« ... Η κοινωνική συναίνεση μπορεί να είναι λύση, μπορεί όμως να είναι και αυταπάτη. Η αυταπάτη με την οποία ζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια η δημοκρατία ... Ξεχνά, όμως, ότι το κοινωνικό συμβόλαιο δεν υπήρξε προϊόν μιας κοινωνικής συναίνεσης, αλλά μιας μεγάλης, ιστορικής και σχεδόν αδιάκοπης κοινωνικής σύγκρουσης. Ότι, δηλαδή, ακόμα και τώρα δεν είναι κάτι που υπογράφεται σε αποστειρωμένα συμβολαιογραφικά γραφεία, αλλά κάτι που γράφεται συχνά ακόμα και με αίμα ... »
Αγαπητές κυρίες και αγαπητοί κύριοι, Αισθάνομαι, πρώτα απ’ όλα, την ανάγκη να ευχαριστήσω τους διοργανωτές αυτής της Ημερίδας για την πρόσκλησή τους να συμμετάσχω στις εργασίες της. Ανταποκρίθηκα σε αυτήν ασμένως όχι μόνο γιατί ήταν τιμητική, αλλά κυρίως γιατί ήταν με μία έννοια λυτρωτική. Μου έδινε την ευκαιρία να συμβάλω από τη σκοπιά μου σε μια συζήτηση της οποίας η θεματολογία τελεί υπό το βάρος της πολιτικής φόρτισης και της καθημερινής επικαιρότητας , γίνεται όμως με όρους που δεν την καθιστούν ύποπτη ούτε για την εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων, ούτε για την ικανοποίηση δημοσιογραφικής λογικής προτεραιοτήτων. Οφείλω, κατά συνέπεια, όχι μόνο να ευχαριστήσω, αλλά και να συγχαρώ τους διοργανωτές της ημερίδας για την πρωτοβουλία και το θάρρος τους να θέσουν ένα καυτό πολιτικό πρόβλημα, όπως η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος, υπό το φως και τη βάσανο επιστημονικών προσεγγίσεων, που όμως δεν περιορίζονται σε αποκλειστικά ακαδημαϊκά ενδιαφέροντα. Πιστεύω ότι είναι οι μόνες που μπορούν να συμβάλουν στην κατανόηση από την πλευρά της κοινής γνώμης του περί τίνος ακριβώς πρόκειται. Γιατί σίγουρα αν κάτι προκαλεί, εκτός από τις αντιδράσεις για την απειλή κεκτημένων δικαιωμάτων, και συγχύσεις στην κοινή γνώμη, είναι η γενικευμένη υποψία ότι ένα κατεξοχήν κοινωνικό ζήτημα γίνεται για μία ακόμα φορά αντικείμενο παιγνίων άσχετων με την ουσία του. Και καθώς καταλαβαίνετε, όσο αυτή η υποψία πλανάται πάνω από το δημόσιο διάλογο για το ασφαλιστικό ζήτημα, καμία βιώσιμη λύση δε μπορεί να βρεθεί, ούτε κοινωνική συναίνεση να παραχθεί. Ωστόσο, σπεύδω να διευκρινίσω ότι βρίσκομαι σήμερα στη θέση του εισηγητή όχι με την ιδιότητα κάποιου ειδικού επί του θέματος, αλλά υπό την ιδιότητα ενός επαγγελματία που έχει υποτίθεται τη δυνατότητα αλλά και το καθήκον να αντιλαμβάνεται και να αναλύει τον τρόπο με τον οποίο οι συμπολίτες του προσλαμβάνουν το δημόσιο διάλογο και τα αντικείμενα που υπόκεινται σε αυτόν. Δεν πρόκειται, λοιπόν, ούτε τεχνική άποψη να εκφέρω, ούτε θέση να λάβω επί των πολύπλοκων ζητημάτων με τα οποία σχετίζεται η ασφαλιστική μεταρρύθμιση και η πρακτική εφαρμογή της οποιασδήποτε εκδοχής της. Ελπίζω, όμως, η συγγνωστή άγνοιά μου των τεχνικών πλευρών του θέματος να αποτελεί ταυτόχρονα πλεονέκτημα της εδώ παρουσίας μου, όχι μόνο στο βαθμό που πάντα είναι χρήσιμος ένας «συνήγορος του διαβόλου», αλλά και διότι έτσι πιστεύω ότι θα μπορέσω να αντιδράσω με τον αυθεντικό τρόπο του πολίτη που έχει πλήρη συναίσθηση της κρισιμότητας για τον ίδιο και την καθημερινότητά του του συζητούμενου ζητήματος, αλλά δεν έχει καμία δυνατότητα αξιολόγησης των προτεινομένων λύσεων όσο αυτές περιβάλλονται τον σκοτεινό μανδύα των πολιτικών αντιπαραθέσεων και των απρόσιτων τεχνικών αναλύσεων. Οφείλω, βέβαια, να ομολογήσω ότι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο αισθάνομαι τώρα περισσότερο αμήχανος απ’ όσο αισθανόμουν τη στιγμή που διερωτόμουν αν θα έπρεπε ή όχι να αποδεχθώ το ρόλο του εισηγητή. Γιατί δεν σας κρύβω ότι τα όσα εξαιρετικά ενδιαφέροντα άκουσα από τους προλαλήσαντες εισηγητές, μου έκαναν κατά το κοινώς λεγόμενο την «καρδιά περιβόλι». Όχι μόνο γιατί ανέδειξαν πόσο περισσότερο σύνθετο από όσο μιντιακά παρουσιάζεται είναι πραγματικά το πρόβλημα της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Αλλά, κυρίως, γιατί με έκαναν να αντιληφθώ ότι η θέση του προβλήματος είναι πιο δύσκολη από τη λύση του. Γι’ αυτό, μάλιστα, θα ζητήσω την κατανόησή σας για την απόφασή μου να μην εκφωνήσω το κείμενο που είχα αρχικώς σχεδιάσει ως εισήγησή μου, αλλά να αντιδράσω in vivo σχολιάζοντας με τον τρόπο μου τα όσα προαναφέρθηκαν. Ευελπιστώ ότι με αυτόν τον τρόπο θα δώσω ίσως τη δυνατότητα στους καθ’ ύλην αρμόδιους αλλά και επιστημονικά απείρως εγκυρότερους εμού ειδικούς επιστήμονες να κατανοήσουν τι η κοινή γνώμη δεν κατανοεί ή, σε κάθε περίπτωση, πόσο διαφορετικό είναι το ζήτημα της σύλληψης και της εξειδίκευσης μιας οποιασδήποτε μεταρρύθμισης από το ζήτημα της παραγωγής κοινωνικής συναίνεσης περί αυτήν. Κυρίες και κύριοι, Είναι προφανές ότι το βασικότερο εμπόδιο που πρέπει να αρθεί προκειμένου να εξασφαλισθούν οι όροι μιας ευρείας κοινωνικής συναίνεσης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση είναι ακριβώς η υποψία στην οποία αναφέρθηκα και η οποία αφορά κυρίως στις προθέσεις τόσο των υποστηριζόντων την ανάγκη της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης όσο και αυτών που αμφισβητούν το συγκεκριμένο νόημα και την αποτελεσματικότητά της. Και, βεβαίως, το πρόβλημα δεν αφορά στις εν γένει προθέσεις επί των οποίων ουδεμία δίκη είναι δυνατή. Αλλά στις προθέσεις εκείνες που αφορούν στα πραγματικά αίτια και τους λόγους για τους οποίους η κυβέρνηση έρχεται σήμερα να καταθέσει το συγκεκριμένο ασφαλιστικό νομοσχέδιο και η αντιπολίτευση να αρνηθεί τη νομιμότητα και την αποτελεσματικότητά του. Στην προκειμένη περίπτωση, το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται είναι αν οι προτείνοντες την ασφαλιστική μεταρρύθμιση βρίσκονται πράγματι μπροστά σε ένα αντικειμενικό αδιέξοδο που πρέπει να ξεπεραστεί στο όνομα της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού μας συστήματος στο άμεσο μέλλον. Ή αν πρόκειται για μία ασφαλιστική μεταρρύθμιση που αποβλέπει, όχι στην εξυπηρέτηση βραχυπρόθεσμων ομολογημένων ή ανομολόγητων σκοπών, αλλά στην προστασία των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των επερχομένων γενεών, που φαίνεται να βρίσκονται αντιμέτωπες με πλήθος απειλητικών κοινωνικών αποκλεισμών, μεταξύ των οποίων είναι ασφαλώς οι κίνδυνοι που προέρχονται από ένα ασφαλιστικό σύστημα που είναι σήμερα για πολλούς προνομιακό, αλλά που εμπεριέχει ακριβώς γι’ αυτό το λόγο τον κίνδυνο να μην είναι αύριο καν σε θέση να παράσχει στις νέες γενιές ασφαλισμένων τα κεκτημένα των σημερινών. Ακόμα κρισιμότερο είναι, κατά τη γνώμη μου, το ερώτημα αν όλη αυτή η συζήτηση επανέρχεται εξαιτίας ταμειακών αναγκών που παρουσιάστηκαν λόγω διαχειριστικής ανεπάρκειας, ή ακόμα χειρότερα, κατάχρησης των αποθεματικών των ταμείων, ή αν ούτως ή άλλως θα έπρεπε να γίνει προκειμένου να εξισορροπηθούν οι ανισότητες μεταξύ των αποθεματικών των υγιών και προνομιακών ταμείων και των υπόλοιπων προβληματικών. Ακόμα, όμως, και αν ο φαινομενικά δίκαιος προβληματισμός περί την ανάγκη επίδειξης κοινωνικής αλληλεγγύης μεταξύ των ασφαλισμένων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο μόνος τρόπος θεραπείας των ασφαλιστικών ανισοτήτων είναι η μετάγγιση των υγιών πόρων των προνομιακών ταμείων στα προβληματικά ταμεία, με ποιο άραγε σκεπτικό θα μπορούσαν να πεισθούν τα μέλη των υγιών ασφαλιστικών ταμείων να πληρώσουν τις ανεπάρκειες του κρατικού ασφαλιστικού συστήματος στο όνομα μιας αμφιβόλου ορθολογικότητας αποκατάστασης της κοινωνικής δικαιοσύνης; Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μία ουσιώδης διαφορά που πρέπει αφενός μεν να συμφωνηθεί ότι υπάρχει, και αφετέρου πράγματι να συζητηθεί σε βάθος αν πρέπει ή όχι να εξαλειφθεί. Η διαφορά αυτή έγκειται, κατά τη γνώμη μου, στους λόγους που τα ταμεία σήμερα διακρίνονται σε υγιή και προβληματικά, σε πλούσια και φτωχά. Αν η διαφορά οφείλεται στο γεγονός ότι η υγεία και η ευφορία των αντίστοιχων ταμείων είναι το αποτέλεσμα της χρηστής διαχείρισής τους και της προνομιακής επαγγελματικής θέσης των μελών τους, είναι εξαιρετικά δύσκολο να πεισθούν τα μέλη τους να πληρώσουν με τα λεφτά τους την κακή διαχείριση και τη μειονεκτική θέση των υπολοίπων. Διότι κάτι τέτοιο θα ήταν ταυτόχρονα και μιας άλλης μορφής αδικίας και μια προκλητική επιβράβευση της αναξιοκρατίας. Αν, όμως, η υγεία και η ευφορία των πλουσίων ταμείων οφείλεται πρωτίστως στο γεγονός ότι οι επαγγελματικές ενώσεις των μελών τους, εκμεταλλευόμενες τη δεσπόζουσα θέση τους, έδρασαν διαχρονικά ως ισχυρές ομάδες πίεσης που εξασφάλισαν για λογαριασμό τους και εις βάρος των άλλων άνισα προνόμια, τότε ασφαλώς το πρόταγμα της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορεί να επιβληθεί με το αιτιολογικό της αποκατάστασης μιας έμμεσης αδικίας, η παραγωγή της οποίας επιβεβαιώνει το δίκαιο της ζούγκλας, που βεβαίως θα ήταν υποκριτικό να μην πούμε ότι ισχύει σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Γενικότερα, το μεγάλο ερώτημα έγκειται στο εάν ακόμα και μεταξύ κατεργαρέων μπορεί να υπάρξει πράγματι ένας ειλικρινής διάλογος. Με άλλα λόγια, αν δεν υπάρξει ειλικρίνεια ως προς τις πραγματικές προθέσεις που κρύβονται πίσω από τα επιχειρήματα τόσο των υποστηρικτών όσο και των αρνητών της συγκεκριμένης ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, δεν θα μπορεί να υπάρξει η απαραίτητη διάκριση μεταξύ πραγματικών και αντικειμενικών αλλαγών και συντεχνιακών και κομματικών σκοπιμοτήτων, που είναι όμως απαραίτητη και για να διαμορφωθεί αντικειμενική άποψη και για να παραχθεί κοινωνική συναίνεση. Και πάλι, όμως, η ειλικρίνεια δεν αρκεί από μόνη της, όπως δεν αρκεί καν η βεβαιότητα για την αγαθότητα και την καλή προαίρεση των αντιπαρατεθειμένων μετόχων του κοινωνικού διαλόγου. Χρειάζεται κάτι παραπάνω. Και αυτό το παραπάνω αφορά στο λεγόμενο διακύβευμα της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού ζητήματος. Αν αυτό το διακύβευμα δεν είναι καθαρό, σαφές και αιτιολογημένο, δε θα μπορεί να υπάρξει και να νομιμοποιηθεί ούτε συναίνεση ούτε ρήξη. Θα υπάρξει μόνο μία σύγχυση, που είναι αυτή που συνήθως αδειάζει τα γήπεδα του κοινωνικού διαλόγου από αυτούς που καλούνται να συμμετάσχουν σ’ αυτόν και να αποφασίσουν για την έκβασή του από τη θέση του παρατηρητή που κάθεται στην εξέδρα χωρίς να ικανοποιείται από την ποιότητα του θεάματος που παρακολουθεί αλλά και χωρίς να καταλαβαίνει το νόημα του αγώνα που γίνεται μέσα στο γήπεδο. Κυρίες και κύριοι, Όταν μιλάω για διακύβευμα το μυαλό σας δεν θα πρέπει να πάει στο πονηρό. Δεν εννοώ, ασφαλώς, κάποιο εκλογικό διακύβευμα, ούτε καν εννοώ κάποιο πολιτικό διακύβευμα. Αν και πολιτικά είναι, όπως όλοι γνωρίζουμε, σε τελική ανάλυση όλα τα διακυβεύματα. Εννοώ κάτι πολύ πιο απλό. Εννοώ, δηλαδή, την απάντηση στο ερώτημα: μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού από ποιους, με ποιους, για ποιους, γιατί, με ποιο κόστος και ποιο αποτέλεσμα; Όπως συνήθως, η θέση αυτού του κλασικού αστυνομικού ερωτήματος αποτελεί ταυτόχρονα και την εξίσωση της παραγωγής ή όχι κοινωνικής συναίνεσης. Άκουσα, για παράδειγμα, και στην προηγούμενη Συνεδρία τους εισηγητές να επιμένουν στην έννοια της υποχρεωτικότητας και της σημασίας που έχει και για τη βιωσιμότητα αλλά και για τη νομιμότητα του ασφαλιστικού ζητήματος. Μ’ αρέσουν τα παιχνίδια με τις λέξεις γιατί αποκαλύπτουν πολλές αλήθειες, αλλά τις περισσότερες φορές είναι τόσο χρήσιμα όσο και οδυνηρά. Ακόμα και αν η υποχρεωτικότητα είναι μία προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση και την εξυγίανση του ασφαλιστικού μας συστήματος, σε καμία περίπτωση δε μου φαίνεται ότι μπορεί να είναι και η πανάκεια της λειτουργικότητάς του. Γιατί και πάλι αυτή η υποχρεωτικότητα για να αξιολογηθεί σωστά θα πρέπει να υποβληθεί στην ανάκριση του ερωτήματος που έθεσα προηγουμένως: ποιος υποχρεώνει ποιον, να κάνει τι και γιατί; Να γίνω λίγο πιο προκλητικός. Λόγω της συνταγματικότητάς της μια Δημοκρατία μπορεί να υποχρεώσει τους πολίτες της να εκπληρώσουν αυτό που επιβάλει ως κοινή υποχρέωση. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι εξασφαλίζει και τη νομιμότητα της κοινωνικής συναίνεσης. Αντιστρόφως, μια Δεσποτεία μπορεί αυτοδικαίως να υποχρεώσει τους πάντες να κάνουν τα πάντα χωρίς να ζητήσει το λόγο από κανέναν, ιδιαίτερα αν πιστεύει ότι εκπορεύεται από το Θεό και εκπληρώνει το θέλημά του. Αν, όμως, ο Θεός είναι κοινά αποδεκτός, αναγνωρίσιμος και νόμιμος, είναι πολύ πιθανό οι επιθυμίες της Δεσποτείας που τον επικαλείται να θεωρούνται εξίσου νόμιμες, αναγνωρίσιμες και αποδεκτές. Και να έχουμε έτσι το παράδοξο, γνωστό άλλωστε και από την ιστορία, οι αποφάσεις μιας Δημοκρατίας να εμφανίζονται και να είναι πράγματι περισσότερο δεσποτικές από τις αποφάσεις μιας Δεσποτείας ή, αντιστρόφως, οι αποφάσεις μιας Δεσποτείας να γίνονται αποδεκτές ως περισσότερο δημοκρατικές από τις αποφάσεις μιας Δημοκρατίας, ιδιαίτερα όταν η Δημοκρατία δεν είναι πεφωτισμένη όπως πολλές Δεσποτείες ισχυρίστηκαν ότι είναι. Θέλω εν ολίγοις να πω ότι, ακόμα και αν επικαλούμαστε έννοιες στις οποίες θεωρούμε ότι εμπεριέχονται λύσεις-κλειδιά των προβλημάτων μας, δεν θα πρέπει να τις θεωρούμε όσο αυτονόητες νομίζουμε και πολύ περισσότερο όσο θαυματουργές νομίζουμε ότι είναι. Το κλειδί οποιασδήποτε υποχρεωτικότητας, όπως και οποιασδήποτε άλλης συνταγής, βρίσκεται στη νομιμοποίησή της. Και η νομιμοποίησή της είναι η μεγάλη προϋπόθεση οποιασδήποτε κοινωνικής συναίνεσης. Είτε περί του ασφαλιστικού πρόκειται, είτε περί οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού ζητήματος. Άκουσα, επίσης, αν δεν κάνω λάθος, ότι προϋπόθεση μιας πραγματικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης είναι η εκπόρευση και η ενσωμάτωσή της στο Κοινωνικό Κράτος. Αν το Κοινωνικό Κράτος είναι δίκαιο και λειτουργικό, τότε και το ανάλογο ασφαλιστικό σύστημα θα είναι δίκαιο και λειτουργικό, νόμιμο και αποδεκτό. Και ότι άρα θα μπορεί αυτομάτως να εξασφαλισθεί μία κοινωνική συναίνεση ακριβώς επειδή αυτή θα αποτελεί μέρος των λειτουργιών ενός κοινά αποδεκτού κοινωνικού κράτους. Εδώ, όμως, τίθενται δύο ερωτήματα. Το ένα αφορά στο κατά πόσο και πως μπορεί πράγματι να είναι λειτουργικό και δίκαιο ένα κοινωνικό κράτος. Το δεύτερο ερώτημα αφορά στο αν το γεγονός ότι ένα ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί έκφανση ενός Κοινωνικού Κράτους, προκαλεί αυτομάτως και την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση για την αποδοχή του. Δεν έχω το χρόνο να επεκταθώ στην αναλυτική απάντηση αυτών των ερωτημάτων. Θα αρκεστώ, όμως, να πω ότι ακριβώς επειδή το Κοινωνικό Κράτος αποτέλεσε το προϊόν κοινωνικών συγκρούσεων και όχι το αποτέλεσμα εύκολων κοινωνικών συναινέσεων, τα ζητούμενά του εξακολουθούν να αποτελούν ζητούμενα κοινωνικών συγκρούσεων και όχι δεδομένα κοινωνικών συναινέσεων. Κυρίες και κύριοι, Θα πρέπει στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι βρισκόμαστε στο 2008 και όχι στο 1968. Τι θέλω να πω; Θέλω να πω ότι τα χρόνια που πέρασαν έκτοτε άλλαξαν πάρα πολλά και στο επίπεδο της κοινωνικής πραγματικότητας, και στο επίπεδο των προσλαμβανομένων παραστάσεών της από την κοινή γνώμη. Κάποτε το κράτος θεωρείτο από την πλειοψηφία της ως ο απόλυτος προστάτης της. Ως η κιβωτός των ελπίδων της και ο διαχειριστής των ανασφαλειών της. Σήμερα το κράτος δεν είναι το ίδιο. Ούτε στη συνείδησή της, ούτε στο ρόλο του. Και το κυριότερο είναι παραγωγός περισσότερων απογοητεύσεων και ανασφαλειών παρά ονείρων και εξασφαλίσεων. Θεωρείται από διαρκώς περισσότερους περισσότερο ως εμπόδιο παρά ως μέσο για την προκοπή, την ευημερία και την ασφάλειά τους. Το ίδιο, κατά κάποιον τρόπο, έχει συμβεί και με κάθε μορφής συλλογικότητα. Πολιτική, κομματική, κοινωνική ή συνδικαλιστική. Οι σωρευμένες απογοητεύσεις και τα αδιέξοδα που αποδίδονται τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στους κοινωνικούς θεσμούς, οδηγούν ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού σ’ έναν ατομισμό, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της απελπισίας περί την ικανότητα των συλλογικών θεσμών να παράξουν πραγματικά αποτελέσματα. Ανεξάρτητα από τα αίτια και την προέλευση αυτού του ατομισμού, το γεγονός παραμένει ότι η ύπαρξή του, και πολύ περισσότερο η γενίκευσή του, μεταβάλλει τα δεδομένα με τα οποία παλαιότερα επιτυγχάνονταν οι μεγάλες κοινωνικές συναινέσεις. Από τη στιγμή που το ιδιωτικό επικρατεί επί του δημόσιου, το ατομικό επί του συλλογικού, η οικονομία επί της πολιτικής, η αγορά επί της κοινωνικής αλληλεγγύης, δύσκολα η απλή επίκληση του κοινού καλού, του υποχρεωτικού και του δίκαιου αρκεί για να εξασφαλισθεί μια γενική κοινωνική συναίνεση. Και γενικότερα η οποιαδήποτε νομιμότητα οποιωνδήποτε αποφάσεων και οποιωνδήποτε μεταρρυθμίσεων, κυρίως όταν αυτές είναι πολιτικές, προκαλούν εξ αυτού του λόγου τη γενική δυσπιστία. Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα και προσεκτικοί και επιφυλακτικοί για το πόσο αντικειμενικά γίνεται κατανοητό το περιεχόμενο λέξεων και προτάσεων που συχνά θεωρούμε αυτονόητες. Η έννοια της υποχρεωτικότητας, για παράδειγμα, προκαλεί εξ ορισμού αρνητικά ανακλαστικά ακριβώς επειδή ακούγεται ως αντιθετική της έννοιας της συναίνεσης. Αντιθέτως, ο,τιδήποτε μπορεί να εμπεριέχει την έννοια της επιλογής και να μην επιβάλλεται ως υποχρεωτικό, μπορεί να παράγει μεγαλύτερες συναινέσεις, ακριβώς επειδή αφενός μεν είναι πιο συμβατό με τον περιρρέοντα ατομικισμό, αφετέρου συνδέεται, έστω και συνειρμικά, με την έννοια της προσωπικής ευθύνης και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να σταθώ λίγο παραπάνω υπαινισσόμενος την τεράστια σημασία της εν ευρεία εννοία ιδεολογίας για την παραγωγή ή μη κοινωνικών συναινέσεων. Δεν πρόκειται, βεβαίως, να επιχειρήσω μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των πραγμάτων και των κοινωνικών συμπεριφορών στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Θα θυμίσω, ωστόσο, τα μεγάλα ζητήματα που άνοιξε με τις μεγάλες του ιδεολογικές συγκρούσεις και κυρίως με τη σύγκρουση μεταξύ αυτού που συνοπτικά μπορούμε να περιγράψουμε ως «ιδεολογία της ελευθερίας» με αυτό που επίσης συνοπτικά μπορούμε να περιγράψουμε ως την «ιδεολογία της δικαιοσύνης». Τα δύο μεγάλα ρεύματα σκέψης που διέσχισαν και έσχισαν την ανθρωπότητα και εξακολουθούν με έναν άλλο τρόπο και μορφή να τη διχάζουν. Δυόμιση σχεδόν αιώνες μετά τη Γαλλική Επανάσταση εξακολουθούμε να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα συνθήματά της χωρίς να έχουμε λύσει τα προβλήματά τους. Μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε το τρίπτυχο ελευθερία-αδελφότητα-ισότητα, αλλά όλο και λιγότεροι πια συμφωνούμε για το πώς αυτό μπορεί να γίνει πράξη. Στην πραγματικότητα έχουμε περί αυτού περισσότερες αμφιβολίες παρά βεβαιότητες. Για να μην απομακρυνθώ από τη θεματολογία της σημερινής Ημερίδας, θα πω μοναχά ότι πρέπει να κάνουμε όλοι μας τους λογαριασμούς μας προβληματιζόμενοι για τις συνέπειες που έχει το γεγονός ότι βασικό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η υποκατάσταση των παραδοσιακών πολιτικών αξιών από τις νεωτερικές οικονομικές αξίες που συνδέονται με την ατομικότητα, την επιχειρηματικότητα και την εν γένει δυσπιστία απέναντι στη δυνατότητα να υπάρξουν κοινωνικές λύσεις διαφορετικές από αυτές που έχουν ως αφετηρία τους τη συλλογιστική της ανάλυσης ωφέλους-κόστους-κέρδους. Με αυτήν την έννοια οποιαδήποτε ιδέα και αρχή, μεταρρυθμιστική ή επαναστατική, που δεν δημιουργεί τις δυνατότητες της προσωπικής επιλογής με γνώμονα το αποτέλεσμα που δίνει, δυστυχώς ή ευτυχώς, νόημα στη σύγκριση μεταξύ εναλλακτικών επιλογών, είναι δύσκολο να αποσπάσει μία ευρεία συναίνεση, ακριβώς επειδή πλέον συσχετίζεται με την απονομιμοποίηση των γενικών πολιτικών κοινωνικής ωφελείας. Θα κλείσω την παρένθεση λέγοντας ότι ακριβώς επειδή ζούμε σε εποχές γενικευμένης πολιτικής, πολιτισμικής, θεσμικής κρίσης, που προκαλεί η προεξόφληση της αδυναμίας της πολιτικής να λύσει τα ζέοντα κοινωνικά και καθημερινά προβλήματα των πολιτών, δεν πρέπει να τρέφουμε την αυταπάτη ότι οποιαδήποτε πολιτική λύση, όσο ορθή κι αν είναι, μπορεί να περάσει χωρίς να διέλθει από τα διόδια της κοινωνικής δυσπιστίας. Και για να ξεπεραστεί αυτή η κοινωνική δυσπιστία υπάρχει ένας και μόνο δρόμος: αυτός που ακολουθεί τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια της κοινής λογικής. Και όταν λέω ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια της κοινής λογικής εννοώ πάνω απ’ όλα το τεκμήριο της σαφήνειας με την οποία πρέπει να τίθενται τα προβλήματα και τα διλήμματά τους. Δε θεωρώ τίποτα πιο παραγωγικό για την κοινή γνώμη και την κοινωνική συναίνεσή της από το πλήρες ξεκαθάρισμα του περί τίνος πρόκειται κάθε φορά όταν μιλάμε για μεταρρύθμιση γενικά, του ασφαλιστικού ειδικά. Δεν θεωρώ τίποτα περισσότερο παραγωγικό, από την αυστηρή διάκριση των εννοιών και αποσαφήνιση των όρων και των λόγων για τους οποίους θέτουμε και λύνουμε τα οποιαδήποτε κοινωνικά προβλήματα. Έχει τεράστια σημασία, για παράδειγμα, να ξέρει ο πολίτης αν το πρόβλημα είναι ταμειακό ή στρατηγικό, αν είναι αμεσοπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο, αν είναι δημογραφικό ή αναπτυξιακό, αν είναι παράγωγο μιας διαχειριστικής αναποτελεσματικότητας ή μιας προβληματικής παραγωγικότητας, αν υπάρχει μόνιμη ή προσωρινή λύση, αν εν τέλει μπορεί να υπάρξει ή όχι οποιασδήποτε μορφής βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα που δεν θα παράγει στο μέλλον εξαθλιωμένους συνταξιούχους και προνομιούχους ασφαλισμένους. Κυρίες και κύριοι, Άκουσα με ανακούφιση τον κ. Στουρνάρα να λέει ότι το ασφαλιστικό πρόβλημα είναι εν τέλει καθολικό. Ότι συνδέεται με το σύνολο των προβλημάτων της κοινωνίας και της οικονομίας. Και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει αποσπασματική βιώσιμη λύση μεταρρύθμισης χωρίς αυτή να συνδέεται με το σύνολο της οργάνωσης του αναπτυξιακού μας προτύπου, των κοινωνικών μας συμπεριφορών, των οικονομικών της επιλογών, και εγώ θα πρόσθετα των υπαρξιακών μας αντιλήψεων. Αν, λοιπόν, είναι πράγματι έτσι, η συζήτηση καθώς καταλαβαίνετε πρέπει να τεθεί σε μία εντελώς διαφορετική βάση και σε αυτή τη βάση να αναζητηθεί η κοινωνική συναίνεση. Θα κάνω, όμως, μία παρατήρηση γενικεύοντας και πάλι. Η κοινωνική συναίνεση μπορεί να είναι λύση, μπορεί όμως να είναι και αυταπάτη. Η αυταπάτη με την οποία ζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια η δημοκρατία. Όχι μόνο η δική μας αλλά και η υπόλοιπη δυτική. Η δημοκρατία που εξορκίζει το ιδεολογικό πάθος και μεταχειρίζεται την κοινωνική ανασφάλεια ως ένα αναγκαίο κακό που θεραπεύεται με τα ηρεμιστικά είτε των μεθόδων της κοινωνικής ύπνωσης, είτε των μεθόδων της ψυχιατρικής συμφιλίωσης με τις νευρώσεις της κοινωνικής ανασφάλειας. Θεοποιεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο πάνω στο οποίο θεωρεί ότι μπορεί να οικοδομήσει και να λειτουργήσει ένα κοινωνικό κράτος, πιστεύοντας ότι έτσι εξορκίζει τα δαιμόνια της ανησυχίας που αναστατώνουν ξανά και τη δική μας και τις άλλες κοινωνίες. Ξεχνά, όμως, ότι το κοινωνικό συμβόλαιο δεν υπήρξε προϊόν μιας κοινωνικής συναίνεσης, αλλά μιας μεγάλης, ιστορικής και σχεδόν αδιάκοπης κοινωνικής σύγκρουσης. Ότι, δηλαδή, ακόμα και τώρα δεν είναι κάτι που υπογράφεται σε αποστειρωμένα συμβολαιογραφικά γραφεία, αλλά κάτι που γράφεται συχνά ακόμα και με αίμα. Δεν είναι πια σχεδόν κανένας διατεθειμένος να χύσει το δικό του για να ξαναγράψει ένα καλύτερο κοινωνικό συμβόλαιο για τον ίδιο και τα παιδιά του. Δεν είναι, όμως, και καθόλου σίγουρο ότι αυτό που δεν είναι σήμερα διατεθειμένος να κάνει, δεν θα το κάνει αύριο αν δει ότι δεν υπάρχει διαφορετικός τρόπος συγγραφής των νέων κοινωνικών συμβολαίων που σίγουρα θα χρειασθεί να συναφθούν προκειμένου να ξεφύγει η κοινωνία από τον εφιάλτη της ανασφάλειας που της προκαλεί η αμφιβολία για το κατά πόσο μπορεί να ισχύσει και πολύ περισσότερο να έχει πρακτικό αποτέλεσμα οποιουδήποτε τύπου κοινωνικό συμβόλαιο, οσοδήποτε προβλεπτικό και δίκαιο και αν είναι. Η κοινωνική ασφάλεια δεν είναι σήμερα ένα προϊόν που μπορεί να αγοράσει ο οιοσδήποτε με οποιοδήποτε τίμημα. Είναι ένα κοινωνικό αγαθό εν ανεπαρκεία που πρέπει να παραχθεί εν αφθονία. Και το μεγάλο ερώτημα είναι ποιο είναι το αναπτυξιακό πρότυπο και η οικονομική οργάνωση που μπορεί να το παράσχει. Υπάρχουν, υποθέτω, αυτοί που υποστηρίζουν ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την ανασφάλειά μας. Είμαι σίγουρος, όμως, ότι υπάρχουν κι αυτοί που τους είναι αδύνατο να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ήρθαν σ’ αυτό τον κόσμο, αγωνίζονται για να επιβιώσουν σ’ αυτόν χωρίς κανείς να μπορεί να τους εγγυηθεί ένα ελάχιστο κεκτημένο αξιοπρεπούς διαβίωσης και αισιόδοξης αντίληψης για το μέλλον των παιδιών τους. Προς το παρόν πάντως, εκείνο που πρωτεύει, και για το οποίο ομολογώ ότι δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος, είναι να υπάρξει μία συνολικότερη αντιμετώπιση του θέματος που θα δημιουργήσει την πεποίθηση, πρώτον, ότι ο διάλογος έχει νόημα, δεύτερον, ότι θα καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα και, τρίτον, ότι τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξει θα μπορέσουν να τεθούν σε ισχύ χωρίς να μείνουν για μία ακόμα φορά μετέωρα, ανεφάρμοστα και δεκτικά ανατρεπτικών αναθεωρήσεων. Δράττομαι εδώ της ευκαιρίας να υπογραμμίσω και κάτι άλλο. Ότι, δηλαδή, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την παραγωγή κοινωνικών συναινέσεων δεν είναι ο διάλογος που δεν γίνεται αλλά το νόημα που οι περισσότεροι πιστεύουν ότι δεν έχει. Ιδιαίτερα όταν ακούν ευχολόγια αντί για πρακτικές προτάσεις, αιώνιες επαναλήψεις γνωστών αλλά άλυτων προβλημάτων, επικλήσεις γενικών αρχών αντί για τεχνικές τεκμηριώσεις εφαρμόσιμων στρατηγικών. Υπάρχει η μόνιμη και εύλογη επωδός γιατί δε λύνονται αυτά που μπορούν να λυθούν. Γιατί, για παράδειγμα, η περιώνυμη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που αποτελεί λυδία λίθο για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και τη βιωσιμότητά της, δε μπόρεσε ποτέ να οδηγήσει σε πρακτικά αποτελέσματα. Θα προσθέσω, όμως, και κάτι άλλο. Για τους λόγους που προανέφερα μιλώντας για τη γενικευμένη πολιτική και κοινωνική δυσπιστία, δεν πρέπει να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η επίκληση αρχών, όπως η αλληλεγγύη, μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε ανθεκτική κοινωνική συναίνεση. Θα διακινδυνεύσω, μάλιστα, την άποψη ότι όπως η υποχρεωτικότητα, έτσι και η βιωσιμότητα δεν θα μπορέσει να γίνει από κανέναν αποδεκτή εάν δεν συνδεθεί και συσχετισθεί πειστικά με την έννοια της ανταποδοτικότητας. Στις συναλλακτικές κοινωνίες, που είναι οι δικές μας, κανείς ποτέ δε μου φαίνεται ότι πρόκειται να συναινέσει στο μέλλον στην καταβολή κανενός οβολού του, αν δεν έχει προηγουμένως πειστεί για το ανταποδοτικό όφελός του. Γι’ αυτό, άλλωστε, το λόγο η λύση της ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων μου φαίνεται ότι έχει ιδιαίτερα σοβαρά πρακτικά και ψυχολογικά μειονεκτήματα. Φοβούμαι, ωστόσο, ότι η έννοια της ανταποδοτικότητας επίσης δεν μπορεί να είναι αποσπασματική. Προϋποθέτει τη γενίκευση της ισχύος της επί του συνόλου των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων και άρα, για να εφαρμοστεί παραγωγικά, πρέπει να συνδεθεί άμεσα με έναν συνολικότερο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επανασχεδιασμό για τον οποίο ακούστηκαν ορισμένες αναφορές, αλλά που δεν είναι, φαίνεται, στις προθέσεις αυτών που βιάζονται για την επιβολή εμβαλωματικών λύσεων στα μεγάλα μας εθνικά και κοινωνικά προβλήματα. Από την άποψη αυτή η εισήγηση της κας Δεδούλη ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική και διαφωτιστική. Για τον ίδιον, όμως, ίσως λόγο μελαγχολική. Γιατί έδωσε το μέτρο των αλλαγών χωρίς τις οποίες οποιαδήποτε συζήτηση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση ή θα είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα ή θα είναι περιορισμένης εμβέλειας. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι ουσιαστικά άχρηστη κάθε συζήτηση που περιορίζεται σε σημειακές μεταρρυθμίσεις συγκυριακού χαρακτήρα. Στην καλύτερη περίπτωση συνιστούν διορθωτικές κινήσεις όχι όμως ανατρεπτικές πολιτικές. Και το κακό με τις μη ανατρεπτικές πολιτικές είναι διπλό. Είναι το κακό που συνίσταται στο γεγονός ότι δεν ανατρέπουν τους μηχανισμούς και τα κατεστημένα συμφέροντα που παρεμβάλουν εμπόδια στη χάραξη πραγματικών θεραπευτικών τομών για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Είναι, όμως, και το κακό που συνιστά πάντα κάθε προσέγγιση που χάνει το δάσος πίσω από το δέντρο. Που δεν αντιλαμβάνεται, δηλαδή, την ανάγκη της αλλαγής σε όλο το μήκος και το πλάτος των κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών για τη σύγχρονη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας σε μια εντελώς διαφορετική βάση. Στη βάση που αρνείται, για παράδειγμα, τη δυσανάλογη προς την παραγωγικότητα καταναλωτικότητα, την αυτοκαταστροφική ανταγωνιστικότητα, την ανάλωση του αύριο από ένα αδιάφορο για τις συνέπειές του παρόν. Σε μια βάση κυρίως που υπαγορεύεται όχι από τις λογικές του πολιτικού κόστους, αλλά από τις λογικές μιας τεχνικής ανάλυσης που μιλάει ταυτόχρονα τη γλώσσα της αλήθειας των αριθμών αλλά και τη γλώσσα της ποιητικής των ονείρων. Όχι με την έννοια ενός εξωπραγματικού νεορομαντισμού που φλερτάρει με την ουτοπία. Αλλά με την έννοια ενός ιστορικού ρεαλισμού που αναγνωρίζει ότι τίποτα δεν είναι περισσότερο πραγματοποιήσιμο από την ποίηση, την σύλληψη, δηλαδή, και την κατασκευή των στόχων που οι άνθρωποι μπορούν και θέλουν να φτάσουν και να πιάσουν με τις πράξεις, τα χέρια και τις αποφάσεις τους. Χρησιμοποιώντας αυτή τη γλώσσα, ίσως και άθελά της, η κα Δεδούλη είπε, κατά τη γνώμη μου, τη μεγαλύτερη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, καμία αλλαγή δεν είναι δυνατή, αν δεν εμπεριέχεται σε αυτή το δικαίωμα των ανθρώπων να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο με αυθεντικότερες σχέσεις και προοπτικές γενεών. Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να ξαναδιεκδικήσουμε μαζί με τα ασφαλιστικά μας και τα υπαρξιακά μας δικαιώματα στο όνειρο, πολύ φοβούμαι ότι θα πρέπει απλώς να προετοιμαστούμε για να κοιμηθούμε όπως στρώνουμε. Με λύσεις που δεν βλέπουν μακριά, που κόβονται και ράβονται στα μέτρα της συγκυρίας, που δημιουργούν στους πολίτες την αίσθηση της προσωρινότητας και της προσχηματικότητας, που εγκλωβίζονται στο παρόν και χάνουν την προοπτική του μέλλοντος. Η υπόθεση, όμως, του μέλλοντος είναι μία υπόθεση που αντιμετωπίζεται μόνο με επιθετικές αποφάσεις, πρωτοβουλίες και λύσεις. Με αποφάσεις, πρωτοβουλίες και λύσεις που είναι οι μόνες που μπορούν να απαλλάξουν τη στρατηγική επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων από το κατεξοχήν εμπόδιο που δυσκολεύει την παραγωγή των κοινωνικών συναινέσεων. Σε τελική ανάλυση, το εμπόδιο αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την ανασφάλεια που προκαλεί στον κάθε πολίτη η αδυναμία του να αισθανθεί ότι διαθέτει τις δυνατότητες να ορίσει και να εξασφαλίσει το μέλλον του. Να ζήσει το σήμερα με τη σιγουριά για ένα αύριο που ορίζει με τις επιλογές του και τις συμπεριφορές του.
Ακόμα και αν η υποχρεωτικότητα είναι μία προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση και την εξυγίανση του ασφαλιστικού μας συστήματος, σε καμία περίπτωση δε μου φαίνεται ότι μπορεί να είναι και η πανάκεια της λειτουργικότητάς του. Γιατί και πάλι αυτή η υποχρεωτικότητα για να αξιολογηθεί σωστά θα πρέπει να υποβληθεί στην ανάκριση του ερωτήματος που έθεσα προηγουμένως: ποιος υποχρεώνει ποιον, να κάνει τι και γιατί; Να γίνω λίγο πιο προκλητικός. Λόγω της συνταγματικότητάς της μια Δημοκρατία μπορεί να υποχρεώσει τους πολίτες της να εκπληρώσουν αυτό που επιβάλει ως κοινή υποχρέωση. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει αυτομάτως ότι εξασφαλίζει και τη νομιμότητα της κοινωνικής συναίνεσης. Αντιστρόφως, μια Δεσποτεία μπορεί αυτοδικαίως να υποχρεώσει τους πάντες να κάνουν τα πάντα χωρίς να ζητήσει το λόγο από κανέναν, ιδιαίτερα αν πιστεύει ότι εκπορεύεται από το Θεό και εκπληρώνει το θέλημά του. Αν, όμως, ο Θεός είναι κοινά αποδεκτός, αναγνωρίσιμος και νόμιμος, είναι πολύ πιθανό οι επιθυμίες της Δεσποτείας που τον επικαλείται να θεωρούνται εξίσου νόμιμες, αναγνωρίσιμες και αποδεκτές. Και να έχουμε έτσι το παράδοξο, γνωστό άλλωστε και από την ιστορία, οι αποφάσεις μιας Δημοκρατίας να εμφανίζονται και να είναι πράγματι περισσότερο δεσποτικές από τις αποφάσεις μιας Δεσποτείας ή, αντιστρόφως, οι αποφάσεις μιας Δεσποτείας να γίνονται αποδεκτές ως περισσότερο δημοκρατικές από τις αποφάσεις μιας Δημοκρατίας, ιδιαίτερα όταν η Δημοκρατία δεν είναι πεφωτισμένη όπως πολλές Δεσποτείες ισχυρίστηκαν ότι είναι. Θέλω εν ολίγοις να πω ότι, ακόμα και αν επικαλούμαστε έννοιες στις οποίες θεωρούμε ότι εμπεριέχονται λύσεις-κλειδιά των προβλημάτων μας, δεν θα πρέπει να τις θεωρούμε όσο αυτονόητες νομίζουμε και πολύ περισσότερο όσο θαυματουργές νομίζουμε ότι είναι. Το κλειδί οποιασδήποτε υποχρεωτικότητας, όπως και οποιασδήποτε άλλης συνταγής, βρίσκεται στη νομιμοποίησή της. Και η νομιμοποίησή της είναι η μεγάλη προϋπόθεση οποιασδήποτε κοινωνικής συναίνεσης. Είτε περί του ασφαλιστικού πρόκειται, είτε περί οποιουδήποτε άλλου κοινωνικού ζητήματος. Άκουσα, επίσης, αν δεν κάνω λάθος, ότι προϋπόθεση μιας πραγματικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης είναι η εκπόρευση και η ενσωμάτωσή της στο Κοινωνικό Κράτος. Αν το Κοινωνικό Κράτος είναι δίκαιο και λειτουργικό, τότε και το ανάλογο ασφαλιστικό σύστημα θα είναι δίκαιο και λειτουργικό, νόμιμο και αποδεκτό. Και ότι άρα θα μπορεί αυτομάτως να εξασφαλισθεί μία κοινωνική συναίνεση ακριβώς επειδή αυτή θα αποτελεί μέρος των λειτουργιών ενός κοινά αποδεκτού κοινωνικού κράτους. Εδώ, όμως, τίθενται δύο ερωτήματα. Το ένα αφορά στο κατά πόσο και πως μπορεί πράγματι να είναι λειτουργικό και δίκαιο ένα κοινωνικό κράτος. Το δεύτερο ερώτημα αφορά στο αν το γεγονός ότι ένα ασφαλιστικό σύστημα αποτελεί έκφανση ενός Κοινωνικού Κράτους, προκαλεί αυτομάτως και την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση για την αποδοχή του. Δεν έχω το χρόνο να επεκταθώ στην αναλυτική απάντηση αυτών των ερωτημάτων. Θα αρκεστώ, όμως, να πω ότι ακριβώς επειδή το Κοινωνικό Κράτος αποτέλεσε το προϊόν κοινωνικών συγκρούσεων και όχι το αποτέλεσμα εύκολων κοινωνικών συναινέσεων, τα ζητούμενά του εξακολουθούν να αποτελούν ζητούμενα κοινωνικών συγκρούσεων και όχι δεδομένα κοινωνικών συναινέσεων. Κυρίες και κύριοι, Θα πρέπει στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι βρισκόμαστε στο 2008 και όχι στο 1968. Τι θέλω να πω; Θέλω να πω ότι τα χρόνια που πέρασαν έκτοτε άλλαξαν πάρα πολλά και στο επίπεδο της κοινωνικής πραγματικότητας, και στο επίπεδο των προσλαμβανομένων παραστάσεών της από την κοινή γνώμη. Κάποτε το κράτος θεωρείτο από την πλειοψηφία της ως ο απόλυτος προστάτης της. Ως η κιβωτός των ελπίδων της και ο διαχειριστής των ανασφαλειών της. Σήμερα το κράτος δεν είναι το ίδιο. Ούτε στη συνείδησή της, ούτε στο ρόλο του. Και το κυριότερο είναι παραγωγός περισσότερων απογοητεύσεων και ανασφαλειών παρά ονείρων και εξασφαλίσεων. Θεωρείται από διαρκώς περισσότερους περισσότερο ως εμπόδιο παρά ως μέσο για την προκοπή, την ευημερία και την ασφάλειά τους. Το ίδιο, κατά κάποιον τρόπο, έχει συμβεί και με κάθε μορφής συλλογικότητα. Πολιτική, κομματική, κοινωνική ή συνδικαλιστική. Οι σωρευμένες απογοητεύσεις και τα αδιέξοδα που αποδίδονται τόσο στο πολιτικό σύστημα όσο και στους κοινωνικούς θεσμούς, οδηγούν ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού σ’ έναν ατομισμό, που στις περισσότερες περιπτώσεις είναι αποτέλεσμα της απελπισίας περί την ικανότητα των συλλογικών θεσμών να παράξουν πραγματικά αποτελέσματα. Ανεξάρτητα από τα αίτια και την προέλευση αυτού του ατομισμού, το γεγονός παραμένει ότι η ύπαρξή του, και πολύ περισσότερο η γενίκευσή του, μεταβάλλει τα δεδομένα με τα οποία παλαιότερα επιτυγχάνονταν οι μεγάλες κοινωνικές συναινέσεις. Από τη στιγμή που το ιδιωτικό επικρατεί επί του δημόσιου, το ατομικό επί του συλλογικού, η οικονομία επί της πολιτικής, η αγορά επί της κοινωνικής αλληλεγγύης, δύσκολα η απλή επίκληση του κοινού καλού, του υποχρεωτικού και του δίκαιου αρκεί για να εξασφαλισθεί μια γενική κοινωνική συναίνεση. Και γενικότερα η οποιαδήποτε νομιμότητα οποιωνδήποτε αποφάσεων και οποιωνδήποτε μεταρρυθμίσεων, κυρίως όταν αυτές είναι πολιτικές, προκαλούν εξ αυτού του λόγου τη γενική δυσπιστία. Με αυτή την έννοια, θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα και προσεκτικοί και επιφυλακτικοί για το πόσο αντικειμενικά γίνεται κατανοητό το περιεχόμενο λέξεων και προτάσεων που συχνά θεωρούμε αυτονόητες. Η έννοια της υποχρεωτικότητας, για παράδειγμα, προκαλεί εξ ορισμού αρνητικά ανακλαστικά ακριβώς επειδή ακούγεται ως αντιθετική της έννοιας της συναίνεσης. Αντιθέτως, ο,τιδήποτε μπορεί να εμπεριέχει την έννοια της επιλογής και να μην επιβάλλεται ως υποχρεωτικό, μπορεί να παράγει μεγαλύτερες συναινέσεις, ακριβώς επειδή αφενός μεν είναι πιο συμβατό με τον περιρρέοντα ατομικισμό, αφετέρου συνδέεται, έστω και συνειρμικά, με την έννοια της προσωπικής ευθύνης και της κοινωνικής αποτελεσματικότητας. Θα ήθελα στο σημείο αυτό να σταθώ λίγο παραπάνω υπαινισσόμενος την τεράστια σημασία της εν ευρεία εννοία ιδεολογίας για την παραγωγή ή μη κοινωνικών συναινέσεων. Δεν πρόκειται, βεβαίως, να επιχειρήσω μια ιστορική αναδρομή στην εξέλιξη των πραγμάτων και των κοινωνικών συμπεριφορών στη διάρκεια του περασμένου αιώνα. Θα θυμίσω, ωστόσο, τα μεγάλα ζητήματα που άνοιξε με τις μεγάλες του ιδεολογικές συγκρούσεις και κυρίως με τη σύγκρουση μεταξύ αυτού που συνοπτικά μπορούμε να περιγράψουμε ως «ιδεολογία της ελευθερίας» με αυτό που επίσης συνοπτικά μπορούμε να περιγράψουμε ως την «ιδεολογία της δικαιοσύνης». Τα δύο μεγάλα ρεύματα σκέψης που διέσχισαν και έσχισαν την ανθρωπότητα και εξακολουθούν με έναν άλλο τρόπο και μορφή να τη διχάζουν. Δυόμιση σχεδόν αιώνες μετά τη Γαλλική Επανάσταση εξακολουθούμε να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα συνθήματά της χωρίς να έχουμε λύσει τα προβλήματά τους. Μας αρέσει να επαναλαμβάνουμε το τρίπτυχο ελευθερία-αδελφότητα-ισότητα, αλλά όλο και λιγότεροι πια συμφωνούμε για το πώς αυτό μπορεί να γίνει πράξη. Στην πραγματικότητα έχουμε περί αυτού περισσότερες αμφιβολίες παρά βεβαιότητες. Για να μην απομακρυνθώ από τη θεματολογία της σημερινής Ημερίδας, θα πω μοναχά ότι πρέπει να κάνουμε όλοι μας τους λογαριασμούς μας προβληματιζόμενοι για τις συνέπειες που έχει το γεγονός ότι βασικό χαρακτηριστικό της εποχής μας είναι η υποκατάσταση των παραδοσιακών πολιτικών αξιών από τις νεωτερικές οικονομικές αξίες που συνδέονται με την ατομικότητα, την επιχειρηματικότητα και την εν γένει δυσπιστία απέναντι στη δυνατότητα να υπάρξουν κοινωνικές λύσεις διαφορετικές από αυτές που έχουν ως αφετηρία τους τη συλλογιστική της ανάλυσης ωφέλους-κόστους-κέρδους. Με αυτήν την έννοια οποιαδήποτε ιδέα και αρχή, μεταρρυθμιστική ή επαναστατική, που δεν δημιουργεί τις δυνατότητες της προσωπικής επιλογής με γνώμονα το αποτέλεσμα που δίνει, δυστυχώς ή ευτυχώς, νόημα στη σύγκριση μεταξύ εναλλακτικών επιλογών, είναι δύσκολο να αποσπάσει μία ευρεία συναίνεση, ακριβώς επειδή πλέον συσχετίζεται με την απονομιμοποίηση των γενικών πολιτικών κοινωνικής ωφελείας. Θα κλείσω την παρένθεση λέγοντας ότι ακριβώς επειδή ζούμε σε εποχές γενικευμένης πολιτικής, πολιτισμικής, θεσμικής κρίσης, που προκαλεί η προεξόφληση της αδυναμίας της πολιτικής να λύσει τα ζέοντα κοινωνικά και καθημερινά προβλήματα των πολιτών, δεν πρέπει να τρέφουμε την αυταπάτη ότι οποιαδήποτε πολιτική λύση, όσο ορθή κι αν είναι, μπορεί να περάσει χωρίς να διέλθει από τα διόδια της κοινωνικής δυσπιστίας. Και για να ξεπεραστεί αυτή η κοινωνική δυσπιστία υπάρχει ένας και μόνο δρόμος: αυτός που ακολουθεί τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια της κοινής λογικής. Και όταν λέω ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια της κοινής λογικής εννοώ πάνω απ’ όλα το τεκμήριο της σαφήνειας με την οποία πρέπει να τίθενται τα προβλήματα και τα διλήμματά τους. Δε θεωρώ τίποτα πιο παραγωγικό για την κοινή γνώμη και την κοινωνική συναίνεσή της από το πλήρες ξεκαθάρισμα του περί τίνος πρόκειται κάθε φορά όταν μιλάμε για μεταρρύθμιση γενικά, του ασφαλιστικού ειδικά. Δεν θεωρώ τίποτα περισσότερο παραγωγικό, από την αυστηρή διάκριση των εννοιών και αποσαφήνιση των όρων και των λόγων για τους οποίους θέτουμε και λύνουμε τα οποιαδήποτε κοινωνικά προβλήματα. Έχει τεράστια σημασία, για παράδειγμα, να ξέρει ο πολίτης αν το πρόβλημα είναι ταμειακό ή στρατηγικό, αν είναι αμεσοπρόθεσμο, μεσοπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο, αν είναι δημογραφικό ή αναπτυξιακό, αν είναι παράγωγο μιας διαχειριστικής αναποτελεσματικότητας ή μιας προβληματικής παραγωγικότητας, αν υπάρχει μόνιμη ή προσωρινή λύση, αν εν τέλει μπορεί να υπάρξει ή όχι οποιασδήποτε μορφής βιώσιμο ασφαλιστικό σύστημα που δεν θα παράγει στο μέλλον εξαθλιωμένους συνταξιούχους και προνομιούχους ασφαλισμένους. Κυρίες και κύριοι, Άκουσα με ανακούφιση τον κ. Στουρνάρα να λέει ότι το ασφαλιστικό πρόβλημα είναι εν τέλει καθολικό. Ότι συνδέεται με το σύνολο των προβλημάτων της κοινωνίας και της οικονομίας. Και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υπάρξει αποσπασματική βιώσιμη λύση μεταρρύθμισης χωρίς αυτή να συνδέεται με το σύνολο της οργάνωσης του αναπτυξιακού μας προτύπου, των κοινωνικών μας συμπεριφορών, των οικονομικών της επιλογών, και εγώ θα πρόσθετα των υπαρξιακών μας αντιλήψεων. Αν, λοιπόν, είναι πράγματι έτσι, η συζήτηση καθώς καταλαβαίνετε πρέπει να τεθεί σε μία εντελώς διαφορετική βάση και σε αυτή τη βάση να αναζητηθεί η κοινωνική συναίνεση. Θα κάνω, όμως, μία παρατήρηση γενικεύοντας και πάλι. Η κοινωνική συναίνεση μπορεί να είναι λύση, μπορεί όμως να είναι και αυταπάτη. Η αυταπάτη με την οποία ζει εδώ και πάρα πολλά χρόνια η δημοκρατία. Όχι μόνο η δική μας αλλά και η υπόλοιπη δυτική. Η δημοκρατία που εξορκίζει το ιδεολογικό πάθος και μεταχειρίζεται την κοινωνική ανασφάλεια ως ένα αναγκαίο κακό που θεραπεύεται με τα ηρεμιστικά είτε των μεθόδων της κοινωνικής ύπνωσης, είτε των μεθόδων της ψυχιατρικής συμφιλίωσης με τις νευρώσεις της κοινωνικής ανασφάλειας. Θεοποιεί ένα κοινωνικό συμβόλαιο πάνω στο οποίο θεωρεί ότι μπορεί να οικοδομήσει και να λειτουργήσει ένα κοινωνικό κράτος, πιστεύοντας ότι έτσι εξορκίζει τα δαιμόνια της ανησυχίας που αναστατώνουν ξανά και τη δική μας και τις άλλες κοινωνίες. Ξεχνά, όμως, ότι το κοινωνικό συμβόλαιο δεν υπήρξε προϊόν μιας κοινωνικής συναίνεσης, αλλά μιας μεγάλης, ιστορικής και σχεδόν αδιάκοπης κοινωνικής σύγκρουσης. Ότι, δηλαδή, ακόμα και τώρα δεν είναι κάτι που υπογράφεται σε αποστειρωμένα συμβολαιογραφικά γραφεία, αλλά κάτι που γράφεται συχνά ακόμα και με αίμα. Δεν είναι πια σχεδόν κανένας διατεθειμένος να χύσει το δικό του για να ξαναγράψει ένα καλύτερο κοινωνικό συμβόλαιο για τον ίδιο και τα παιδιά του. Δεν είναι, όμως, και καθόλου σίγουρο ότι αυτό που δεν είναι σήμερα διατεθειμένος να κάνει, δεν θα το κάνει αύριο αν δει ότι δεν υπάρχει διαφορετικός τρόπος συγγραφής των νέων κοινωνικών συμβολαίων που σίγουρα θα χρειασθεί να συναφθούν προκειμένου να ξεφύγει η κοινωνία από τον εφιάλτη της ανασφάλειας που της προκαλεί η αμφιβολία για το κατά πόσο μπορεί να ισχύσει και πολύ περισσότερο να έχει πρακτικό αποτέλεσμα οποιουδήποτε τύπου κοινωνικό συμβόλαιο, οσοδήποτε προβλεπτικό και δίκαιο και αν είναι. Η κοινωνική ασφάλεια δεν είναι σήμερα ένα προϊόν που μπορεί να αγοράσει ο οιοσδήποτε με οποιοδήποτε τίμημα. Είναι ένα κοινωνικό αγαθό εν ανεπαρκεία που πρέπει να παραχθεί εν αφθονία. Και το μεγάλο ερώτημα είναι ποιο είναι το αναπτυξιακό πρότυπο και η οικονομική οργάνωση που μπορεί να το παράσχει. Υπάρχουν, υποθέτω, αυτοί που υποστηρίζουν ότι πρέπει να μάθουμε να ζούμε με την ανασφάλειά μας. Είμαι σίγουρος, όμως, ότι υπάρχουν κι αυτοί που τους είναι αδύνατο να συμφιλιωθούν με την ιδέα ότι ήρθαν σ’ αυτό τον κόσμο, αγωνίζονται για να επιβιώσουν σ’ αυτόν χωρίς κανείς να μπορεί να τους εγγυηθεί ένα ελάχιστο κεκτημένο αξιοπρεπούς διαβίωσης και αισιόδοξης αντίληψης για το μέλλον των παιδιών τους. Προς το παρόν πάντως, εκείνο που πρωτεύει, και για το οποίο ομολογώ ότι δεν είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος, είναι να υπάρξει μία συνολικότερη αντιμετώπιση του θέματος που θα δημιουργήσει την πεποίθηση, πρώτον, ότι ο διάλογος έχει νόημα, δεύτερον, ότι θα καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα και, τρίτον, ότι τα συμπεράσματα στα οποία θα καταλήξει θα μπορέσουν να τεθούν σε ισχύ χωρίς να μείνουν για μία ακόμα φορά μετέωρα, ανεφάρμοστα και δεκτικά ανατρεπτικών αναθεωρήσεων. Δράττομαι εδώ της ευκαιρίας να υπογραμμίσω και κάτι άλλο. Ότι, δηλαδή, το μεγαλύτερο εμπόδιο για την παραγωγή κοινωνικών συναινέσεων δεν είναι ο διάλογος που δεν γίνεται αλλά το νόημα που οι περισσότεροι πιστεύουν ότι δεν έχει. Ιδιαίτερα όταν ακούν ευχολόγια αντί για πρακτικές προτάσεις, αιώνιες επαναλήψεις γνωστών αλλά άλυτων προβλημάτων, επικλήσεις γενικών αρχών αντί για τεχνικές τεκμηριώσεις εφαρμόσιμων στρατηγικών. Υπάρχει η μόνιμη και εύλογη επωδός γιατί δε λύνονται αυτά που μπορούν να λυθούν. Γιατί, για παράδειγμα, η περιώνυμη καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, που αποτελεί λυδία λίθο για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση και τη βιωσιμότητά της, δε μπόρεσε ποτέ να οδηγήσει σε πρακτικά αποτελέσματα. Θα προσθέσω, όμως, και κάτι άλλο. Για τους λόγους που προανέφερα μιλώντας για τη γενικευμένη πολιτική και κοινωνική δυσπιστία, δεν πρέπει να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι η επίκληση αρχών, όπως η αλληλεγγύη, μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε ανθεκτική κοινωνική συναίνεση. Θα διακινδυνεύσω, μάλιστα, την άποψη ότι όπως η υποχρεωτικότητα, έτσι και η βιωσιμότητα δεν θα μπορέσει να γίνει από κανέναν αποδεκτή εάν δεν συνδεθεί και συσχετισθεί πειστικά με την έννοια της ανταποδοτικότητας. Στις συναλλακτικές κοινωνίες, που είναι οι δικές μας, κανείς ποτέ δε μου φαίνεται ότι πρόκειται να συναινέσει στο μέλλον στην καταβολή κανενός οβολού του, αν δεν έχει προηγουμένως πειστεί για το ανταποδοτικό όφελός του. Γι’ αυτό, άλλωστε, το λόγο η λύση της ενοποίησης των ασφαλιστικών ταμείων μου φαίνεται ότι έχει ιδιαίτερα σοβαρά πρακτικά και ψυχολογικά μειονεκτήματα. Φοβούμαι, ωστόσο, ότι η έννοια της ανταποδοτικότητας επίσης δεν μπορεί να είναι αποσπασματική. Προϋποθέτει τη γενίκευση της ισχύος της επί του συνόλου των πολιτικών και κοινωνικών σχέσεων και άρα, για να εφαρμοστεί παραγωγικά, πρέπει να συνδεθεί άμεσα με έναν συνολικότερο κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό επανασχεδιασμό για τον οποίο ακούστηκαν ορισμένες αναφορές, αλλά που δεν είναι, φαίνεται, στις προθέσεις αυτών που βιάζονται για την επιβολή εμβαλωματικών λύσεων στα μεγάλα μας εθνικά και κοινωνικά προβλήματα. Από την άποψη αυτή η εισήγηση της κας Δεδούλη ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτική και διαφωτιστική. Για τον ίδιον, όμως, ίσως λόγο μελαγχολική. Γιατί έδωσε το μέτρο των αλλαγών χωρίς τις οποίες οποιαδήποτε συζήτηση για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση ή θα είναι ακαδημαϊκού χαρακτήρα ή θα είναι περιορισμένης εμβέλειας. Πράγμα το οποίο σημαίνει ότι είναι ουσιαστικά άχρηστη κάθε συζήτηση που περιορίζεται σε σημειακές μεταρρυθμίσεις συγκυριακού χαρακτήρα. Στην καλύτερη περίπτωση συνιστούν διορθωτικές κινήσεις όχι όμως ανατρεπτικές πολιτικές. Και το κακό με τις μη ανατρεπτικές πολιτικές είναι διπλό. Είναι το κακό που συνίσταται στο γεγονός ότι δεν ανατρέπουν τους μηχανισμούς και τα κατεστημένα συμφέροντα που παρεμβάλουν εμπόδια στη χάραξη πραγματικών θεραπευτικών τομών για την επίλυση των κοινωνικών προβλημάτων. Είναι, όμως, και το κακό που συνιστά πάντα κάθε προσέγγιση που χάνει το δάσος πίσω από το δέντρο. Που δεν αντιλαμβάνεται, δηλαδή, την ανάγκη της αλλαγής σε όλο το μήκος και το πλάτος των κοινωνικών και πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών για τη σύγχρονη οργάνωση της κοινωνίας και της οικονομίας σε μια εντελώς διαφορετική βάση. Στη βάση που αρνείται, για παράδειγμα, τη δυσανάλογη προς την παραγωγικότητα καταναλωτικότητα, την αυτοκαταστροφική ανταγωνιστικότητα, την ανάλωση του αύριο από ένα αδιάφορο για τις συνέπειές του παρόν. Σε μια βάση κυρίως που υπαγορεύεται όχι από τις λογικές του πολιτικού κόστους, αλλά από τις λογικές μιας τεχνικής ανάλυσης που μιλάει ταυτόχρονα τη γλώσσα της αλήθειας των αριθμών αλλά και τη γλώσσα της ποιητικής των ονείρων. Όχι με την έννοια ενός εξωπραγματικού νεορομαντισμού που φλερτάρει με την ουτοπία. Αλλά με την έννοια ενός ιστορικού ρεαλισμού που αναγνωρίζει ότι τίποτα δεν είναι περισσότερο πραγματοποιήσιμο από την ποίηση, την σύλληψη, δηλαδή, και την κατασκευή των στόχων που οι άνθρωποι μπορούν και θέλουν να φτάσουν και να πιάσουν με τις πράξεις, τα χέρια και τις αποφάσεις τους. Χρησιμοποιώντας αυτή τη γλώσσα, ίσως και άθελά της, η κα Δεδούλη είπε, κατά τη γνώμη μου, τη μεγαλύτερη αλήθεια. Ότι, δηλαδή, καμία αλλαγή δεν είναι δυνατή, αν δεν εμπεριέχεται σε αυτή το δικαίωμα των ανθρώπων να ονειρεύονται έναν καλύτερο κόσμο με αυθεντικότερες σχέσεις και προοπτικές γενεών. Αν δεν είμαστε διατεθειμένοι να ξαναδιεκδικήσουμε μαζί με τα ασφαλιστικά μας και τα υπαρξιακά μας δικαιώματα στο όνειρο, πολύ φοβούμαι ότι θα πρέπει απλώς να προετοιμαστούμε για να κοιμηθούμε όπως στρώνουμε. Με λύσεις που δεν βλέπουν μακριά, που κόβονται και ράβονται στα μέτρα της συγκυρίας, που δημιουργούν στους πολίτες την αίσθηση της προσωρινότητας και της προσχηματικότητας, που εγκλωβίζονται στο παρόν και χάνουν την προοπτική του μέλλοντος. Η υπόθεση, όμως, του μέλλοντος είναι μία υπόθεση που αντιμετωπίζεται μόνο με επιθετικές αποφάσεις, πρωτοβουλίες και λύσεις. Με αποφάσεις, πρωτοβουλίες και λύσεις που είναι οι μόνες που μπορούν να απαλλάξουν τη στρατηγική επίλυσης των κοινωνικών προβλημάτων από το κατεξοχήν εμπόδιο που δυσκολεύει την παραγωγή των κοινωνικών συναινέσεων. Σε τελική ανάλυση, το εμπόδιο αυτό δεν είναι τίποτα άλλο από την ανασφάλεια που προκαλεί στον κάθε πολίτη η αδυναμία του να αισθανθεί ότι διαθέτει τις δυνατότητες να ορίσει και να εξασφαλίσει το μέλλον του. Να ζήσει το σήμερα με τη σιγουριά για ένα αύριο που ορίζει με τις επιλογές του και τις συμπεριφορές του.
Εισήγηση που αναπτύχθηκε στην ημερίδα της "Ενωσης για την Προάσπιση των Κοινωνικών Δικαιωμάτων" στις 5-3-08 με θέμα: "ΕΠΙΚΑΙΡΟΙ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ.ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙς ΓΙΑ ΕΝΑ ΝΕΟ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ"