Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

Εισήγηση για το ασφαλιστικό και για το κοινωνικό Κράτος

Μαρία Δεληβάνη – Νεγρεπόντη 
πρ. Πρύτανης και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας - Οικονομολόγος
 
H εισήγηση αυτή αναπτύχθηκε στις 22.10.07 σε ημερίδα που οργάνωσε ο πολιτικός όμιλος για τη δημοκρατία και την πατρίδα.
«……..Είναι, δυστυχώς, πρωτοφανείς, θλιβερές και σε πρώτη ματιά ανεξήγητες αυτές οι κυβερνητικές προθέσεις, που εμφανίζουν ένα Κράτος αναξιόπιστο, ένα Κράτος που αθετεί τις ανειλημμένες του υποχρεώσεις απέναντι στο σύνολο των μισθωτών, ένα Κράτος αδύναμο, που σηκώνει τα χέρια, ένα Κράτος αφερέγγυο, ένα Κράτος θρασύδειλο που δεν τολμά το ίδιο να εξηγήσει στους δικαιούχους πολίτες την απόφαση του να καταργήσει κεκτημένα δικαιώματα τους, αλλά επιλέγει πλάγιες οδούς για να την γνωστοποιήσει. ……….»

 

Με χαρά δέχθηκα να συμβάλλω στον αποψινό προβληματισμό για το ασφαλιστικό και για το κοινωνικό Κράτος. Αποφάσισα, όμως, να μην ασχοληθώ με τις λεπτομέρειες των σεναρίων που κυκλοφορούν σχετικά με το ασφαλιστικό, αλλά αντίθετα να προσπαθήσω να δείξω ότι αυτό προτάθηκε και ανασύρθηκε ανάμεσα από πολυάριθμες αλλαγές, που έχουν αποφασισθεί και μεθοδικά δρομολογούνται, στο χώρο της εργασίας και κάτω από τη γενική επιγραφή «μεταρρυθμίσεις». Πράγματι, τα τελευταία χρόνια η Ευρώπη, που αμαχητί ισοπεδώθηκε στις επιταγές της πιο σκληρής νεοφιλελεύθερης θεώρησης, συνταράζεται από ένα ορμητικό κύμα μεταρρυθμίσεων. Ευελιξία, αύξηση της ανταγωνιστικότητας, εκσυγχρονισμός, απασχολησιμότητα, άτυπη εργασία, είναι μερικοί μόνο από τους όρους, τις έννοιες και τις λέξεις που μας επαναλαμβάνουν, συνεχώς, αρμόδιοι και μη με επίφαση. Οι μεθοδεύσεις που έχουν προηγηθεί, σχετικά, έχουν επιβάλλει ως μονόδρομο τις μεταρρυθμίσεις, ακριβώς όπως πριν λίγα χρόνια και την παγκοσμιοποίηση. Ουδείς, συνεπώς, τολμά να διαφωνήσει με την αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων, αν και ελάχιστοι γνωρίζουν, περί τίνος, ακριβώς, πρόκειται. Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτών των μεταρρυθμίσεων; Σε ποιους, ακριβώς, στόχους αυτές αποβλέπουν; Και πως συμβαίνει να μην εκφράζουν ίχνος αμφιβολιών για την έκβαση τους, αυτοί που τις επαγγέλλονται, αφού δε φαίνεται να υπάρχει γέφυρα ανάμεσα στην εξαγγελία ενός μεταρρυθμιστικού μέτρου και στο αποτέλεσμα που δηλώνεται επίσημα ότι αναμένεται απ' αυτό; Με ποιο σκεπτικό, λοιπόν, και με τι εχέγγυα εμφανίζονται τόσο σίγουροι οι εκάστοτε αρμόδιοι, για το ότι λ.χ. οι διευκολύνσεις απόλυσης εργαζομένων θα οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας, ή η μεγαλύτερη ευελιξία, στην αγορά εργασίας, θα αυξήσει την απασχόληση και την παραγωγικότητα; Αν και δεν υπάρχουν απαντήσεις στα παραπάνω και σε άλλα παρόμοια ερωτήματα, ωστόσο, με αστήρικτες και σαθρές υποθέσεις, που ουδέποτε έχουν αποδειχθεί, αλλά και που παλαιότερες ή εντελώς πρόσφατες μελέτες διαψεύδουν παταγωδώς, κορυφώνονται οι κάθε μορφής μεταρρυθμίσεις, εναντίον των ευρωπαίων εργαζομένων και συνταξιούχων. Ολοένα και περισσότερο πείθομαι πως δεν υπερβάλω όταν στο τελευταίο μου βιβλίο χαρακτηρίζω αυτές τις μεταρρυθμίσεις ως «το ολοκαύτωμα των ευρωπαίων εργαζομένων». Αλλά, γιατί η Ε.Ε. αποφάσισε να εξαθλιώσει, συλλήβδην, τους ευρωπαίους εργαζόμενους; Οι λόγοι για τους οποίους το διευθυντήριο της Ε.Ε. προχωρεί, ακάθεκτο, στην κατεδάφιση των εργασιακών δικαιωμάτων και, γενικότερα, του κράτους Πρόνοιας στην Ευρώπη είναι ένα κράμα ιδεολογικού φανατισμού, πειθούς, αλλά και έντονου αισθήματος μειονεξίας, απέναντι στις ΗΠΑ. Παρότι είναι εμφανές ότι πρόκειται για έγκλημα, εναντίον του συνόλου των ευρωπαίων εργαζομένων, ωστόσο περιβάλλεται από καλές προθέσεις, δηλαδή από την απεγνωσμένη και ως σήμερα ανεπιτυχή προσπάθεια των ιθυνόντων, στην E.E., να επιβάλλουν την Ευρώπη ως την ισχυρότερη και την πιο ανταγωνιστική οικονομία της υφηλίου. Οι πρωτεργάτες των περίφημων αυτών μεταρρυθμίσεων δείχνουν να είναι απόλυτα πεπεισμένοι ότι ο σκοπός αγιάζει τα μέσα, και γι' αυτό κρίνουν χωρίς σημασία το γεγονός ότι οι λαοί της Ευρώπης έχουν ξεσηκωθεί εναντίον τους. Η Ευρώπη, λοιπόν, συμπεριφέρεται ωσάν να μη θέλει πια να είναι Ευρώπη. Επιδιώκει, με κάθε τρόπο, να απορροφηθεί από τις ΗΠΑ, γι’ αυτό και με πρωτοφανή μανία επιτίθεται εναντίον των διαρθρώσεων, που την διαφοροποιούν. Και αυτές είναι το σύνολο των νόμων και των κανόνων, που καθιέρωσαν το δικό της κοινωνικό πρόσωπο, τον δικό της καπιταλισμό, τη δική της δημοκρατία, τη δική της αίσθηση δικαιοσύνης. Η Ευρώπη, με τη θέληση της τώρα, βυθίζεται και πάλι ολοταχώς στο κοινωνικό σκότος, ενός νέου Μεσαίωνα. Τώρα, στις αρχές του ΧΧΙου αιώνα, η Ε.Ε. επιλέγει, καταστρώνει και υλοποιεί σχέδια, που της έρχονται από το μακρινό παρελθόν της και που όλα στοχεύουν στην εξασθένιση της διαπραγματευτικής ικανότητας των εργαζομένων της, στην καταπάτηση κάθε είδους εργασιακού τους δικαιώματος, κάθε μορφής ελευθερίας τους και κάθε δυνατότητας επιλογής τους. Είναι, λοιπόν, γεγονός ότι η Ευρώπη επέλεξε για τα 4/5 του ενεργού πληθυσμού της, συνθήκες κοινωνικής προλεταριοποίησης. Η Ευρώπη, αδίστακτα, πια δημιουργεί περιβάλλον ακραίας εκμετάλλευσης του συντελεστή εργασία. Οι συνέπειες είναι εμφανείς στη σημαντική μείωση του μεριδίου της εργασίας στο ΑΕΠ σε ολόκληρη την Ευρώπη, υπέρ των κερδών, καθώς και στα 11 εκατομμύρια εργαζομένων-πενήτων, δηλαδή εργαζομένων που με το μισθό τους δεν είναι σε θέση να πληρώσουν ενοίκιο, ούτε να στείλουν τα παιδιά τους σε σχολεία, και των οποίων ο αριθμός ταχύτατα πολλαπλασιάζεται. Η επιχείρηση αυτή της ολοκληρωτικής κατάργησης των εργασιακών δικαιωμάτων και του ευρωπαϊκού Κοινωνικού κράτους, γενικότερα, προωθείται με τη βοήθεια των μεταρρυθμίσεων. Αν και αποφεύγεται, μεθοδικά, η διευκρίνιση του περιεχομένου αυτών των μεταρρυθμίσεων, ωστόσο ο τρόπος με τον οποίο προβάλλονται παραπέμπει, σαφώς, στην πρόοδο, στον εκσυγχρονισμό, στο μέλλον, σε βελτιώσεις κάθε μορφής, έτσι που κανείς να μη διανοείται να αντιταχθεί σ’ αυτές και να υπάρχει μια γενικότερη συναίνεση για την υλοποίηση τους, Η συναίνεση, βέβαια, ως τη στιγμή που αποκαλύπτεται το περιεχόμενο τους. Εξάλλου, ως το σημαντικότερο επίτευγμα αυτών των μεταρρυθμίσεων, όπως αναγνωρίστηκε με κυνισμό από τον πρώην διοικητή της Αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας A. Greenspan θεωρείται «η γενίκευση αισθήματος ανασφάλειας, που εξαναγκάζει τους εργαζομένους να είναι όσο γίνεται πιο αποδοτικοί». Σ' αυτό τον μεταρρυθμιστικό κυκεώνα, που προωθείται μεθοδικά στον εργασιακό χώρο, υπάγεται και το ασφαλιστικό. Η πρόοδος του οφείλει να συμβαδίζει με την επέκταση της ευέλικτης εργασίας, της απασχολησιμότητας, της άτυπης εργασίας, της ενοικίασης εργαζομένων κοκ. Πρόκειται, ωστόσο, για σχήμα οξύμωρο, γιατί όταν η ευέλικτη εργασία επικρατήσει, αποφασιστικά, στην αγορά, το ασφαλιστικό, με την παρούσα μορφή του, θα ανήκει πια στην ιστορία. Τι είδους, αλήθεια, ασφάλιση μπορεί να έχει ένας εργαζόμενος που θα προσλαμβάνεται ακόμη και για μία ημέρα; Όπως και στην υπόλοιπη ΕΕ, έτσι και στην Ελλάδα έχουν συντελεστεί αθόρυβα σημαντικές πρόοδοι στην προετοιμασία του εδάφους, αλλά και σε μεμονωμένες, προς το παρόν, περιπτώσεις έχουν προχωρήσει οι οδυνηρές αυτές μεταρρυθμίσεις και σε εφαρμογές όπως, ανάμεσα και σε πολλές άλλες, κατάργηση του κατώτατου μισθού, κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αύξηση του ωραρίου εργασίας χωρίς αύξηση των απολαβών, κατάργηση της μονιμότητας, κατάργηση των επιδομάτων και παροχών, απροσδιόριστο ωράριο εργασίας, εργασία και το Σαββατοκύριακο κ.ο.κ. Ας σημειωθεί, ωστόσο, ότι ο βαθμός ευελιξίας της ελληνικής αγοράς ήταν ήδη εξαιρετικά υψηλός και αναμφίβολα, ο υψηλότερος της Ευρώπης, δεδομένου ότι η χώρα μας καταγράφει το μεγαλύτερο ποσοστό παραοικονομικής δραστηριότητας, μέσα στο επίσημο ΑΕΠ της, το ύψος της φοροδιαφυγής είναι ανεξέλεγκτο, μια και 4 στους 10 επιχειρηματίες φοροδιαφεύγουν, το 14% των φορολογουμένων πληρώνει το 82,25% του συνόλου των άμεσων φόρων, και σύμφωνα με εκτιμήσεις ο αριθμός των μη ασφαλισμένων εργαζομένων, στη χώρα μας, αγγίζει το 1,1 εκατομμύριο. Ακόμη, το 70% της αύξησης της απασχόλησης, το 2006, διοχετεύεται στην ευέλικτη εργασία. Διερωτάται, λοιπόν κανείς, τι περισσότερο μπορεί να επιδιώκεται στο χώρο της εργασίας, κάτω από τη γενικότερη επιγραφή της ευελιξίας; Και έρχομαι, τώρα, ειδικότερα, στο ασφαλιστικό που αποτελεί τμήμα των ευρύτερων μεταρρυθμίσεων. Θα πρέπει να διερωτηθούμε γιατί προτάθηκε επίσημα το ασφαλιστικό, από τη σωρεία των υπόλοιπων μεταρρυθμίσεων. Οι λόγοι αυτής της προτίμησης είναι, ενδεχόμενα, πρώτον η ύπαρξη δικαιολογίας, χάριν της γήρανσης του πληθυσμού και, δεύτερον, η ελπίδα ότι θα λειτουργήσει ως προπομπός, διευκολύνοντας την υλοποίηση των υπολοίπων. Οπωσδήποτε, τα όσα συμβαίνουν, τώρα στην Ελλάδα, στο χώρο του ασφαλιστικού είναι όντως απίστευτα και θα ήταν αδιανόητα λίγο, μόνο, χρόνο πριν από σήμερα. Πριν δηλαδή από την πλήρη επικράτηση του άκρατου νεοφιλελευθερισμού. Συγκεκριμένα, η Κυβέρνηση, συνεπικουρούμενη και από παράγοντες εντός και εκτός της χώρας δηλώνει αδυναμία εκπλήρωσης των ανειλημμένων υποχρεώσεων της και πιέζει τους εργαζόμενους να δεχθούν αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, καθώς και ουσιαστική μείωση των συντάξεων, με τη δικαιολογία ότι το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα δεν είναι βιώσιμο. Τολμούν, ναι, τολμούν οι αρμόδιοι να προτείνουν ως λύση την μείωση των συντάξεων, αν και το 71% των συνταξιούχων λαμβάνει σύνταξη χαμηλότερη των 600€, και το μεγαλύτερο τμήμα από τις χήρες λαμβάνει σύνταξη κατώτερη από 400€, Τολμούν, ναι, τολμούν αν και γνωρίζουν ότι οι συνεχείς μειώσεις των πραγματικών μισθών τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με τις σημαντικές αυξήσεις του επιπέδου τιμών υποχρεώνει το 50% των εργαζομένων να προσφεύγει σε δανεισμό με προοπτική εξόφλησης του χρέους τη στιγμή της συνταξιοδότησης. Και αναφορικά με την πρόθεση αύξησης των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, αξίζει να γίνουν δύο επισημάνσεις: πρώτον, η Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία χωρών με υψηλότερη του μέσου όρου ηλικία συνταξιοδότησης, και δεύτερον, το μέτρο είναι αυτόχρημα παράλογο σε οικονομία με τόσο υψηλή ανεργία, όπως η ελληνική. Είναι, δυστυχώς, πρωτοφανείς, θλιβερές και σε πρώτη ματιά ανεξήγητες αυτές οι κυβερνητικές προθέσεις, που εμφανίζουν ένα Κράτος αναξιόπιστο, ένα Κράτος που αθετεί τις ανειλημμένες του υποχρεώσεις απέναντι στο σύνολο των μισθωτών, ένα Κράτος αδύναμο, που σηκώνει τα χέρια, ένα Κράτος αφερέγγυο, ένα Κράτος θρασύδειλο που δεν τολμά το ίδιο να εξηγήσει στους δικαιούχους πολίτες την απόφαση του να καταργήσει κεκτημένα δικαιώματα τους, αλλά επιλέγει πλάγιες οδούς για να την γνωστοποιήσει. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι αν όντως η κατάσταση είναι τόσο τραγική, όσο επιμένουν να μας την παρουσιάζουν οι, διαφόρου προέλευσης, επιδιώξεων και συμφερόντων παράγοντες, που συνεπικουρούν την Κυβέρνηση, κι αν πράγματι το Κράτος αδυνατεί να ανταποκριθεί, οπότε στην περίπτωση αυτή θα πρόκειται περί χρεοκοπίας. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι, παρά τις κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες, που επικεντρώνονται κυρίως στη γήρανση του πληθυσμού, αν υπήρχε κρατική βούληση για τη συνέχιση του ισχύοντος ασφαλιστικού συστήματος και αν το Κράτος αισθανόταν υπεύθυνο απέναντι στο 64% του συνολικού απασχολουμένου πληθυσμού, θα έβρισκε αναρίθμητες λύσεις. Το ότι οι λύσεις αυτές δεν αναφέρονται καν ενισχύει το σενάριο βάσει του οποίου οι αρμόδιοι παράγοντες έχουν αναλάβει την υποχρέωση, απέναντι στην Ε.Ε., να μεταβάλλουν και όχι να προσπαθήσουν να διατηρήσουν το ισχύον ασφαλιστικό σύστημα. Γι' αυτό, και καταβάλλονται συντονισμένες προσπάθειες, να πειστεί η κοινωνία για την άμεση, την αναπότρεπτη ανάγκη αυτών των αλλαγών. Ωστόσο, η κοινωνία, παρά τις απειλές για δήθεν βιβλικές καταστροφές, αν δεν πραγματοποιηθούν αμέσως οι μεταρρυθμίσεις, εμφανίζεται κάθετα αντίθετη σ' αυτές. Πράγματι, πρόσφατη σχετική δημοσκόπηση που έγινε, από την Καθημερινή, φέρει το 80% περίπου των ερωτηθέντων να μην πιστεύει ότι η συνέχιση του συστήματος απαιτεί τόσο δραστικά μέτρα, όσο αυτά που δρομολογούνται. Χωρίς να παραβλεφθεί η ορθότητα του ρητού «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν» ο προκαλούμενος και γενικευμένος πανικός, που απαιτεί λύση εδώ και τώρα δίνει την εντύπωση ηθελημένης μεγιστοποίησης του προβλήματος, ενώ ταυτόχρονα μονοδρομείται και η λύση του. Και σε ό,τι αφορά τη δήλωση αδυναμίας συνέχισης του ισχύοντος ασφαλιστικού συστήματος εξαιτίας ανεπαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση του, αυτή είναι όντως εξαιρετικά προκλητική. Γιατί πώς να πειστούμε για την αδυναμία αυτή, όταν το ευρωπαϊκό κοινωνικό Κράτος δημιουργήθηκε και μπόρεσε να λειτουργήσει αμέσως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην τότε ρημαγμένη Ευρώπη ενώ, τώρα, με τετραπλάσιο κατά κεφαλή εισόδημα των κατοίκων της δηλώνει ότι δεν το μπορεί; Να δεχθούμε ότι υπάρχουν κάποια ειδικότερα προβλήματα, τώρα, που προβλέπεται ότι θα επιδεινωθούν μελλοντικά. Τι θα έπρεπε λοιπόν να πράξει Κράτος, που επιθυμεί να παραμείνει φερέγγυο και να μην εγκαταλείψει τους εργαζόμενους στους 5 δρόμους; Θα έπρεπε να συγκεντρώνει πόρους και να τους διοχετεύει στα Ταμεία, προσπαθώντας ακόμη και για την ασφαλή και αποδοτική τους τοποθέτηση. Αλλά τι κάνει το Κράτος μας; Μειώνει τη φορολογική επιβάρυνση στα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια, στα κέρδη και στην περιουσία, αν και η συνολική φορολογική επιβάρυνση, στην Ελλάδα, είναι αισθητά χαμηλότερη σε σύγκριση με την αντίστοιχη του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Ακόμη, το Κράτος, αντί να τιμωρεί τις επιχειρήσεις που υπονομεύουν το ΙΚΑ, προβαίνει συνεχώς σε χαριστικές ρυθμίσεις των οφειλών τους, ενώ και το ίδιο έχει καταληστεύσει το ΙΚΑ, στο οποίο χρωστά, μόνο για τα τελευταία 5 χρόνια, 4 δισεκατομμύρια €. Και, βέβαια, από προχθές το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, με την τελευταία του σχετική έκθεση αποστόμωσε όσους υποστηρίζουν ότι υπάρχει άμεσο πρόβλημα, εφόσον αποδεικνύεται ότι ως το 2025 δεν υπάρχει. Είναι, συνεπώς εμφανές ότι δεν αναζητείται λύση, αλλά αντίθετα δρομολογούνται ριζικές αλλαγές στο ασφαλιστικό, γιατί αυτό επιτάσσει το διευθυντήριο της Ε.Ε., το οποίο με τη σειρά του, και κάτω από το ασήκωτο βάρος των φανατισμένων νεοφιλελεύθερων, που έχουν συγκεντρωθεί στους κόλπους του, επείγεται να ιδιωτικοποιήσει τα πάντα και να καταργήσει σταδιακά το Κράτος Πρόνοιας, το οποίο θεωρεί ως τον κύριο υπεύθυνο, για τη δημιουργία δημοσίων ελλειμμάτων πληθωρισμού. Και παρότι πολυάριθμες ιδιωτικοποιήσεις, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, και ειδικά στο χώρο της υγείας και των συντάξεων, αποδείχθηκαν παταγωδώς ανεπιτυχείς, ωστόσο αυτές συνεχίζονται ακάθεκτες. Δυστυχώς, η Ε.Ε. διαθέτει ισχυρότατο όπλο για να επιβάλλει τις απόψεις της στα κράτη-μέλη. Είναι το Σύμφωνο Σταθερότητας, στις παράλογες, εξωπραγματικές και επικίνδυνες απαιτήσεις του οποίου αδυνατούν, συνήθως, να ανταποκριθούν τα κράτη-μέλη. Καταγράφουν, έτσι, ελλείμματα μεγαλύτερα των επιτρεπτών και καθίστανται ευάλωτα στις πιέσεις του διευθυντηρίου της Ε.Ε.. Η ευνοϊκή αντιμετώπιση αυτών των ελλειμμάτων, από το διευθυντήριο της Ε.Ε. ενδέχεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, να αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με αντάλλαγμα την επίσπευση των οδυνηρών αυτών μεταρρυθμίσεων.Είναι, λοιπόν, ξεκάθαρο ότι στα πλαίσια της αυτοκρατορίας της αγοράς δεν υπάρχει θέση για αναδιανομή εισοδήματος υπέρ των ασθενέστερων, για κοινωνική αλληλεγγύη και συνοχή και, ούτε βέβαια, για Κοινωνικό κράτος. Επειδή, ωστόσο, η επάνοδος στο Μεσαίωνα, στις αρχές του 21ου αιώνα, προοιωνίζει θανάσιμα επικίνδυνες κοινωνικές αναταραχές, επιβάλλεται μια έντονη, μεθοδική και αποτελεσματική αντίσταση σ' αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Μαρία Δεληβάνη – Νεγρεπόντη πρ. Πρύτανης και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Μακεδονίας - Οικονομολόγος

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων