Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΑ ΣΥΜΒΟΥΛΙΑ ΔΗΜ. ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΑΙ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Ν.Π.Δ.Δ. - ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ

kampitsiΑικ. Ζαφείρη – Καμπίτση 
Επιτ. Γεν. Διευθυντού ΟΑΕΕ-ΤΑΕ Τ. Προέδρου Δ.Σ ΤΑΠ-ΟΤΕ

... Τα μέλη των Υ.Σ., πρέπει να αίρονται υπεράνω των περιστάσεων και να κρίνουν όχι με το κακώς νοούμενο φιλάγαθο πνεύμα που επικρατεί στο χώρο των υπηρεσιών, αλλά με αυστηρά αντικειμενικά κριτήρια εάν θέλουμε ο θεσμός αυτός, να μην απαξιωθεί πλήρως. ...   Α. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Είναι γνωστό ότι Τμήμα του Διοικητικού Δικαίου αποτελεί το Δίκαιο των Δημοσίων Υπαλλήλων. Στο άρθρο 103 του Συντάγματος ορίζεται ότι, οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θελήσεως του Κράτους και υπηρετούν το λαό, οφείλοντες πίστη στο Σύνταγμα και αφοσίωση στην Πατρίδα. Στην παρ. 4 του ίδιου άρθρου ορίζεται επίσης ότι, οι δημόσιοι υπάλληλοι που κατέχουν οργανικές θέσεις είναι μόνιμοι, δεν δύνανται να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση ούτε να υποβιβαστούν ή να παυθούν χωρίς απόφαση του υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται κατά τα δύο τρίτα αυτού, τουλάχιστον από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους. Ομοίως η παρ. 6 προβλέπει την εφαρμογή του ως άνω άρθρου, στους υπαλλήλους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης και λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Β. ΕΙΔΗ ΚΑΙ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ Το καθεστώς των δημοσίων υπαλλήλων πέρασε από διάφορα νομοθετικά στάδια, μέχρι να φθάσει στη σημερινή του μορφή, που ο Ν. 3528/07 κύρωσε τον κώδικα κατάστασης των Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ.  Στο Ζ΄ Μέρος πραγματεύεται - στα άρθρα 157 έως 163- το θέμα των Υπηρεσιακών Συμβουλίων.  Είδη Υπηρεσιακών Συμβουλίων. Ο νομοθέτης στο άρθρο 157 του Υπαλληλικού Κώδικα ορίζει τη διάκριση των υπηρεσιακών συμβουλίων, α) στο Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο, β) στα Υπηρεσιακά Συμβούλια και γ) στα Δευτεροβάθμια Πειθαρχικά Συμβούλια. αα) Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο το οποίο θεσπίστηκε αρχικά με τη διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 78 του Ν. 1892/90 είναι αρμόδιο για την υπηρεσιακή κατάσταση των ανωτάτων υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ. με εξαίρεση την Ακαδημία Αθηνών και τα Α.Ε.Ι. Ο νομοθέτης εξήρεσε από την αρμοδιότητά του τα θέματα Γεν. Διευθυντών της Ακαδημίας Αθηνών και των Α.Ε.Ι. γιατί προφανώς αυτά τα Ν.Π.Δ.Δ. υπάγονται στην έννοια της Ακαδημαϊκής ελευθερίας και της πλήρους αυτοδιοικήσεως (αρ. 16 του Συντάγματος). Με το καθεστώς του Π.Δ. 611/77 χρέη Υπηρεσιακού Συμβουλίου για δημοσίους υπαλλήλους, ειδικώς θέσεων 1ου βαθμού και βαθμού Αναπληρωτή Γεν. Διευθυντή, εκτελούσε το Υπουργικό Συμβούλιο, ενώ για θέματα κρίσεως των υπαλλήλων αυτών, πλην της προαγωγής, ασκούσε το ειδικό Υπηρεσιακό της παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω Π.Δ/τος το οποίο καταργήθηκε με τη διάταξη του αρ. 6 του Ν.2085/92. ββ) Υπηρεσιακά Συμβούλια για την υπηρεσιακή κατάσταση των λοιπών υπαλλήλων του Κράτους (Διευθυντές, Προϊστάμενοι υπηρεσιών και λοιποί υπάλληλοι). γγ) Υπηρεσιακά Συμβούλια για την υπηρεσιακή κατάσταση των  υπαλλήλων ορισμένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ειδικά) ή πολλών ν.π.δ.δ. (κοινά). Τα ανωτέρω Υπηρεσιακά Συμβούλια λειτουργούν και ως πειθαρχικά.  Αρμοδιότητες Υπηρεσιακών Συμβουλίων.       Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο επιλαμβάνεται επί των θεμάτων της υπηρεσιακής και πειθαρχικής κατάστασης, των ανωτάτων υπαλλήλων του Δημοσίου και Ν.Π.Δ.Δ. σε πρώτο και τελευταίο βαθμό. Τα υπηρεσιακά Συμβούλια ασκούν τις αρμοδιότητες που προβλέπει το Σύνταγμα, ο υπαλληλικός κώδικας και ειδικές διατάξεις. Ειδικά το Σύνταγμα στο άρθρο 103 στην παρ. 4 ορίζει ότι οι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι «…δεν μπορούν να μετατεθούν χωρίς γνωμοδότηση, ούτε να υποβιβασθούν ή παυθούν χωρίς απόφαση υπηρεσιακού συμβουλίου, που αποτελείται τουλάχιστον κατά τα 2/3 από μόνιμους δημοσίους υπαλλήλους…». Οι ως άνω διατάξεις σύμφωνα με την παρ. 6 του αυτού άρθρου ισχύουν και για τους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. Ο Υπαλληλικός Κώδικας σε πολλά θέματα κατάστασης των υπαλλήλων του Δημοσίου και των Ν.Π.Δ.Δ., ορίζει κατά περίπτωση, γνώμη, σύμφωνη γνώμη, απόφαση του αρμοδίου Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Ενδεικτικώς απαριθμούσε ορισμένες περιπτώσεις όπως: •     Για χορήγηση άδειας των υπαλλήλων για άσκηση ιδιωτικού έργου με αμοιβή απαιτείται σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη το Υπηρεσιακού Συμβουλίου (αρ. 31). •     Για τη μονιμοποίηση των δοκίμων υπαλλήλων απαιτείται απόφαση Υ.Σ. (αρ.40). •     Για μετάθεση υπαλλήλων απαιτείται σύμφωνη γνώμη Υ.Σ. (αρ.67), ενώ για αποφάσεις και μετατάξεις απαιτείται γνώμη Υ.Σ. (αρ. 68, 69). •     Ομοίως με απόφαση Υ.Σ. διενεργούνται οι επιλογές Προϊσταμένων  Διευθύνσεων,Τμημάτων και αυτοτελών  Γραφείων, οι πίνακες προακτέων, η θέση σε διαθεσιμότητα λόγω ασθενείας, ή λόγω κατάργησης θέσεως, ως και για τη θέση σε δυνητική αργία (αρ.86, 90, 100, 101, 104 αντίστοιχα). Επίσης ειδικές διατάξεις σχετικά με τη μονιμοποίηση επί συμβάσει υπαλλήλων ορίζουν απόφαση Υ.Σ. Όλα τα Υπηρεσιακά Συμβούλια αποτελούν ιδιαίτερη διοικητική «αρχή» δηλ. εκδίδουν διοικητικές πράξεις εκτελεστές ή και μη εκτελεστές. Οι αποφάσεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων σχετικά με την επιλογή προϊσταμένων, είναι εκτελεστές διοικητικές πράξεις και αποβάλλουν τον εκτελεστό τους χαρακτήρα, μετά την έκδοση της απόφασης του αρμοδίου οργάνου για την τοποθέτηση. Μη εκτελεστές διοικητικές πράξεις, είναι οι περιπτώσεις όταν ζητείται μόνο η γνώμη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Γ. ΣΥΣΤΑΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ Ο νομοθέτης στο άρθρο 159 του νέου Υπαλληλικού Κώδικα ορίζει τα της συστάσεως των Υ.Σ. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο αρμόδιο – όπως προαναφέρθηκε για τους ανωτάτους υπαλλήλους – συνιστάται και εδρεύει στο Υπουργείο Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης είναι δε μοναδικό για όλη την Επικράτεια. Επίσης σε κάθε υπηρεσία συνιστώνται με απόφαση του οικείου Υπουργού που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ένα ή περισσότερα Συμβούλια. Σε κάθε ν.π.δ.δ. συνιστώνται ένα ή περισσότερα Υ.Σ. Σε κάθε νομό ή διαμέρισμα επιτρέπεται η σύσταση ενός ή περισσοτέρων κοινών υπηρεσιακών συμβουλίων, με απόφαση του οργάνου που ασκεί την εποπτεία στα ν.π.δ.δ. Με τη συστατική απόφαση που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η έδρα των κοινών υπηρεσιακών συμβουλίων. Ομοίως σε περίπτωση σύστασης περισσοτέρων υπηρεσιακών συμβουλίων στο ίδιο υπουργείο ή ν.π.δ.δ., με τη συστατική πράξη καθορίζεται και η μεταξύ τους αρμοδιότητα. Για την Ακαδημία Αθηνών και για κάθε Α.Ε.Ι. έχει καθοριστεί να συνιστώνται με απόφαση του Προέδρου και του πρύτανη αντίστοιχα, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μέχρι δύο υπηρεσιακά συμβούλια. Η απόφαση του αρμοδίου οργάνου, περί συστάσεως Υπηρεσιακού Συμβουλίου λόγω του κανονιστικού της χαρακτήρα δημοσιεύεται υποχρεωτικά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως άλλως η απόφαση είναι νομικώς ανύπαρκτη. Δ. ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ Το άρθρο 159 του Υπαλληλικού Κώδικα περιλαμβάνει τις διατάξεις σχετικά με τη συγκρότηση των Υπηρεσιακών Συμβουλίων ορίζει δε τα εξής: Ι. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο είναι επταμελές και αποτελείται από: •     Έναν επίτιμο Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας ή του Αρείου Πάγου ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή επίτιμο Σύμβουλο της Επικρατείας ή Αρεοπαγίτη ή Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή του πρόσωπο που έχει οποιαδήποτε από τις ανωτέρω ιδιότητες. •     Έναν καθηγητή δημόσιου δικαίου Πανεπιστημίου της έδρας του υπηρεσιακού συμβουλίου και έναν καθηγητή του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, που ορίζονται με όμοιους αναπληρωτές τους από τον οικείο Πρύτανη, ύστερα από γνώμη της οικείας σχολής. •     Έναν δικηγόρο παρ’ Αρείω Πάγω, ειδικευμένο σε θέματα δημόσιου δικαίου, που ορίζεται με όμοιο αναπληρωτή του από τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. •     Δύο Γενικούς Διευθυντές από τους οποίους ένας του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και ένας του Υπουργείου Οικονομίας και Οικονομικών, με αναπληρωτές Γενικούς Διευθυντές των ίδιων Υπουργείων. •     Τον Πρόεδρο της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. με αναπληρωτή του μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της, το οποίο ορίζει η ίδια. Τα μέλη του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου ορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης. ΙΙ. Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια των Υπουργείων και των ν.π.δ.δ. είναι   5 /μελή και αποτελούνται από: α.1) Έναν (1) μόνιμο υπάλληλο που λαμβάνεται μεταξύ πέντε (5) εν ενεργεία προϊσταμένων Διεύθυνσης που υπάγονται στην αρμοδιότητα του  Υπηρεσιακού Συμβουλίου και έχουν τον περισσότερο χρόνο άσκησης  καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης, που ορίζεται Πρόεδρος του  Υπηρεσιακού Συμβουλίου. α.2) Δύο (2) μονίμους υπαλλήλους με βαθμό Α΄ και ενός (1) τουλάχιστον  έτους άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου τμήματος, από αυτούς που  υπάγονται στην αρμοδιότητα του υπηρεσιακού συμβουλίου και  υπηρετούν στην έδρα του ή στο Νομό Αττικής, για τα υπηρεσιακά  συμβούλια που εδρεύουν στο νομό αυτόν. Αν ο αριθμός των  υπηρετούντων στην έδρα του υπηρεσιακού συμβουλίου ή στο Νομό  Αττικής, κατά τη διάκριση του προηγούμενου εδαφίου δεν επαρκεί για τη  συγκρότηση του υπηρεσιακού συμβουλίου, ορίζονται υπάλληλοι που  υπηρετούν εκτός της έδρας, του νομού αυτού ή του Νομού Αττικής  αντίστοιχα ,που έχουν τις λοιπές προϋποθέσεις που ορίζονται στο  προαναφερόμενο εδάφιο. β) Δύο (2) αιρετούς εκπροσώπους των υπαλλήλων με βαθμό Α΄. III. Τα υπό στοιχείο α΄ μέλη της προηγούμενης παραγράφου ορίζονται από τον οικείο Υπουργό ή το διοικητικό συμβούλιο του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Τα μέλη αυτά τοποθετούνται από το οικείο όργανο ως προϊστάμενοι διευθύνσεων, όπως αυτές ορίζονται στις οικείες οργανικές διατάξεις για μία τριετία. Τα υπό στοιχείο β΄ μέλη της ίδιας παραγράφου εκλέγονται με άμεση καθολική και μυστική ψηφοφορία. Ο τρόπος, η διαδικασία και οι λοιπές προϋποθέσεις της εκλογής καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδίδεται μετά από γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. Η γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. παρέχεται μέσα σε εύλογη προθεσμία που τάσσεται από τον Υπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και δεν μπορεί να είναι μικρότερη από δεκαπέντε (15) ημέρες. Μετά την πάροδο της προθεσμίας αυτής η απόφαση εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Α.Δ.Ε.Δ.Υ. ΙV. Τα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζονται ή εκλέγονται αντίστοιχα με ισάριθμους αναπληρωτές. Αν λυθεί η υπαλληλική σχέση αιρετού μέλους του συμβουλίου, τακτικό μέλος ορίζεται ο επόμενος στη σειρά εκλογής για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα της θητείας. V. Με την απόφαση συγκρότησης του υπηρεσιακού συμβουλίου ορίζεται ο αναπληρωτής του Προέδρου από τα υπό στοιχείο α(2) της παρ. 2 του άρθρου αυτού μέλη. VI. Αν ο αριθμός των θέσεων προϊσταμένων Διεύθυνσης της οικείας υπηρεσίας, οι οποίες υπάγονται για την πλήρωση τους, στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου, είναι τέσσερις έως και έξι, ορίζονται από το αρμόδιο όργανο διοίκησης δύο προϊστάμενοι Διευθύνσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου αυτού, και αποτελούν αυτοδίκαια τα δύο υπό στοιχείο α΄ της παρ. 2 του άρθρου αυτού μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Από τα δύο αυτά μέλη ορίζονται ο Πρόεδρος του υπηρεσιακού συμβουλίου και ο αναπληρωτής του με αναλογική εφαρμογή της παρ. 5 του άρθρου αυτού. Ως τρίτο μέλος ορίζεται είτε υπάλληλος άλλου κλάδου που δεν υπάγεται στην αρμοδιότητα του ίδιου υπηρεσιακού συμβουλίου είτε υπάλληλος άλλης δημόσιας υπηρεσίας ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου. Σε περίπτωση που δεν επαρκούν οι υπάλληλοι για τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη, τα συμβούλια συγκροτούνται από υπαλλήλους που έχουν τις ίδιες προϋποθέσεις από άλλα υπουργεία ή ν.π.δ.δ. κατά το δυνατόν σχετικά. Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 103 του Συντάγματος προκύπτει ότι, από τη θεσπιζόμενη απαγόρευση μεταθέσεως,  απολύσεως ή υποβιβασμού, χωρίς απόφαση του Υ.Σ. αποτελούμενου τα δύο τρίτα τουλάχιστον από μονίμους δημοσίους υπαλλήλους, η συγκρότηση των Υ.Σ. των ν.π.δ.δ. στην οποία δεν ενυπάρχει το στοιχείο των 2/3 των μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, έρχεται σε δυσαρμονία με την αντίστοιχη διάταξη του Συντάγματος αφού η παρ. 6 του άρθρου 103 που αφορά στο προσωπικό των ν.π.δ.δ., παραπέμπει ευθέως στη διάταξη της παρ. 4 του ιδίου άρθρου. Και είναι  μεν δυνατόν να υποστηριχθεί η άποψη ότι, η συγκρότηση αυτή κατά τα 2/3 εκ μονίμων δημοσίων υπαλλήλων   απαιτείται όταν κρίνεται θέμα της υπηρεσιακής κατάστασης υπαλλήλων, διαφορετικό από τη μετάθεση, υποβιβασμό και παύση. Στο σημείο αυτό φρονούμε ότι , ο συντακτικός νομοθέτης απαρίθμησε τις σοβαρές περιπτώσεις της υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων. Δεν είναι δυνατόν στη δημόσια διοίκηση να υπάρχουν διαφορετικά υπηρεσιακά συμβούλια για συγκεκριμένα θέματα υπαλλήλων. Για την ενότητα του θέματος το υπηρεσιακό συμβούλιο ανάλογα με τις αρμοδιότητές του πρέπει να είναι ένα, η δε διάταξη της περ. α της παρ. 2 του άρθρου 159 σ’ ότι όμως αφορά τη συγκρότηση αυτού για ν.π.δ.δ. φρονούμε ότι είναι ευθέως αντίθετη με τη διάταξη του Συντάγματος (αρ. 103 παρ. 6) η οποία ορίζει ότι τα 2/3 πρέπει να είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι. Και αποτελεί μεν παράδοση νομοθετική ορισμένα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου ,να προέρχονται εκ των κλάδων στην αρμοδιότητα του οποίου υπάγονται οι κρινόμενοι υπάλληλοι, τούτο όμως δεν είναι δυνατόν να καταργήσει τον συνταγματικό κανόνα. Η σωστή συγκρότηση θα ήταν στα 2/3 να αποτελείται από ανωτέρους δημοσίους υπαλλήλους και το 1/3 από αντίστοιχους υπαλλήλους των Ν.Π.Δ.Δ. Η μη νόμιμη συγκρότηση έχει κριθεί και δικαστικώς (αποφ. 564/86 του Διοικ. Εφετείου Αθηνών). Η θητεία των μελών τακτικών και αναπληρωματικών είναι 2ετής λήγει δε την 31η Δεκεμβρίου των ετών των οποίων ο τελευταίος αριθμός είναι άρτιος. Δεν επιτρέπεται κατά τη διάρκεια της θητείας η αντικατάσταση μελών, εκτός εάν συντρέχουν αποδεδειγμένα σοβαροί υπηρεσιακοί ή προσωπικοί λόγοι. Ως προσωπικός λόγος εκλαμβάνεται και τυχόν ασθένεια του μέλους όχι όμως η επίκληση φόρτου εργασίας. Υπηρεσιακοί λόγοι θεωρούνται η αποχώρηση του υπαλλήλου από την υπηρεσία, η άσκηση πειθαρχικής ή ποινικής δίωξης λόγω πειθαρχικού παραπτώματος ή ποινικού αδικήματος. Η απαγόρευση της αντικατάστασης των μελών κατά τη διάρκεια της θητείας τους, δηλοί την πρόθεση του νομοθέτη, να παραμένει αμετάβλητη η σύνθεση των συμβουλίων κατά το διάστημα της διετίας, ως εγγύηση για το ανεπηρέαστο της γνώμης των μελών του συμβουλίου. Εξ αυτού προκύπτει ότι, η παράνομη αντικατάσταση μέλους, συνεπάγεται κακή συγκρότηση του οργάνου, με όλες τις παρεπόμενες συνέπειες για ακυρότητα τυχόν αποφάσεων. Ε. ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΩΝ ΣΥΜΒΟΥΛΙΩΝ Τα αναπληρωματικά μέλη συμμετέχουν σε περίπτωση απουσίας, ή κωλύματος των τακτικών μελών γενομένης ρητής περί τούτου μνείας στα πρακτικά. Ο αναπληρωτής του Προέδρου προεδρεύει σε περίπτωση απουσίας ή κωλύματος αυτού. Στα Υπηρεσιακά Συμβούλια ως εισηγητές και αναπληρωτές αυτών χωρίς δικαίωμα ψήφου, ορίζονται με απόφαση του οικείου Υπουργού ή του Δ.Σ. του οικείου ν.π.δ.δ., οι προϊστάμενοι των υπηρεσιών προσωπικού, εκτός αν είναι και μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου. Ειδικά κατά την εξέταση πειθαρχικών υποθέσεων, ως εισηγητής με δικαίωμα ψήφου, ορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία της παρ. 4  του άρ. 133 του Υπαλληλικού Κώδικα ένα από τα μέλη του Υπηρεσιακού Συμβουλίου. Στο Ειδικό Υπηρεσιακό ως εισηγητές χωρίς δικαίωμα ψήφου μπορεί να ορίζονται από τον Πρόεδρο αυτού και συνταξιούχοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί από κατάλογο που καταρτίζει το ίδιο το Συμβούλιο. Χρέη γραμματέα ασκεί υπάλληλος που ορίζεται με τον αναπληρωτή του με την απόφαση ορισμού των μελών. Κατά γενική αρχή του δικαίου, τα μέλη των συμβουλίων, πρέπει να παρέχουν τα εχέγγυα αμερόληπτης κρίσης, υφίσταται δε ακυρότητα της διοικητικής πράξης, όταν ιδιαίτεροι δεσμοί ή ιδιάζουσα σχέση ή εξ έχθρας οξεία αντίθεση, προς τα πρόσωπα σε ότι αφορά την κρινόμενη υπόθεση, δημιουργούν τεκμήριο επηρεασμού του οργάνου από αθέμιτα ελατήρια, κλονίζουν την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητο της κρίσεώς του. Δεν επιτρέπεται να μετέχουν στην ίδια συνεδρίαση σύζυγοι ή συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας κατ’ ευθείαν μεν γραμμή απεριορίστως, εκ πλαγίου δε έως και τετάρτου βαθμού, με κάποιον από τους ενδιαφερόμενους. Το μέλος του Υ.Σ. εφόσον κρίνει ότι συντρέχει στο πρόσωπό του λόγος που επιβάλλει την αποχή του οφείλει αμελητί να το δηλώσει στον Πρόεδρο του Υ.Σ. και να απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια. Αίτηση εξαίρεσης μέλους, μπορεί να υποβάλλει και  ο ενδιαφερόμενος. Η αίτηση υποβάλλεται είτε στην προϊσταμένη αρχή, είτε στον Πρόεδρο του Υ.Σ. Σε περίπτωση που μέλος του Υ.Σ. εκλείψει ή αποχωρήσει για οποιονδήποτε λόγο, ή  απωλέσει την ιδιότητα βάσει της οποίας ορίστηκε το Υ.Σ., μπορεί να λειτουργήσει όχι πέρα από το τρίμηνο εφόσον κατά τις συνεδριάσεις του τα λοιπά μέλη επαρκούν ώστε να υπάρχει απαρτία. Για τη νόμιμη λειτουργία των Υ.Σ. απαιτείται απαρτία. Για τα 5μελή έχει οριστεί η παρουσία των τριών (3) τουλάχιστον μελών, ενώ για το ειδικό Υπηρεσιακό απαιτείται η παρουσία του ημίσεως πλέον ενός του νομίμου αριθμού. Η νομιμότητα της σύνθεσης των Υ.Σ. δεν επηρεάζεται από την τυχόν εναλλαγή των μετεχόντων μελών σε διαδοχικές συνεδριάσεις. Νομίμως μετέχει σε συνεδρίαση του υπηρεσιακού συμβουλίου υπάλληλος, που τελεί σε κανονική ή αναρρωτική άδεια δηλώνοντας ρητώς ή σιωπηρώς, με αυτή τη συμμετοχή του, ότι διακόπτει τη χρήση της άδειάς του. Η ημερήσια διάταξη συντάσσεται από τον Πρόεδρο, λαμβάνοντας τυχόν υπόψη του και απόψεις, που τυχόν διατυπώνονται από τα μέλη του Υ.Σ. Αντικείμενο της συνεδρίασης είναι μόνο τα θέματα που περιλαμβάνονται στην ημερήσια διάταξη. Οι συνεδριάσεις των Υ.Σ. είναι μυστικές. Η παρουσία άλλων προσώπων κατά τη συνεδρίαση πλην των μελών και του γραμματέα δεν επιτρέπεται. Τα Υ.Σ. μπορούν να καλέσουν προς παροχή πληροφοριών ή προσαγωγή στοιχείων υπηρεσιακά ή άλλα πρόσωπα τα οποία και αποχωρούν πριν από την έναρξη της συζήτησης. Ο Υπαλληλικός Κώδικας στο άρθρο 85 ορίζει ότι το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο καλεί σε προφορική συνέντευξη τους υποψηφίους, οι οποίοι δικαιούνται να εκθέσουν τις απόψεις τους, προκειμένου να διαμορφώσει γνώμη για την ικανότητα και την προσωπικότητά τους, ως προς την άσκηση των καθηκόντων του Γενικού Διευθυντή και να προαγάγει τον καταλληλότερο μεταξύ αυτών. Η αυτή διάταξη ισχύει πλέον και για τους Προϊσταμένους Διευθύνσεων, Τμημάτων και Γραφείων με διαφορετική μοριοδότηση. Ο ρόλος του εισηγητή στα Υ.Σ. είναι ουσιαστικός. Σε περίπτωση που συμμετέχει σε συνεδρίαση του Υ.Σ. ως εισηγητής πρόσωπο διαφορετικό από αυτό που ορίζει ο νόμος, υφίσταται κακή σύνθεση του Υ.Σ. και οι πράξεις του είναι ακυρωτέες. Ο εισηγητής οφείλει να υποβάλει πλήρη εισήγηση γιατί η μη υποβολή αυτής, συνιστά μη τήρηση ουσιώδους τύπου. Επίσης τα ισχύοντα για την αμεροληψία των μελών αφορούν και στον εισηγητή. Οι αποφάσεις των Υ.Σ. λαμβάνονται με την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών. Αν  δεν είναι δυνατός ο σχηματισμός της πλειοψηφίας αυτής, επαναλαμβάνονται ωσότου σχηματισθεί απόλυτη πλειοψηφία, με την υποχρεωτική προσχώρηση κάθε φορά εκείνου ή εκείνων που διατυπώνουν την ασθενέστερη γνώμη, σε μία από τις επικρατέστερες. Σε περίπτωση που υπάρξει ισοψηφία υπερισχύει η ψήφος του Προέδρου, εκτός εάν η ψηφοφορία είναι μυστική, οπότε αυτή επαναλαμβάνεται για μία ακόμη φορά, η τυχόν δε, νέα ισοψηφία ισοδυναμεί με απόρριψη. Το μέλος που απέχει από την ψηφοφορία ή δίδει λευκή ψήφο θεωρείται απόν. Αν η συζήτηση της υπόθεσης διαρκεί περισσότερες από μία συνεδριάσεις, η απόφαση λαμβάνεται από τα μέλη που μετέχουν στην τελευταία συνεδρίαση. Για τις συνεδριάσεις των Υ.Σ. συντάσσονται πρακτικά στα οποία μνημονεύονται τα ονόματα και η ιδιότητα των παρισταμένων μελών, ο τόπος και ο χρόνος της συνεδρίασης τα θέματα που συζητήθηκαν με αναφορά στο περιεχόμενό τους, η μορφή και τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας και οι αποφάσεις που λήφθηκαν. Στα πρακτικά καταχωρίζονται οι γνώμες των μελών που μειοψήφησαν, σε περίπτωση δε φανερής ψηφοφορίας και τα ονόματα αυτών. Οι  πράξεις των Υπηρεσιακών Συμβουλίων συντάσσονται σε πρακτικά και υπογράφονται από τον γραμματέα και τον Πρόεδρο. Οι αποφάσεις πρέπει να συντάσσονται ως προς το περιεχόμενο και τον τύπο σύμφωνα με τα οριζόμενα της διοικητικής πράξης άλλως παραβιάζεται ο τύπος αυτής. Πρέπει να περιέχουν αιτιολογία η οποία να περιλαμβάνει τη διαπίστωση της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων για την έκδοσή τους. Η αιτιολογία πρέπει να είναι σαφής, ειδική, επαρκής και να προκύπτει από τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου των κρινόμενων υπαλλήλων. Η μη επαρκής αιτιολογία των αποφάσεων των Υ.Σ. δημιουργεί ακυρότητα αυτών, λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου της έκδοσης της απόφασης. ΣΤ. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ       Είναι γνωστό ότι, οι σπουδαιότερες μεταβολές της υπηρεσιακής κατάστασης των δημοσίων υπαλλήλων ως και των υπαλλήλων των ν.π.δ.δ. έχουν ανατεθεί από το Σύνταγμα στα Υπηρεσιακά Συμβούλια. Εξ ορισμού θα πρέπει τα μέλη αυτών, να παρέχουν τα εχέγγυα όχι μόνο της αμεροληψίας αλλά και των γνώσεων εκείνων ,που απαιτούνται για να αντιμετωπίζουν τις δύσκολες νομικές έννοιες, ως και τις σύνθετες διοικητικές που καλούνται να επιλύσουν. Ο θεσμός των αιρετών συμβούλων έχει δοκιμαστεί σχεδόν μία 20ετία, χωρίς να έχει δώσει άριστα αποτελέσματα. Συνήθως τα αιρετά μέλη ,στην πλειοψηφία τους προερχόμενα από το χώρο του συνδικαλισμού, εξέθρεψαν τις πελατειακές σχέσεις και έκριναν τις περισσότερες φορές, όχι με το αντικειμενικό κριτήριο, που όφειλαν ως μέλη  των Υ.Σ., αλλά με το συνδικαλιστικό τους συμφέρον, προσπαθώντας να δημιουργήσουν κάθε φορά τεχνητές πλειοψηφίες, για να προωθήσουν στην υπαλληλική πυραμίδα, τους εκλεκτούς τους, εις βάρος της αξιοκρατίας και του καλώς εννοούμενου δημοσίου συμφέροντος. Αποτέλεσμα της πρακτικής αυτής είναι, η γενικότερη απαξίωση που επικρατεί στο δημόσιο τομέα, αφού αναρριχήθηκαν στην υπαλληλική πυραμίδα άτομα χωρίς ιδιαίτερη παιδεία, υπηρεσιακή συγκρότηση και φιλοπονία. Το κύρος των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, ενίοτε πλήττεται και εκ των ένδον. Δεν νοείται επιλογή Διευθυντή ως Προέδρου του Συμβουλίου, όταν ο συγκεκριμένος διώκεται ποινικά για παράβαση καθήκοντος και το αρμόδιο όργανο να το αποσιωπά. Είναι θέμα ηθικής τάξεως. Επίσης, ο εισηγητής θα πρέπει να περιοριστεί στο καθαρώς εισηγητικό μέρος, στη λειτουργία του Υ.Σ. και δεν νοείται κατά τη διοικητική επιστήμη, να ζητά με προφορική εισήγηση  ανάκληση ερωτήματος για το οποίο έχει αποφανθεί το Υ.Σ.   σε προηγούμενη συνεδρίαση και το Συμβούλιο να  το αποδέχεται. Τα μέλη των Υ.Σ., πρέπει να αίρονται υπεράνω των περιστάσεων και να κρίνουν όχι με το κακώς νοούμενο φιλάγαθο πνεύμα που επικρατεί στο χώρο των υπηρεσιών, αλλά με αυστηρά αντικειμενικά κριτήρια εάν θέλουμε ο θεσμός αυτός, να μην απαξιωθεί πλήρως. Θα έπρεπε τα περισσότερα μέλη των Υ.Σ. να προέρχονται από άλλες υπηρεσίες γιατί η προβλεπόμενη σύσταση  των Συμβουλίων που αποτελείται από διευθυντές της Αρχής στην οποία ανήκουν, δεν έχει αποδώσει τα καλύτερα αποτελέσματα, αφού επικράτησε το κριτήριο της φιλίας ή μή, στις περισσότερες κρίσεις και όχι ο παράγων της ορθής και δίκαιης κρίσης. Η Πολιτεία στέρησε από τα Υ.Σ. τη συμμετοχή των Γεν. Διευθυντών που προσδίδει άλλο κύρος λόγω των ειδικών γνώσεων σχετικά με τα θέματα που υποβάλλονται για κρίση. Φρονώ ότι θα πρέπει να γίνει μια επανεκτίμηση από το αρμόδιο Υπουργείο, ως προς τη συγκρότηση αυτών, αφ’ ενός μεν η διάταξη σ’ ότι αφορά τα Υ.Σ. των ν.π.δ.δ. να είναι σύμφωνη με τις παρ. 4 & 6 του άρθρου 103 του Συντάγματος, αφετέρου η συγκρότηση να μην περιλαμβάνει μέλη προερχόμενα στην πλειοψηφία τους από την ίδια υπηρεσία, για να αποφεύγονται οι αντιπαλότητες και οι πελατειακές σχέσεις, ο δε Πρόεδρος να προέρχεται από το δικαστικό σώμα  όπως ίσχυε παλαιότερα με το άρθρο 40βτου Ν.1884|90 που  είχε αποδώσει ικανοποιητικά. Επίσης, θα πρέπει να επανεκτιμηθεί ο θεσμός των αιρετών συμβούλων και να περιοριστεί μόνο σ’ ένα μέλος. Οι αλλαγές αυτές θα προσφέρουν ουσιαστική αναβάθμιση στο χώρο των δημοσίων υπηρεσιών και των ν.π.δ.δ. άλλως θα αντλούμε «εις πίθον Δαναΐδων».

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων