Αξιολόγηση των ενοποιήσεων των ασφαλιστικών οργανισμών
- Πατρίνα Β. Παπαρρηγοπούλου
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ από το βιβλίο της Π. Παπαρρηγοπούλου – Πεχλιβανίδη "Η εξέλιξη στο δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Περισσότερη αγορά και περισσότερο κράτος", εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 2004 που αφορά το θέμα των ενοποιήσεων που είχαν πραγματοποιηθεί μέχρι και το 2004. Οι απόψεις της συγγραφέως παραμένουν επίκαιρες και για τις μελλοντικές ενοποιήσεις. 34. Αξιολόγηση των ενοποιήσεων των ασφαλιστικών οργανισμών Η αιτιολογική έκθεση του ν. 3029/02 αναφέρει ότι οι ενοποιήσεις είναι αναγκαίες για να εξασφαλισθεί η αλληλεγγύη μεταξύ των ασφαλισμένων και μεταξύ των γενεών και να αρθούν οι ανισότητες που παρατηρούνται στην κοινωνική ασφάλιση . Κατ’ αρχάς, το πρόβλημα των ανισοτήτων μπορεί να αντιμετωπισθεί με την έμμεση ενοποίηση. Στην περίπτωση αυτή δεν έχει σημασία ο αριθμός των οργανισμών, διότι οι προϋποθέσεις χορηγήσεως των παροχών, το είδος, το ύψος και οι κατηγορίες των παροχών κ.λπ. είναι κοινές για όλους τους ασφαλιστικούς οργανισμούς. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι μειώνονται οι δαπάνες διοικήσεως στην περίπτωση του μικρού αριθμού των ασφαλιστικών οργανισμών, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι όταν δημιουργούνται γιγαντιαίοι οργανισμοί, όπως είναι για παράδειγμα το Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. ή το Ε.Τ.Ε.Α.Μ. ή ο Ο.Α.Ε.Ε., το κόστος ενδέχεται να μη μειώνεται ή ακόμη και να αυξάνεται . Σε κάθε περίπτωση δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο ειδικής μελέτης, το αν αυξάνεται ή όχι το ύψος των δαπανών διοικήσεως των ενοποιούμενων οργανισμών σε σχέση με το ύψος των δαπανών των οργανισμών στους οποίους ενοποιούνται, ούτε το αν και πόσο επιβαρύνονται οι δαπάνες διοικήσεως από τη συγχώνευση . Και στις συγχωνεύσεις εταιρειών έχει παρατηρηθεί ότι αποτελεί μειονέκτημα ο γιγαντισμός των εταιρειών - επιχειρήσεων και ότι επιφέρουν γραφειοκρατία, καθυστέρηση κ.λπ. . Αυτά τα μειονεκτήματα θα μπορούσαν, ίσως, να αντιμετωπισθούν μέσα από τη μηχανογράφηση και τη σύγχρονη τεχνολογική υποστήριξη του έργου των ασφαλιστικών οργανισμών. Συνεπώς, οι ενοποιήσεις είναι μία, όχι η μόνη, από τις περισσότερες εναλλακτικές λύσεις για την άρση των ανισοτήτων. Θα πρέπει να εξετάζεται με συγκεκριμένα οικονομικά στοιχεία και μελέτες για κάθε περίπτωση. Κατά την αιτιολογική έκθεση του ν. 3029/02, η αλληλεγγύη μεταξύ των ασφαλισμένων και μεταξύ των γενεών στηρίζεται στην άρση των ανισοτήτων και επέρχεται ως αποτέλεσμα της μειώσεως του αριθμού των ασφαλιστικών οργανισμών. Κατά τη γνώμη μας, η θέση των ασφαλισμένων βελτιώνεται όταν υπάρχει ανταγωνισμός μεταξύ των ασφαλιστικών οργανισμών. Ο ανταγωνισμός προϋποθέτει το δικαίωμα επιλογής, άρα την ύπαρξη περισσοτέρων ασφαλιστικών οργανισμών. Το δικαίωμα επιλογής μπορεί να θεσπισθεί ανεξάρτητα από τον υποχρεωτικό ή προαιρετικό χαρακτήρα της επικουρικής ασφαλίσεως . Αν κάποιοι τελικά από αυτούς δεν είναι βιώσιμοι ή ανταγωνιστικοί, τότε θα υπάρχει πράγματι λόγος καταργήσεως ή ενοποιήσεως. Η ενοποίηση όμως θα είναι αποτέλεσμα της κακής – μη ανταγωνιστικής λειτουργίας τους και κατ’ ουσίαν απόφαση των ασφαλισμένων. Στον ιδιωτικό τομέα η δημιουργία μεγάλων μονάδων δεν προάγει τον ανταγωνισμό, αν καταλήγει στη δημιουργία ολιγοπωλιακών ή μονοπωλιακών καταστάσεων. Στην περίπτωση αυτή η επιλογή των καταναλωτών περιορίζεται. Ο περιορισμένος αριθμός εταιρειών και επιχειρήσεων συνεπάγεται ότι αυτές αποκτούν ισχύ που επιτρέπει τη διαμόρφωση των τιμών των προσφερόμενων προϊόντων - υπηρεσιών σε επίπεδα που δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό κόστος και σ’ ένα εύλογο κέρδος. Στο δημόσιο τομέα, όπου δεν προβλέπονται κέρδη, η αποφυγή μονοπωλιακών καταστάσεων συνδέεται περιορισμένα με τη διαμόρφωση των τιμών. Η αποφυγή μονοπωλιακών καταστάσεων συνδέεται κυρίως με το επίπεδο των προσφερομένων υπηρεσιών και την εξοικονόμηση των δαπανών διοικήσεως. Στην Ελλάδα δεν έχουν γίνει οικονομικές μελέτες αν και κατά πόσο μειώνονται τα έξοδα διοικήσεως. Ούτε για το αν και κατά πόσο βελτιώνεται η διαδικασία απονομής των παροχών ή προκύπτουν άλλα οφέλη από τις ενοποιήσεις. Εξάλλου, η ενοποίηση δεν είναι αναγκαία για τον κρατικό έλεγχο, δεδομένου ότι έμμεσα έχει ήδη επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό ενοποίηση με την εισαγωγή κοινών προϋποθέσεων για τη χορήγηση των παροχών και συχνά τη θέσπιση παροχών ίδιων σε είδος και ύψος για όλους τους οργανισμούς κύριας και επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Το δικαίωμα επιλογής νοείται σε τρία επίπεδα: επιλογή ως προς την υπαγωγή ή μη• επιλογή ως προς το καθεστώς και την έκταση της προστασίας• και τέλος, επιλογή ως προς τον οργανισμό. Στην κύρια και επικουρική ασφάλιση δεν προβλέπεται επιλογή σε καμία από τις παραπάνω μορφές. Αντίθετα, στα επαγγελματικά καθεστώτα προβλέπεται επιλογή ως προς την υπαγωγή ή μη και επιλογή ως προς το καθεστώς και τον οργανισμό στην περίπτωση που λειτουργούν περισσότερα Τ.Ε.Α. Η υποχρεωτικότητα αποκλείει την επιλογή ως προς την υπαγωγή. Όμως δεν αποκλείει την επιλογή του ασφαλιστικού οργανισμού ή του καθεστώτος. Στις περιπτώσεις αυτές η επιλογή μπορεί να συνδέεται και με τη θέσπιση ελάχιστων ορίων προστασίας και την έμμεση ενοποίηση. Γεγονός είναι ότι με τις ενοποιήσεις μετά τον ν. 3029/02 και 3144/03 λειτουργούν εκατόν εβδομήντα ένα συνολικά οργανισμοί κοινωνικής ασφαλίσεως, από τους οποίους οι είκοσι τρείς κύριας ασφαλίσεως . Ενενήντα έξι οργανισμοί υπάγονται στην εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δέκα στην εποπτεία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, επτά στην εποπτεία του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, ένας στην εποπτεία του Υπουργείου Γεωργίας, ένας στην εποπτεία του Υπουργείου Οικονομικών και ένας στην εποπτεία της Βουλής των Ελλήνων. Μία υπηρεσία ασφαλίσεως λειτουργεί στην Ε.Υ.Δ.Α.Π. και τέλος πενήντα τέσσερα ταμεία αλληλοβοήθειας χορηγούν παροχές επικουρικής ασφαλίσεως . Η διάσπαση της εποπτείας των ασφαλιστικών οργανισμών σε περισσότερα Υπουργεία δεν δικαιολογείται. Η εποπτεία όλων των ασφαλιστικών οργανισμών θα έπρεπε να ανήκει στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που έχει μακρά εμπειρία και εξειδίκευση. Τίθεται το ερώτημα, αν οι ενοποιήσεις προκάλεσαν αντιδράσεις των ενοποιούμενων οργανισμών και των ασφαλισμένων. Περαιτέρω αν τίθενται θέματα συνταγματικότητας και συμβατότητας με την Ε.Σ.Δ.Α. σε σχέση με την προστασία των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων των ενοποιούμενων οργανισμών, με την αυτοδιοίκηση των ασφαλιστικών οργανισμών ιδίως στην περίπτωση που δεν έχουν το ίδιο επίπεδο βιωσιμότητας. 35. Οι ενοποιήσεις σε σχέση με τον πυρήνα του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως Μέχρι την έκδοση του ν. 2676/99 δεν φαίνεται να είχαν εγερθεί ζητήματα αντισυνταγματικότητας και αντιθέσεως με διεθνείς συμβάσεις για την κοινωνική ασφάλιση, εκτός από μεμονωμένες περιπτώσεις. Τέτοια περίπτωση προέκυψε με τον ν. 1276/82 με τον οποίο συγχωνεύθηκε ο κλάδος συντάξεων του Ταμείου Ασφαλίσεως Προσωπικού της Εταιρείας Διαχειρίσεως Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου στον κλάδο συντάξεως του Ι.Κ.Α. (ήδη, Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.). Κατά τις καταστατικές διατάξεις του συγχωνευθέντος ταμείου δικαιούνται συνταξιοδοτήσεως οι ασφαλισμένοι που ανεξάρτητα από το όριο ηλικίας απολύθηκαν από την Εταιρεία εξαιτίας καταργήσεως της θέσεως ύστερα από δεκαετή πραγματική υπηρεσία, ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση απολύσεως που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του απολυόμενου ύστερα από εικοσαπενταετή πραγματική υπηρεσία. Με τον ν. 1276/82 διατηρήθηκαν οι διατάξεις αυτές για μεταβατική περίοδο από την έναρξη ισχύος του νόμου μέχρι την 31-12-87. Το άρθρο 44 του ν. 1902/90 έθεσε όρια ηλικίας για τη συνταξιοδότηση. Κατόπιν αυτού το Ι.Κ.Α. προσέφυγε και επικαλέστηκε ότι η διατήρηση των ως άνω διατάξεων του ταμείου που συγχωνεύθηκε προσβάλλει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των ασφαλισμένων. Ο ισχυρισμός αυτός απορρίφθηκε με την 2606/89 απόφαση του Σ.τ.Ε (Ολ.) , διότι κρίθηκε ότι δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση των ασφαλισμένων του συγχωνευόμενου ταμείου, δεδομένου ότι αυτοί αποτελούν ξεχωριστή κατηγορία σε σχέση με τους λοιπούς ασφαλισμένους του Ι.Κ.Α. και ως εκ τούτου επιτρέπεται η εφαρμογή μεταβατικών διατάξεων. Ακόμη, το Ι.Κ.Α. ισχυρίστηκε ότι παραβιάζεται το άρθρο 25 της 102 Δ.Σ.Ε., η οποία κυρώθηκε με τον ν. 3251/55, καθώς και το άρθρο 25 του Ευρωπαϊκού Κώδικος Κοινωνικής Ασφαλίσεως, που κυρώθηκε με τον ν.1136/81. Και οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν, διότι κρίθηκε ότι οι διατάξεις αυτές δεν εμποδίζουν τον εθνικό νομοθέτη να προβλέψει και την άνευ ορίου ηλικίας συνταξιοδότηση των ασφαλισμένων που συμπληρώνουν ορισμένο χρόνο ασφαλίσεως. Τη νομολογία απασχόλησαν συχνότερα θέματα αναπροσαρμογής των παροχών. Ενδεικτικά, ο ν. 3954/59 περί κυρώσεως της μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και της Ηλεκτρικής Εταιρείας Μεταφορών από 27 Αυγούστου 1957 συμβάσεως και της από 5ης Φεβρουαρίου 1959 συμπληρωματικής συμφωνίας προέβλεπε τον ανακαθορισμό των συντάξεων που είχαν χορηγηθεί πριν από την κατάργησή του. Με την 2/1979 απόφαση του Α.Ε.Δ. επιλύθηκε διαφορά σχετική με τις κατηγορίες των αποδοχών που λαμβάνονται υπ’ όψιν για τον κατά το άρθρο 4 του νόμου ανακαθορισμό των συντάξεων που χορηγήθηκαν από το ταμείο Τ.Σ.Π. – Η.Ε.Μ. το οποίο καταργήθηκε. Το Σ.τ.Ε. επέλυσε ζητήματα σχετικά με τον χρόνο που λαμβάνεται υπ’ όψιν για τον ανακαθορισμό των συντάξεων στο ως άνω ταμείο πριν καταργηθεί . Θέματα συνταγματικότητας είχαν προκύψει με τον Λ.Α.Φ.Κ.Α σε σχέση με τη συγκέντρωση και ανακατονομή των κοινωνικών πόρων προς όφελος των ελλειμματικών ασφαλιστικών οργανισμών. Το Σ.τ.Ε έκρινε ότι οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, διότι αποσκοπούν στην οικονομική ενίσχυση των ελλειμματικών οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως διαμέσου των κοινωνικών πόρων που έχουν θεσπισθεί για όλους γενικά τους οργανισμούς, καθώς και διαμέσου τμήματος του κεφαλαίου τους που έχει επενδυθεί σε αξιόγραφα στον σχηματισμό του οποίου έχουν συμβάλει κατά σημαντικό μέρος κοινωνικοί πόροι. Ο ισχυρισμός ότι ο οργανισμός που θίγεται (το Ταμείο Νομικών στη συγκεκριμένη περίπτωση) θα καταστεί ελλειμματικός απορρίφθηκε με το σκεπτικό ότι η αντιμετώπιση αυτού του ενδεχόμενου έχει ανατεθεί στον νομοθέτη και σε περίπτωση ανάγκης θα μπορεί και αυτός ο οργανισμός να ενισχυθεί από τον Λ.Α.Φ.Κ.Α. Ερωτήματα σε σχέση με τη συνταγματικότητα και τη συμβατότητα με διεθνείς συνθήκες για την κοινωνική ασφάλιση εγέρθηκαν για πρώτη φορά με τις συγχωνεύσεις του ν. 2676/99 και ειδικότερα με την υποχρεωτική κατάργηση των δώδεκα ταμείων επικουρικής ασφαλίσεως δημοσίων υπαλλήλων και τη δημιουργία του ν.π.δ.δ. Τ.Ε.Α.Δ.Υ. . Περισσότερες αιτήσεις ακυρώσεως εκδικάστηκαν από την Ολομέλεια του Σ.τ.Ε. ύστερα από παραπομπή από το Ε' τμήμα του Δικαστηρίου . Αιτούντες ήσαν το Ταμείο Αρωγής Υπαλλήλων Πολιτικής Αεροπορίας (Τ.Α.Υ.Π.Α.), ορισμένοι ασφαλισμένοι, ο σύλλογος εργαζομένων στη Γενική Γραμματεία Δημόσιας Διοίκησης, η Ένωση Υπαλλήλων κλάδου Α.Τ. 2 Τύπου της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών. Με τις αποφάσεις του Σ.τ.Ε.(Ολ.) 3096-3101/2001 εξετάσθηκαν τρία ζητήματα: 1. Αν αντίκειται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος η κατάργηση υγιούς, εύρωστου και αυτοδιοικούμενου ειδικού ασφαλιστικού οργανισμού και η αντί γι’ αυτόν σύσταση νέου οργανισμού που δεν διοικείται από εκπροσώπους των ασφαλισμένων και των συνταξιούχων, αλλά από εκπροσώπους του κράτους και τρίτων. Κατά την ως νομολογία, το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν επιβάλλει κανενός είδους περιορισμό ως προς τον τρόπο οργανώσεως και διοικήσεως των νομικών προσώπων που θα καταστούν οργανισμοί της κοινωνικής ασφαλίσεως, δεδομένου ότι ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέξει ακόμη και την παροχή της από το ίδιο το κράτος. Τέτοια δέσμευση δεν πηγάζει ούτε από το πνεύμα του Συντάγματος ούτε από τις γενικές αρχές που πηγάζουν από τις συνταγματικές διατάξεις με τις οποίες κατοχυρώνεται το κοινωνικό κράτος. Επίσης, κρίνεται ότι το ταμείο που συγχωνεύθηκε στην πραγματικότητα δεν αυτοδιοικείτο, διότι ο αριθμός και οι ιδιότητες των μελών του Δ.Σ., ο κύκλος των ασφαλισμένων προσώπων, το ύψος των εισφορών και παροχών καθορίζονταν νομοθετικά. Επιπλέον, τονίζεται ότι ναι μεν το ταμείο ήταν βιώσιμο, αλλά η οικονομική κατάστασή του έβαινε συνεχώς επιδεινούμενη. 2. Το δεύτερο ζήτημα που εξετάστηκε είναι, αν αντίκειται στην αρχή της ισότητας η ενιαία ρύθμιση ασφαλισμένων και συνταξιούχων που τελούσαν υπό διαφορετικές συνθήκες, δεδομένου ότι εξομοιώνονται ταμεία υγιή και εύρωστα με ταμεία μη βιώσιμα. Κατά την άποψη της πλειοψηφίας, δεν θίγονται οι παροχές των ασφαλισμένων του Ταμείου που συγχωνεύθηκε. Απλώς, ο νομοθέτης εκπληρώνοντας την υποχρέωσή του από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος αναβαθμίζει τις παροχές των ασφαλισμένων στα ταμεία που υστερούσαν και ήσαν μη βιώσιμα• καταβάλλει μάλιστα και κρατική επιχορήγηση για τον σκοπό αυτό. Η μειοψηφία διατύπωσε δύο απόψεις. Κατά την πρώτη , δεν επιτρέπεται η μεταβολή των κεκτημένων δικαιωμάτων των ασφαλισμένων των ταμείων που συγχωνεύονται. Κατά τη δεύτερη , δεν επιτρέπεται η συγχώνευση μη βιώσιμων οργανισμών σε βιώσιμους σύμφωνα με την αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως που κατοχυρώνεται και από τις Συνθήκες του Μάαστριχτ και του Άμστερνταμ και σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Με άλλα λόγια, επιτρέπονται οι συγχωνεύσεις των ασφαλιστικών οργανισμών, εφόσον δεν χειροτερεύει η ασφαλιστική σχέση των ασφαλισμένων στα ταμεία• και αυτό όχι μόνο κατά τον χρόνο της συγχωνεύσεως, αλλά και στο μέλλον από τις έμμεσες συνέπειες των συγχωνεύσεων. Συνεπώς, επιτρεπτή, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, είναι η συγχώνευση ομοιογενών ασφαλιστικών οργανισμών που βρίσκονται σε παραπλήσιο επίπεδο βιωσιμότητας, πράγμα το οποίο πρέπει να προκύπτει από τα πορίσματα επιστημονικής μελέτης που θα τεκμηριώνεται με κατάλληλα στοιχεία. Η ύπαρξη τέτοιας μελέτης είναι ουσιώδης όρος για τη συγχώνευση και ελέγχεται ακυρωτικά. 3. Το τρίτο ζήτημα που εξετάστηκε είναι, αν αντίκειται στο άρθρο 17 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. η χωρίς αποζημίωση αφαίρεση της περιουσίας των ασφαλιστικών οργανισμών, η οποία είχε σχηματισθεί αποκλειστικά από εισφορές των ασφαλισμένων. Αποτέλεσμα της αφαιρέσεως της περιουσίας είναι να κινδυνεύει η θέση των ασφαλισμένων, διότι επαπειλείται μείωση των παροχών. Με την απόφαση απορρίφθηκε ο λόγος αυτός κατά το μέρος που προσέφυγαν οι ασφαλισμένοι, διότι σε κάθε περίπτωση δεν πρόκειται για ατομική περιουσία τους. Περαιτέρω κρίθηκε ότι το ταμείο ως ν.π.δ.δ. δεν έχει περιουσία με την έννοια της ατομικής ιδιοκτησίας. Η περιουσία του ταμείου εξυπηρετεί τους κρατικούς σκοπούς, για τους οποίους έχει συσταθεί. Με δεδομένο ότι δεν μειώνονται οι παροχές κανενός από τα συγχωνευόμενα ταμεία, ο σχετικός λόγος κρίθηκε απορριπτέος, διότι στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Κατά την άποψη της μειοψηφίας , ο λόγος αυτός έπρεπε να γίνει δεκτός σύμφωνα με όσα ανέφερε σχετικά με τη βιώσιμη ανάπτυξη. Για πρώτη φορά, σε αποφάσεις που αναφέρονται σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως, γίνεται μνεία της αρχής της βιώσιμης αναπτύξεως. Η αρχή αυτή καθιερώθηκε μέσα από τη νομολογία του Σ.τ.Ε. σε υποθέσεις που αφορούσαν την προστασία του περιβάλλοντος. Στην αρχή αυτή αναφέρθηκε ο ν. 2742/99 Χωροταξικός σχεδιασμός και αειφόρος ανάπτυξη και άλλες διατάξεις . Τέλος, η αρχή της αειφορίας καθιερώθηκε, με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, στο άρθρο 24, παρ. 1, εδ. β, του Συντάγματος . Το περιεχόμενο της αρχής συνοψίζεται στο ότι το κράτος οφείλει να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να διαφυλάξει το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον . Στην κοινωνική ασφάλιση η αρχή της αειφορίας σημαίνει ότι η σημερινή γενεά δεν επιτρέπεται να εξαντλεί όλες τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και κατ’αυτόν τον τρόπο να υποθηκεύει το μέλλον των επόμενων γενεών. Η ιδέα των επιστημονικών μελετών σχετικά με το επίπεδο βιωσιμότητας των οργανισμών που συγχωνεύονται παραπέμπει στις περιβαλλοντικές μελέτες. Η εκτίμηση των ορίων πέρα από τα οποία παραβιάζεται η αρχή της βιώσιμης αναπτύξεως είναι δυσχερής. Κατά τη γνώμη μας, όμως, η αρχή της αειφορίας δεν εφαρμόζεται στην κοινωνική ασφάλιση. Και το δικαίωμα στο φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον και το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση ανήκουν στα κοινωνικά δικαιώματα που, κατ’ αρχήν δεν θεμελιώνουν αγώγιμες αξιώσεις κατά του Κράτους. Όμως το δικαίωμα στο περιβάλλον εφαρμόζεται αμέσως, ακόμη και αν δεν έχει νομοθετικά προσδιορισθεί, διότι το Σύνταγμα προβλέπει υποχρέωση του κράτους να το προστατεύει. Τέτοια υποχρέωση δεν προβλέπεται για την κοινωνική ασφάλιση, όπου ο ρόλος του κράτους περιορίζεται στη μέριμνα. Πάντως, ακόμη και αν η αρχή της αειφορίας εφαρμοζόταν στην κοινωνική ασφάλιση, θα αφορούσε το σύνολο της κοινωνικής ασφαλίσεως. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να εξετάζονται οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες της συγχωνεύσεως στο σύστημα της κοινωνικής ασφαλίσεως. Δεν αρκεί η εξέταση ενός μεμονωμένου οργανισμού ούτε καν περισσοτέρων οργανισμών που συγχωνεύονται. Η αρχή της αειφορίας θα εξετασθεί και στη συνέχεια ως μέσο για να περιορισθεί η χρηματοδότηση των ασφαλιστικών οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως με την έκδοση κρατικών ομολόγων . Οι αποφάσεις 3096 – 3101/2001 Σ.τ.Ε.(Ολ.) ερμηνεύουν την έννοια του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως κατά τρόπο που επιβεβαιώνει όσα παραπάνω υποστηρίξαμε για τον θεσμό . Ο πυρήνας περιλαμβάνει τα στοιχεία που συγκροτούν την έννοια της κοινωνικής ασφαλίσεως. Στοιχείο του πυρήνα αποτελεί η οργάνωση του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως σε σύστημα τύπου Bismarck ή σε σύστημα με κυρίαρχα χαρακτηριστικά από το σύστημα αυτό. Δεν αποτελούν, όμως, στοιχείο του πυρήνα τα συγκεκριμένα μέτρα οργανώσεως. Ο κοινός νομοθέτης δικαιούται να οργανώσει το σύστημα σε λιγότερους ή περισσότερους οργανισμούς, ομοειδείς κατά κατηγορία εργαζομένων ή όχι. Συνεπώς, επιτρέπεται η υποχρεωτική συγχώνευση ασφαλιστικών οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφαλίσεως με άλλους ομοειδείς ή μη οργανισμούς, ακόμη και αν ο νέος οργανισμός δεν αυτοδιοικείται ή δεν συμμετέχουν οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι στη διοίκησή του. Εκείνο που περισσότερο προβληματίζει είναι η περίπτωση που οι πόροι του συγχωνευόμενου ταμείου έχουν σχηματισθεί αποκλειστικά από εισφορές των ασφαλισμένων, οπότε πράγματι αποτελούν περιουσία του. Το θέμα αυτό ξεπεράσθηκε στις ως άνω αποφάσεις με δικονομικά επιχειρήματα, όπως η έλλειψη του έννομου συμφέροντος των ασφαλισμένων. Αντιμετωπίσθηκε επίσης εύκολα και επί της ουσίας, διότι δεν μειώθηκαν οι παροχές των ασφαλισμένων. Δυσχέρειες όμως θα προέκυπταν στην περίπτωση της μειώσεως των παροχών των ασφαλισμένων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως σχετικά με τη θέσπιση ανώτατων ορίων ασφαλιστικών παροχών . Πάντως, στην περίπτωση αυτή δεν πρόκειται για εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, αλλά για εφαρμογή των σχετικών με την προστασία της περιουσίας διατάξεων του Συντάγματος και της Ε.Σ.Δ.Α. Τελικά, οι ενοποιήσεις με βάση τους παραπάνω νόμους δεν θίγουν τον προστατευόμενο πυρήνα του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως. Αυτό θα γινόταν, αν οι ενοποιήσεις κατέληγαν σε ενιαίο οργανισμό κοινωνικής ασφαλίσεως, που θα παραγνώριζε την κατά επαγγελματικούς κλάδους ασφάλιση, η οποία αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως τύπου Bismarck.