιών και στην οργάνωση του υπαλληλικού σώματος επί τη βάσει των συνταγματικών διατάξεων περί συγκροτήσεως και αποστολής της κυβέρνησης (άρθρο 81 επ.), περί οργα-νώσεως της διοίκησης (άρθρο 101) και υπηρεσιακής κατάστασης των οργάνων της διοίκησης (άρθρο 103 επ.) που επι-βάλλουν όπως η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης είναι ορθολογική στηριζόμενη στις αρχές και τα πορίσματα της διοικητικής επιστήμης. Με τα δεδομένα αυτά οι επιχειρούμενες μεταβολές στη βαθμολογική διάρθρωση και στην μορφή της ιεραρχίας πρέπει να είναι προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης η οποία να στηρίζεται στις αρχές της διοικητικής επιστήμης κατά τρόπο που να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές, διαρκείς και αποτελεσματικές και όχι περιστασιακές, αποσπασματικές και εξυπηρετικές άλλων σκοπών μη σχετιζομένων με τις απορρέουσες από το Σύνταγμα αρχές ( βλ. στην υποσημείωση 14 τα πρακτικά επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας και την απόφαση της Ολομέλειας σε συμβούλιο). Η ανάγκη δε για εμπεριστατωμένη μελέτη των αλλαγών που προκρίνει ο νομοθέτης καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική όταν επιχειρούνται διαδοχικές μεταβολές σε σύντομα χρονικά διαστήματα μέσα στα οποία δεν καθίσταται δυνατή, κατά τα δεδομένα της κοινής πείρας, η πραγματική δοκιμασία τους και η εξαωγή σοβαρών συμπερασμάτων. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι δεν αρκούν οι γενικόλογες εξαγγελίες και αναφορές των εισηγητικών εκθέσεων, που συνοδεύουν τα σχετικά νομοθετήματα, για να δικαιολογηθούν οι επιλογές του νομοθέτη, αλλά θα πρέπει η τεκμηρίωση να βασίζεται σε μελέτες που να έχουν συνταχθεί επί τη βάσει των αρχών και των πορισμάτων της διοικητικής επιστήμης, σε ειδικές αναφορές στη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και σε ανάλυση συγκριτικών παραδειγμάτων. Αυτή την μορφή ελέγχου συνταγματικότητας των ρυθμίσεων, δεν υιοθέτησε ο ακυρωτικός δικαστής κατά την περίοδο 1990-2007 με συνέπεια ο νομοθέτης να μεταβάλλει διαρκώς τα σχήματα της ιεραρχίας χωρίς εμπεριστατωμένη τεκμηρίωση και η διοίκηση να οδηγείται σε διαρκείς αλλαγές προσώπων ιδίως στην κορυφή της ιεραρχίας των μονίμων υπαλλήλων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας κατά την περίοδο αυτή του «νομοθετικού» ακτιβισμού στο πεδίο της ιεραρχίας των δημοσίων υπαλλήλων όχι μόνο δεν έθεσε ζήτημα συνταγματικότητας, υπό την εκδοχή που προεκτέθηκε, αλλά ταυτό-χρονα έδειξε εξαιρετικά μεγάλη φειδώ στην εφαρμογή του κριτηρίου της κατά-δηλης υπεροχής που το ίδιο είχε δια-πλάσει ήδη από τη δεκαετία του '60. Έ-τσι, αν εξαιρέσει κανείς μια μόνον περί-πτωση (ΣτΕ 1070/2008) ουδεμία επιλογή γενικού διευθυντή ακυρώθηκε κατά την εξεταζόμενη περίοδο. Η νομολογιακή κατασκευή της κατάδηλης υπεροχής ήταν ίσως δικαιολογημένη στην περίοδο υπό τον Υπαλληλικό Κώδικα του 1951 γιατί ο αριθμός των ανωτάτων υπαλλήλων ήταν περιορισμένος, η επιλογή γινόταν από ένα κατεξοχήν πολιτικό όργανο (υπουργικό συμβούλιο) και δεν υπήρχε το σώμα των μετακλητών υπαλλήλων που στις ημέρες μας απολαμβάνει κατά κύριο λόγο την εμπιστοσύνη των πολιτικών προϊσταμένων. Σήμερα όμως τα πράγματα είναι εντελώς διαφο-ρετικά και είναι αμφίβολο αν μπορεί να δικαιολογηθεί αυτή η εξαίρεση από την υποχρέωση αιτιολογίας η οποία επιτρέ-πει στη διοίκηση να επιλέγει τους, κατά την κρίση της, καταλληλότερους, χωρίς να καταγράφει την εκτίμηση και αξιολόγησή της παρά μόνον σε περίπτωση κατάδηλης υπεροχής του παραλειφθέντος έναντι του προκριθέντος. Και είναι μεν αληθές ότι η ευρωπαϊκή εμπειρία δείχνει ότι για την επιλογή των ανωτάων υπαλλήλων δεν απαιτείται ειδική αιτιολόγηση , όμως το γενικότερο θεσμικό πλαίσιο και η παράδοση της δημόσιας διοίκησης στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη δεν βοηθούν για την εξαγωγή συμπερασμάτων που να έχουν άνευ άλλου εφαρμογή και στη χώρα μας η οποία δεν διαθέτει το ίδιο επίπεδο δημό-σιας διοίκησης και λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως μάλιστα οι κυβερνήσεις που άσκησαν κατά καιρούς την εξουσία καθώς και τα πολιτικά κόμματα που τις στήριξαν, επιδίωξαν και επιδιώκουν να παρεμβαίνουν στις δομές και τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Ανεξαρτήτως των ανωτέρω ενστάσεων ως προς τη συνέχιση της νομολογίας περί κατάδηλης υπεροχής, το Συμβούλιο της Επικρατείας, κατά τα προαναφερθέντα, δεν την αξιοποίησε προκειμένου να ελέγξει, από αυτήν πλέον την άποψη, τις επιλογές προσώπων στις θέσεις των προϊσταμένων των Γενικών Διευθύνσεων, λαμβανομένου υπόψη ότι οι συχνές αλλαγές του νομοθετικού πλαισίου δημιουργούσαν την εντύπωση ότι η εκάστοτε κυβέρνηση επιδίωκε μάλλον την αντικατάσταση των προσώπων, που είχαν επιλεγεί κατά την περίοδο άσκησης της εξουσίας από το αντίπαλο πολιτικό κόμμα, παρά την ορθολογική οργανωτική αναδιάρθρωση. 4. Από την παρουσίαση που προηγήθηκε, είναι φανερό ότι η ελληνική πολιτεία δεν μπόρεσε να θεσπίσει σταθερό και διαρκές οργανωτικό σχήμα ιεραρχίας της μόνιμης δημοσιοϋπαλληλίας, έτσι ώστε να προκύψει ένα σοβαρό και έ-μπειρο σώμα ανωτάτων δημοσίων υπαλλήλων με μακρά θητεία σε θέσεις ευ-θύνης. Ο νομοθέτης κινήθηκε πολλές φορές αποσπασματικά δείχνοντας να ενδιαφέρεται περισσότερο για την ικανοποίηση σκοπιμοτήτων σε επίπεδο προσωπικών επιλογών παρά για την ορθολογική οργάνωση της δημοσιοϋπαλληλίας σε βάθος χρόνου και με προοπτική την παγίωση ενός αποτελεσματικού σχήματος. Οι αποσπασματικές και ευκαιριακές νομοθετικές επεμβάσεις σημειώθηκαν κυρίως μετά το 1990 με δυ-σμενείς οπωσδήποτε συνέπειες για τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Απέναντι σ' αυτή την ατελείωτη σειρά των νομοθετικών μεταβολών ο ακυρωτικός δικαστής, και ιδίως το Συμβούλιο της Επικρατείας, έδειξε υπερβολική αυτοσυγκράτηση. Έτσι, όλες οι μεταβολές κρίθηκαν συνταγματικές ενώ η κατάδηλη υπεροχή, νομολογιακό δημιούργημα μιας άλλης εποχής που δεν φαίνεται να ταιριάζει στις ημέρες μας, οδήγησε κατ' ουσίαν στο ανέλεγτο των επιλογών της διοίκησης σε επίπεδο προ-σώπων. Ο Υπαλληλικός Κώδικας του 2007 καταστρώνει ένα διαφορετικό τρόπο ε-πιλογής των ανωτάτων δημοσίων υπαλ-λήλων που βασίζεται στην άθροιση βαθμολογίας που λαμβάνει σειρά αντι-κειμενικών κριτηρίων καθώς και στην προσωπική συνέντευξη. Η εισαγωγή του νέου αυτού συστήματος αποδεικνύει  τις αδυναμίες των προηγούμενων επιλογών του νομοθέτη ως προς την τήρηση των αρχών της διαφάνειας και της αξιοκρατίας, το οποίο άλλωστε ομολογείται και στην εισηγητική έκθεση, και δείχνει να οδηγεί σε αχρησία τη νομολογία περί κατάδηλης υπεροχής, αφού πλέον η επικράτηση του καταλληλοτέρου θα προέρχεται από τη βαθμολόγηση αντικειμενικών κριτηρίων, καθιστά όμως εξαιρετικά επίκαιρη τη συνέντευξη και ιδίως τον τρόπο διένεργειας και αποτύπωσής της από το αρμόδιο υπηρεσιακό συμβούλιο. Ο τρόπος διενέργειας και η συνοπτική έστω αποτύπωση της συνέντευξης σε ιδιαίτερο πρακτικό συνάπτονται στενά με την αρχή της αξιοκρατίας και την αρχή της ισότητας, τυχόν δε μη τήρηση των ανωτέρω θα προκαλέσει ασφαλώς ισχυρό πλήγμα στην αξιοπιστία του νέου συστήματος και δεν θα σταθεί δυνατό να αντιμετωπισθούν τα παθολογικά συμπτώματα που ταλανίζουν τη δημόσια διοίκηση και τα οποία επικαλείται ο νομοθέτης στην εισηγητική έκθεση. Τέλος επισημαίνεται ότι για μια ακόμη φορά ο νομοθέτης δεν δικαιολογεί γιατί επέλεξε την ανάθεση καθηκόντων και όχι την προαγωγή, παρά το ότι διαπιστώνεται στην εισηγητική έκθεση ότι ένα από τα βασικότερα προβλήματα της δημόσιας διοίκησης είναι «η έλλειψη συνέχειας».

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων