Τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και το κοινοτικό δίκαιο
- Γιώργος Κατρούγκαλος
Ως (πολιτική ή στρατιωτική) σύνταξη ορίζεται η πάγια, περιοδική ανά μήνα ισόβια παροχή, που καταβάλλεται στα άμεσα ή έμμεσα όργανα του κράτους και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή στα προστατευόμενα από αυτούς πρόσωπα, με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας. Η σύνταξη καταβάλλεται κατά κανόνα από το δημόσιο ταμείο. Τούτο όμως δεν αποτελεί αναγκαίο όρο για τον προσδιορισμό της, εφόσον, κατά τη νομολογία, οι συντάξεις που καταβάλλονται από το ΙΚΑ σε υπαλλήλους των ΝΠΔΔ θεωρούνται επίσης πολιτικές και όχι κοινωνικοασφαλιστικές και υπάγονται και αυτές στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Ως (πολιτική ή στρατιωτική) σύνταξη ορίζεται η πάγια, περιοδική ανά μήνα ισόβια παροχή, που καταβάλλεται στα άμεσα ή έμμεσα όργανα του κράτους και των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου ή στα προστατευόμενα από αυτούς πρόσωπα, με τη συμπλήρωση συντάξιμης υπηρεσίας. Η σύνταξη καταβάλλεται κατά κανόνα από το δημόσιο ταμείο. Τούτο όμως δεν αποτελεί αναγκαίο όρο για τον προσδιορισμό της, εφόσον, κατά τη νομολογία, οι συντάξεις που καταβάλλονται από το ΙΚΑ σε υπαλλήλους των ΝΠΔΔ θεωρούνται επίσης πολιτικές και όχι κοινωνικοασφαλιστικές και υπάγονται και αυτές στην δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου[1]. Mέχρι τη θέση σε ισχύ των νόμων 1902/1990 και 2084/1992[2], οπότε και η χρηματοδότηση των κρατικών συντάξεων βάρυνε εξ ολοκλήρου τον κρατικό προϋπολογισμό, φαινόταν να υπάρχει μια βασική ειδοποιός διαφορά μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικοασφαλιστικών συντάξεων: η μη καταβολή από τους δημοσίους υπαλλήλους ασφαλιστικών εισφορών[3]. Σε κάθε περίπτωση, υπό το νέο νομοθετικό καθεστώς, η σύνταξη του δημοσίου αποτελεί γνήσια ανταποδοτική παροχή ασφαλιστικού χαρακτήρα. Η ανταποδοτικότητα εδώ, βεβαίως, νοείται με ευρεία έννοια και δεν συναρτάται απολύτως με την καταβολή των σχετικών εισφορών[4], αλλά απορρέει από το γεγονός ότι η θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος προϋποθέτει την παροχή των υπηρεσιών του υπαλλήλου[5]. Προνοιακό και όχι ανταποδοτικό χαρακτήρα έχουν μόνον εκείνες οι συντάξεις που δεν συνδέονται με την παροχή άμεσης και ενεργούς υπηρεσίας στο δημόσιο, όπως οι συντάξεις των καλλιτεχνών, των πολεμικών αναπήρων, κ.λ.π. . Η σύνταξη δεν αποτελεί, συνεπώς, έκφανση του κρατικού imperium, εκδήλωση δηλαδή πρόνοιας του Δημοσίου απέναντι στους υπαλλήλους «του», αλλά αξίωση που απορρέει από το συνταγματικό δικαίωμα στην ασφάλιση, καθ’υπέρβαση των παλαιότερων αντιλήψεων που αντιλαμβάνονταν την δημοσιοϋπαλληλική σχέση ως σχέση ειδικής εξάρτησης προς το κράτος[6]. Το καθεστώς συνταξιοδότησης των δημοσίων υπαλλήλων αποτελεί, επομένως, ένα ειδικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης[7], που διαφέρει από το γενικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης του ιδιωτικού τομέα, σε δύο κυρίως τομείς, που δεν επηρεάζουν, πάντως, τη φύση του ως κοινωνικό δικαίωμα ή τη συνταγματική του θεμελίωση στο άρθρο 22 παρ. 5 Σ: α) Ως προς την ουσιαστική, συστηματική του ρύθμισή του από τον κοινό νομοθέτη (όπως κωδικοποιείται κυρίως στον Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων) με διαφορετικό τρόπο από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα[8]. β) Ως προς την ειδική δικαιοδοσία επί των σχετικών διαφορών, η οποία κατά το άρθρο 98 ανήκει στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Κατά την πάγια νομολογία του τελευταίου οι συνταξιοδοτικές διαφορές, που κατά την έννοια του άρθρου 98 παρ. 1 περ. στ' του Συντάγματος ανήκουν στην δικαιοδοσία του, είναι εκείνες που ανακύπτουν από πράξεις ή παραλείψεις των αρμοδίων συνταξιοδοτικών οργάνων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κατά την προβλεπόμενη από τον Συνταξιοδοτικό Κώδικα διαδικασία κανονισμού συντάξεων και σχετίζονται με την αναγνώριση σε βάρος του Δημοσίου Ταμείου δικαιώματος για καταβολή σύνταξης ή άλλης, συνταξιοδοτικού χαρακτήρα, παροχής σε δημοσίους πολιτικούς ή στρατιωτικούς υπαλλήλους καθώς και σε όσους εξομοιώνονται από συνταξιοδοτική άποψη με αυτούς[9].
Β- Πολιτικές συντάξεις και κοινοτικό δίκαιο
Κατά την πάγια νομολογία του ΔΕΚ τα Κράτη – Μέλη διατηρούν την αποκλειστική αρμοδιότητα να οργανώνουν τα εθνικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης[10]. Εξαρχής όμως κατέστη φανερό ότι δεν θα ήταν δυνατή η επίτευξη των σκοπών των άρθρων 48 έως 51 (ήδη 39, 42 ΣυνθΕΚ) περί ελευθερίας μετακίνησης των εργαζομένων, εάν δεν ρυθμιζόταν η δυνατότητα διατήρησης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των μετακινουμένων εργαζομένων. Αντίθετη στην ελευθερία μετακίνησης θα ήταν και η δυνατότητα του εθνικού νομοθέτη να καθορίσει όρους απώλειας ή αναστολής ενός ασφαλιστικού δικαιώματος ώστε να ευνοούνται οι υπήκοοι του δικού του κράτους σε σχέση με αυτούς άλλων κρατών. Για το λόγο αυτό ο κανονισμός 1408/71[11], επιδιώκει τον περιορισμένο συντονισμό μεταξύ των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και υγειονομικής περίθαλψης των κρατών μελών, ώστε να εξασφαλίζεται η ελεύθερη διακίνηση και η διαρκής κοινωνικο-ασφαλιστική προστασία στο χώρο και στο χρόνο των μετακινούμενων εργαζομένων, με τη «φορητότητα» των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων από ένα κράτος μέλος σε άλλο. Οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων εντάσσονται σαφώς στο σύστημα του Κανονισμού 1408/71. Περαιτέρω, από σειρά αποφάσεων του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων προκύπτει ότι η επαγγελματική σύνταξη που καταβάλλεται ως συνέπεια της σχέσης εργοδότη-εργαζομένου αποτελεί αμοιβή κατά την έννοια του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ[12] και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγία 86/378/ΕΚ (όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 96/97/ΕΚ. Στην έννοια της επαγγελματικής σύνταξης με αυτή την έννοια έχει κριθεί ότι συμπεριλαμβάνονται και οι συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων[13].
Γ- Συντάξεις και ισότητα των φύλων
Κατά το άρθρο 141 (πρώην 119) της ΣυνθΕΚ κάθε κράτος µέλος έχει υποχρέωση να εξασφαλίσει την εφαρµογή της αρχής της ισότητας της αµοιβής µεταξύ ανδρών και γυναικών για όµοια εργασία ή για εργασία της αυτής αξίας, ενώ στην παρ. 2 ορίζεται ότι ως «αµοιβή» δεν νοούνται μόνον οι συνήθεις βασικοί ή κατώτατοι µισθοί αλλά και όλα τα άλλα οφέλη, που παρέχονται άµεσα ή έµµεσα, σε χρήµατα ή σε είδος, από τον εργοδότη στον εργαζόµενο , λόγω της σχέσης εργασίας. Με νομική βάση τα άρθρα 94 και 308 ΣυνθΕΚ εκδόθηκαν για το σκοπό αυτό οι Οδηγίες 75/117/EOK[14] και 79/7 ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης[15], 86/613 ΕΟΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχείρισης μεταξύ ανδρών και γυναικών που ασκούν αυτόνομη δραστηριότητα καθώς και σχετικά με την προστασία της μητρότητας και 86/378 ΕΟΚ του Συμβουλίου για την εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια, κυρίως από την Οδηγία 96/97 ΕΚ του Συμβουλίου της 20ης Δεκεμβρίου 1996[16]. Η κοινοτική αυτή νομοθεσία επηρέασε άμεσα τους όρους μισθών και αμοιβών των κρατών μελών, μολονότι, θεωρητικά, δεν υφίσταται στον τομέα αυτό ούτε καν συντρέχουσα κοινοτική αρμοδιότητα αντίστοιχα. Σημαντική ήταν η επιρροή και στα εθνικά δίκαια κοινωνικής ασφάλισης, δεδομένου ότι, όπως ερμηνεύτηκε από το ΔΕΚ, η ευρεία διατύπωση του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ καλύπτει και τις συνταξιοδοτικές παροχές των επαγγελματικών ταμείων ασφάλισης όπου η ασφαλιστική σχέση απορρέει ευθέως από την ύπαρξη σχέσης εργασίας[17]. Το κριτήριο αυτό, κατά την εξελισσόμενη νομολογία, συντρέχει εφόσον α) η σύνταξη αφορά μια ιδιαίτερη κατηγορία εργαζομένων και β) καταβάλλεται λόγω ύπαρξης σχέσης εργασίας, το ύψος της δε εξαρτάται από το χρόνο απασχόλησης και το μισθό[18]. Συνεπώς, υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου τόσο τα «εκ του νόμου» συστήματα[19], (εκτός από τα αμιγώς εκ του νόμου γενικής εφαρμογής), υποχρεωτικά ή μη[20], ανεξάρτητα από την οργάνωση τους σύμφωνα με το κεφαλαιοποιητικό ή και το αναδιανεμητικό σύστημα[21], και από το εάν ασφαλίζουν μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα ή δημοσίους υπαλλήλους[22]. Πρόσφατα η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη ως καθοριστικό κριτήριο το ότι η σύνταξη καταβάλλεται ως συνέπεια της σχέσης εργασίας μεταξύ του υπαλλήλου και του δημοσίου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων εμπίπτει στο πεδίο της εφαρμογής του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ και της οδηγίας 79/7. Έκρινε, επιπλέον, ότι το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από το γεγονός ότι τα χαρακτηριστικά του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος είναι σε γενικές γραμμές παρόμοια με τα συνταξιοδοτικά συστήματα που εξετάστηκαν από το Δικαστήριο στις υποθέσεις C- 7/93, Beune, C-366/99,Griesmar και C-351/00, Niemi, τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141ΣυνθΕΚ[23]. Η ισότητα μεταχείρισης, κατά το άρθρο 141 ΣυνθΕΚ, είναι δημιουργική δικαιωμάτων, με την έννοια ότι υποχρεώνει, κατά τρόπο θετικό, στην βελτίωση της κοινωνικοασφαλιστικής προστασίας της μειονεκτούσας πλευράς[24]. Ενώ, όμως, μέχρι σήμερα η συνήθως μειονεκτούσα πλευρά ήταν οι γυναίκες, υφίστανται ήδη περιπτώσεις, ειδικά σε ό,τι αφορά τα υψηλότερα όρια ηλικίας, όπου είναι υφίστανται δυσμενέστερες διατάξεις για τους άντρες εργαζομένους. Προφανώς, εάν υφίσταται πεδίο εφαρμογής της ρύθμισης αυτής, οι άντρες που υφίστανται δυσμενή διάκριση έχουν δικαίωμα να ζητήσουν τη συνταξιοδότηση τους στην ίδια ηλικία με τις γυναίκες συνταξιούχους. Βεβαίως, η παρ. 4 του άρθρου 141, επιτρέπει μέτρα θετικής διάκρισης (affirmative action) υπέρ των γυναικών, με τη μορφή «ειδικών πλεονεκτημάτων, τα οποία διευκολύνουν το λιγότερο εκπροσωπούµενο φύλο να συνεχίσει µία επαγγελµατική δραστηριότητα ή προλαµβάνουν ή αντισταθµίζουν τα µειονεκτήµατα στην επαγγελµατική σταδιοδροµία», με σκοπό «να εξασφαλιστεί εµπράκτως η πλήρης ισότητα» των δύο φύλων[25]. Με την απόφαση Griesman όμως του 2001, το ΔΕΚ περιόρισε το εύρος εφαρμογής των θετικών αυτών μέτρων, θεωρώντας ότι μόνον η εγκυμοσύνη και η μητρότητα δικαιολογούν τη διαφοροποίηση ανδρών και γυναικών στησυνταξιοδοτική νομοθεσία. Συνεπώς, διαφορετικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ή άλλα συνταξιοδοτικά μέτρα υπέρ των γυναικών δεν συνιστούν παρόμοια επιτρεπόμενα θετικά μέτρα και απαγορεύονται[26]. Η νομολογία αυτή είναι ενδεικτική της διαφορετικής λογικής που διέπει τα μέτρα θετικής δράσης, αλλά και την ίδια την αρχή της ισότητας στο κοινοτικό και στα εθνικά δίκαια. Στα κράτη-μέλη, λόγω της αρχής του κοινωνικού κράτους, η "τυπική ισότητα δικαίου εξελίχθηκε σε ουσιαστική ισότητα μέσω του δικαίου"[27], που κατατείνει στην εξάλειψη όχι μόνον των αυθαίρετων διακρίσεων, αλλά και στην άμβλυνση των πραγματικών ανισοτήτων[28]. Η αντίληψη αυτή της ισότητας, που αποτελεί "θεμελιώδες συστατικό" του κοινωνικού κράτους[29], ξεπερνά την απλή ισότητα ευκαιριών σε νομικό επίπεδο, και τείνει να εφαρμοσθεί και στο επίπεδο των υλικών συνθηκών και των πραγματικών ευκαιριών[30] ως μέσο για την οικοδόμηση μιας δικαιότερης κοινωνικής τάξης[31]. Το θέμα έχει μείζον ενδιαφέρον, επομένως, για τα όρια συνταξιοδότησης. Η Οδηγία 79/7 ΕΟΚ προβλέπει εξαιρέσεις ως προς τα όρια ηλικίας, αποκλειστικά όμως για τα εκ του νόμου συστήματα και όχι για τα επαγγελματικά. Κατά την επίσημη ελληνική θέση, βεβαίως, δεν υπάρχουν στη χώρα μας επαγγελματικά συστήματα, εφόσον οι οργανισμοί επικουρικής κοινωνικής ασφαλίσεως είναι συστήματα εκ του νόμου που υπάγονται ή μπορεί να υπαχθούν στον κανονισμό ΕΟΚ 1408/71. Το Δ.Ε.Κ. όμως έχει ήδη απορρίψει τον ισχυρισμό αυτόν, με την απόφαση του στην υπόθεση Εβρενόπουλος, στην οποία έκρινε ότι το καθεστώς ασφάλισης του προσωπικού της Δ.Ε.Η., εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της ως άνω Οδηγίας 96/97/ΕΚ[32]. Υποστηρίζεται και η εντελώς αντίθετη θέση, κατά την οποία όλα τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας μας εμπίπτουν στο πεδίο του άρθρου 141[33]. Ορθότερη φαίνεται να είναι η ενδιάμεση άποψη της Πετρόγλου, κατά την οποία εξαιρούνται από τη σχετική ρύθμιση μόνον το ΙΚΑ, το ΝΑΤ, και ο ΟΓΑ, λόγω του χαρακτήρα τους ως φορέων που ασφαλίζουν μεγάλο μέρος του πληθυσμού και πολλές ανομοιογενείς κατηγορίες μισθωτών και αυτοτελώς απασχολούμενων[34]. Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται από το εάν θα θεωρηθεί ότι τα εν λόγω ταμεία, λόγω του εύρους τους, εντάσσονται στην εξαίρεση από την εφαρμογή του άρθρου 141 που εξακολουθεί να αναγνωρίζει το ΔΕΚ γιατα γενικά εκ του νόμου συστήματα κοινωνικής ασφάλισης[35]. Πάντως, ακόμη και εάν τελικά κριθεί από το ΔΕΚ ότι όλα τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία εμπίπτουν στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ, τούτο δεν θα σημαίνει ότι στην Ελλάδα δεν υφίσταται πρώτος πυλώνας ασφάλισης και ότι όλοι οι ασφαλιστικοί φορείς εντάσσονται στον δεύτερο πυλώνα, οπότε και θα κινδυνεύουν να αντιμετωπισθούν ως επιχειρήσεις[36]. Και τούτο διότι η προαναφερθείσα νομολογία δεν αφορά άλλες συνέπειες για τα εν λόγω ταμεία από την ένταξη τους στο πεδίο του άρθρου 141 και της σχετικής παράγωγης κοινοτικής νομοθεσίας. Η νομολογία η σχετική με τον χαρακτηρισμό ενός ταμείου ως επιχείρηση χρησιμοποιεί μία εντελώς διαφορετική δέσμη κριτηρίων, η εφαρμογή των οποίων και μόνον κρίνει εάν τα ταμεία που υπάγονται στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 141 θα εξαιρεθούν ή όχι από τους κανόνες του ανταγωνισμού και, μέχρι στιγμής, εξαιρεί τα κύρια ταμεία υποχρεωτικής ασφάλισης. [1] Βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 3765/1986. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε επί υπόθεσης αναγνώρισης προϋπηρεσίας δικηγόρου για τη συνταξιοδότησή του από το Ι.Κ.Α., κατά τις διατάξεις που διέπουν το συνταξιοδοτικό καθεστώς των υπαλλήλων Ν.Π.Δ.Δ. Πρβλ. Χ. Γεραρή, Η διάκριση συνταξιοδοτικής και κοινωνικο-ασφαλιστικής διαφοράς, ΕΔΚΑ ΛΒ΄1990.130. [2] Με το άρθρο 6 του Ν. 1902/1990 προβλέφθηκε αρχικά η παρακράτηση εισφορών για τους προσληφθέντες στο Δημόσιο από 1.10.1990, ενώ με το Ν. 2084/1992 (άρθρο 20 παρ. 2) επεκτάθηκε η υποχρέωση καταβολής εισφορών και στους υπολοίπους, αν και αυτές δεν περιέρχονται σε ένα ορισμένο φορέα αλλά στο Δημόσιο. Επομένως, από 1.1.1993 επιβάλλεται στους δημοσίους υπαλλήλους εισφορά για την κύρια σύνταξη και ασθένεια ίση με την εισφορά των ασφαλισμένων στους λοιπούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης (6,67% για τη σύνταξη και 2,25% για τις παροχές υγείας). [3] Οι λόγοι για την διαφοροποίηση των δύο αυτών καθεστώτων, της «γενικής» κοινωνικής ασφάλισης και της «ειδικής» των δημοσίων υπαλλήλων δεν είναι μόνον ιστορικοί αλλά και θεσμικοί. Αποτελεί τον κανόνα στα συστήματα ασφάλισης των χωρών που ανήκουν στο λεγόμενο ηπειρωτικό-κορπορατιστικό μοντέλο κοινωνικής προστασίας (με αρχέτυπο τις γερμανικές ρυθμίσεις της Beamtenversorgung) η συνταξιοδότηση των δημοσίων υπαλλήλων να γίνεται απευθείας από τον κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς καταβολή εισφορών, ώστε να αναπτύσσονται ειδικοί δεσμοί νομιμοφροσύνης μεταξύ του κράτους και των εργαζόμενων σε αυτό. Για τα τρία μοντέλα κοινωνικής προστασίας, το Φιλελεύθερο/Αγλλοσαξονικό, το Ηπειρωτικό/Κορπορατιστικό και το Σκανδιναβικό/Σοσιαλδημοκρατικό βλ. G. Esping-Andersen, The three Worlds of Welfare Capitalism, Polity, Cambridge, 1990. Για την κατάταξη αυτή ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ένα μεγάλο όγκο συγκριτικών δεδομένων, τα οποία συστηματοποίησε με βαση μία δέσμη πολυδιάστατων κριτηρίων που ενσωματώνουν, μεταξύ άλλων, το είδος χρηματοδότησης (φορολογία ή ασφαλιστικός δεσμός), τη σκόπευση (καθολικότητα ή επιλεκτικότητα του συστήματος προστασίας), το είδος των παρεχόμενων υπηρεσιών και τη σχέση τους με την αγορά. Για μία παρουσίαση των μοντέλων από συνταγματική άποψη βλ. Γ. Κατρούγκαλο, Τα κοινωνικά δικαιώματα στους “τρεις κόσμους” του κράτους πρόνοιας, Δικαιώματα του Ανθρώπου, 2/1999.265. [4] Η νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αποδέχεται επί των συντάξεων εφαρμογή της αρχής της ανταποδοτικότητας, εφόσον δεν υφίσταται πιστή αναλογία των συνταξιοδοτικών παροχών προς το ύψος των εισφορών (πρβλ. 28/1994 Πράξη του Α' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου). Και στις κοινωνικοασφαλιστικές διαφορές όμως η αρχή της ανταποδοτικότητας δεν εφαρμόζεται αποκλειστικά, αλλά παράλληλα με την αρχή της αλληλεγγύης. [5] Πρβλ. ΕλΣυν (πρακτ. Ολομ.) 16/1998 ΕΔΚΑ. ΜΑ΄ 1999.300. Γενικότερα για το θέμα της ανταποδοτικότητας ως κριτήριο προσδιορισμού μιας παροχής ως ασφαλιστικής βλ. Α. Ματθαίου, Αλληλεπίδραση Κανόνων Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας στους κλάδους αναπηρίας, γήρατος και οικογενειακών βαρών, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1996, σ. 69, 161 κ.ε. [6] Βλ., εντελώς ενδεικτικά, ΣτΕ 2677/1964,3872/1974. Η κατασκευή της έννοιας της «ειδικής σχέσης εξουσίασης», φέρει το βάρος της προέλευσης της από τον γερμανικό θετικισμό του 19ου αιώνα, που επεδίωξε μέσω αυτής να δικαιολογήσει μείζονες περιορισμούς των ατομικών δικαιωμάτων μεγάλων κατηγοριών πολιτών, ιδίως των δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών, ώστε να «στεγανοποιήσει» το διοικητικό μηχανισμό από την κοινωνία. Προτείνεται για το λόγο αυτό συχνά από τη θεωρία η αντικατάσταση του όρου με τον αντίστοιχο, αλλά όχι ισοδύναμο, «ειδική λειτουργική σχέση ή καθεστώς» Βλ. σχετικά Δ. Θ. Τσάτσου, Συνταγματικό Δίκαιο, Τόμος Γ’, Θεμελιώδη Δικαιώματα. Ι. Γενικό Μέρος, Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα - Κομοτηνή, 1988, σελ. 254 επ., 258-259. [7] Κατά το ΔΕΚ, το άρθρο 141 ΣυνθΕΚ εφαρμόζεται και επί των εκ του νόμου συστημάτων ασφάλισης, όταν η σύνταξη που χορηγούν τελεί σε συνάρτηση με το χρόνο υπηρεσίας του εργαζομένου και τις αποδοχές του. Από τις ελληνικού ενδιαφέροντος αποφάσεις βλ. την Απόφαση Βουγιούκα της 22.11.1395 (Ολομ.), υπόθεση C-443/93, πρβλ. τις Δ.Ε.Κ. Απόφαση της 13.5.1986, υπόθεση 170/84 – ΔΕΚ Απόφαση της 17.5.1990 υπόθεση C-262/88, βλ. και Γ. Κατρούγκαλο, Η επιρροή του κοινοτικού δικαίου στο δίκαιο κοινωνικής ασφάλειας ΕΔΚΑ 2006. [8] Βλ. σχετικά Χ. Γεραρή, ibidem, πρβλ. ΣτΕ 3765/86, 485/88, 481/89. [9] Βλ., ενδεικτικά, ΕΣ (ΙΙ Τμήμα) 166/2006 ΕΔΔΔ 2006.365, 1888/2005, 1575 και 1585/2001. [10] Βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ, υπ. 238/82 Duphar κατά Ολλανδίας [1984] Συλλ. 523, σκ. 16, πρβλ. τις αποφάσεις της υποθ.C-75/97 Βέλγιο κατά ΕΕ, [1999] σκ. 37, υπ. C-238/94 Garcia [1996] σκ. 15, Συλλ. Ι-1673, υπ. C-158/96 Kohll [1998] Συλλ. I-1935, σκ.17, υπ.C-70/95 Sodemare [1997] Συλλ. I-3395 σκ.27. Η αρμοδιότητα αυτή αφορά όλες τις πλευρές του δικαιώματος ασφάλισης, δηλαδή τόσο τις προϋποθέσεις γέννησης του δικαιώματος ή της υποχρέωσης υπαγωγής στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης (ΔΕΚ, υπ. 110/79, Coonan, [1980] Συλλ. 11, σκ. 12, όσο και τις προϋποθέσεις χορήγησης των σχετικών παροχών (ΔΕΚ, υπ. C-4/95 και C-5/95 Stober [1997] Συλλ.1995, Ι-511, σκ. 36). Πρβλ., αντί άλλων, Κ. ΚΡΕΜΑΛΗ, Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλειας, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 1996, Ν. ΜΟΥΣΗ, Η Κοινωνική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα, Παπαζήσης, 2002. [11] Κανονισμός (ΕΟΚ) 1408/71 του Συμβουλίου της 14ης Ιουνίου 1971 περί εφαρμογής των συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως στους μισθωτούς και τις οικογένειές τους που διακινούνται εντός της Κοινότητας, ΕΕ L 149, της 5.7.71, 2-50. [12] Βλ. ενδεικτικά τις υποθέσεις C-262/88, Barder, και C-109/91, Ten Oiver. [13] Υποθέσεις C-7/93 Beune, C- 366/99 Grlesmar και C-351/00 Niemi. Στη σκέψη 43 της απόφασης στην υπόθεση C-7/93, Beune κρίθηκε ειδικότερα ότι : «…αποφασιστικό κριτήριο εν προκειμένω αποτελεί μόνον η διαπίστωση ότι η σύνταξη καταβάλλεται στον εργαζόμενο λόγω της σχέσεως εργασίας μεταξύ αυτού και του πρώην εργοδότη του, δηλαδή το κριτήριο της σχέσεως εργασίας που συνάγεται από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου». [14] Η Οδηγία 75/117/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (Ε.Ε. L 45/19.2.1975), ορίζει στο άρθρο 1 εδ. πρώτο ότι η αρχή της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών, που προβλέπεται στο άρθρο 119 της Συνθήκης, συνεπάγεται για την ίδια εργασία ή για εργασία στην οποία αποδίδεται ίση αξία την κατάργηση για το σύνολο των στοιχείων και όρων αμοιβής κάθε διακρίσεως βασιζόμενης στο φύλο. Κατά το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας τα κράτη μέλη καταργούν τις διακρίσεις μεταξύ των ανδρών και γυναικών που απορρέουν από νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις και είναι αντίθετες στην αρχή της ισότητας των αμοιβών. [15] Η οδηγία 79/7/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978, περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως (Ε.Ε. L 6/10.1.1979), ορίζει στο άρθρο 1 ότι αποσκοπεί στην προοδευτική εφαρμογή, στον τομέα της κοινωνικής ασφαλίσεως, της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών. Κατά το άρθρο 4 παρ. 1 της ανωτέρω οδηγίας η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον υπολογισμό των παροχών, συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένων προσώπων, και τις προϋποθέσεις διαρκείας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών. [16] Τις ανωτέρω διατάξεις της κοινοτικής νομοθεσίας που απαγορεύουν κάθε διάκριση ως προς χορηγούμενες παροχές που βασίζεται άμεσα ή έμμεσα στο φύλο χρησιμοποιεί ήδη και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας. (Βλ., αντί άλλων, ΣτΕ 1022/2005.) Αντιθέτως τα δικαστήρια ουσίας παραμένουν ακόμη όχι ιδιαίτερα εξοικειωμένα με το κοινοτικό δίκαιο. Πρβλ., για παράδειγμα, την ΔΕφΑθ 2190/2001, η οποία δέχτηκε ότι [17] Α. ΤΣΑΜΠΑΣΗ, Η ισότης των φύλων στην κοινωνική ασφάλιση, ΕΔΔ 1996.328. [18] Βλ., κυρίως, ΔΕΚ C-4/02, C-5/Ό2, Schonheit [2003], σκέψη 58, υπ. C-351/00, Νiemi [2002], Συλλ. 2002, σ. 1-7007, σκέψη 47, υπ. C-366/99, Griesmar, [2001] Συλλογή 2001, σ. Ι-9383, σκέψη 30, υπ. υπόθεση C-50/99 Jean-Marie Podesta [2000]. C- 147/95, Eβρενόπουλος, [1997] Συλλ. 1997, σ. Ι-2057, σκέψη 21, υπ. C-7/93, Beune, [1994] Συλλογή 1994, σ. 1-4471, σκέψη 45, υπ. C-175/84 Bilka [1986] συλ. 1986, σελ. 1607, πρβλ. σχετικά Α. Ι. ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ, Τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης και η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε Γ. Αμίτση, Ι.Ληξουριώτη, Π. Πετρόγλου, Επαγγελματικά Συστήματα Ασφάλισης, ό.π., σ. 76, Α. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ– ΔΕΔΟΥΛΗ, Κριτήρια εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης του άρθρου 119 Συνθ. Ε.Ο.Κ. στην κοινωνική ασφάλιση, ibidem και της ίδιας, Κοινωνική Ασφάλιση από νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 2005, σ. 79 κ.ε.. [19] Παρά την αντίθετη αρχική νομολογία (απόφαση ΔΕΚ της 25.5.1971, 70/80, Defrenne I συλ. 1971, σελ. 445). Βλ. σχετικά την απόφαση της υπ. C-7/93, Beune, [1994] Συλλ. 1994, σ. 1-4471 και τις αποφάσεις της σημ. 22. [20] Η νομολογία ήταν και στην περίπτωση αυτή κυμαινόμενη. Ενώ, για παράδειγμα, στην υπόθεση Newstead ( υπ. C-192/85 Newstead, [1987], συλλ. 1987, 4753) έκρινε ότι ένα σύστημα «contracted out» (συμβατικού αποκλεισμού, που επιτρέπει, δηλαδή, την έξοδο από το υποχρεωτικό, εκ του νόμου σύστημα ασφάλισης). Αντίθετα κρίθηκε με την υπόθεση Barber του 1990 (ΔΕΚ υπ. C-262/88, Barber, [1990] Συλλ. 1990, Ι-1889), που επικυρώθηκε και από τις μεταγενέστερες αποφάσεις Neath υπ. C-152/91 Νeath, [1993] συλλ. 1993, σελ. I-6953 και υπ. C-220/91 Coloroll, [1994],συλ.1994, σελ. Ι-4389. [21] Βλ. την Δ.Ε.Κ., υπ. C-147/95 Εβρενόπουλος, Συλλογή 1997, σ. Ι-2057, , με σχόλιο Α. ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ σε Ε.Δ.Κ.Α. 1997.270. Η υπόθεση αυτή, ελληνικού ενδιαφέροντος, αφορούσε την υποχρεωτική ασφαλιστική κάλυψη του προσωπικού της ΔΕΗ και σε αυτήν για πρώτη φορά υπήχθη στο άρθρο 119 ΣυνθΕΚ δημόσιο εκ του νόμου σύστημα υποχρεωτικής ασφάλισης, οργανωμένο σύμφωνα με το αναδιανεμητικό σύστημα [22] Βλ. τις προαναφερθείσες αποφάσεις του ΔΕΚ υπ. C-366/99 Griesmar, C-4/02 Schonheit, και C-5/Ό2 Νiemi. [23] Βλ. την από 19/7/2006 αιτιολογημένη γνώμης της Επιτροπής για παράβαση των κανόνων ίσης μεταχείρισης του άρθρου 141 ΣυνθΕΚ από τα διαφορετικά όρια ηλικίας συνταξιοδότησης αντρών και γυναικών του Κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων. Πρβλ. προηγούμενη σημείωση. [24] Ανάλογη είναι και η νομολογία του ΣτΕ σε εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ισότητας των φύλων του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος. Έτσι, για παράδειγμα, κρίθηκε με τη ΣτΕ (Ολ.) 735/2002 της Ολομέλειας, ΕΔΔΔ 2002.834, ότι η ρύθμιση του π.δ. 1285/1981 που προβλέπει ότι άγαμος αδελφός άγαμου πολεμικού συνταξιούχου που απεβίωσε δεν δικαιούται πολεμικής κατά μεταβίβαση συντάξεως, για το λόγο ότι κατά το χρόνο θανάτου του αδελφού του δεν ήταν ανίκανος για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας και είναι ανίσχυρη, μόνη δε εφαρμοστέα είναι στην περίπτωση αυτή η ευνοϊκότερη διάταξη που ισχύει για τις άγαμες αδελφές θανόντος άγαμου πολεμικού συνταξιούχου. Βλ. Α. ΤΣΑΜΠΑΣΗ, Σκέψεις και παρατηρήσεις σε θέματα κοινοτικού δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως, ΕΔΚΑ ΜΒ΄, 2000.1. [25] Βλ. ενδεικτικά, L. CHARPENTIER, The European Court of Justice and the Rhetoric of affirmative action, European University Institute, Working Paper RSC No 98/30, πρβλ. T. HERVEY, D. O’ KEEFFE(eds), Sex Equality Law in the EU, Wiley Chancery 1996, Χ. ΣΥΝΟΔΙΝΟ, Αρχή της ισότητας των δύο φύλων και Κοινοτικό Δίκαιο, ΔτΑ 2002.541, Α. ΜΑΤΘΑΙΟΥ, Η εξέλιξη των φύλων στο Δίκαιο Κοινωνικής Ασφάλισης,. Η «επόμενη μέρα» ΕΔΚΑ, 1996.451 . [26] ΔΕΚ υπ. C-366/99, Griesman, [2001]. [27] Έτσι ο Κ. HESSE, Der Gleicheitsgrundsatz im Staatsrecht, AöR , 1951.167, σ.. 182. [28] Πρβλ. H. ZACHER, Soziale Gleichheit, AöR 93, 1968.351, σ. 360 κ.ε., ενώ ο Herzog (Evangelisches Staatslexikon, 1966, σ. 696 κ.ε.) κάνει λόγο για την δυναμική της ισότητας, στην κατεύθυνση άρσης των υφιστάμενων ανισοτήτων.Πρβλ. και BVerfGE 38, 187 (197), 39, 316 (327), 42, 176 (186, 188),44, 283 (290), 45, 376 (385, 388), 50, 57 (107), 52, 264(272). [29] HERZOG, Kommentar, σ 315-316 με παραπομπή στην απόφαση Numerus clausus, BVerfGE 33, 303 (332). Και ο Δ. ΤΣΑΤΣΟΣ (Συνταγματικό δίκαιο, τ. Β, Αθήνα, Α. Σάκκουλας, 1993, σ. 159) σημειώνει ότι η αρχή του κοινωνικού κράτους θεμελιώνεται κατ’εξοχήν στην ιδέα της “κοινωνικής ισότητας”. [30]Βλ., πχ., την BVerfGE 5, 198 , που κάνει λόγο για "ισότιμη (gleichmäβige) συμμετοχή στην ευημερία και στα βάρη". Πρβλ. H.F. ZACHER, Soziale Gleichheit, Zur Rechtsprechung des Bundesverfassungsgerichts zu Gleichheitssatz und Sozialstaatsprinzip, AöR, 1968.341. Από την ελληνική νομολογία για την ισότητα ευκαιριών, βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1360/92, ΤοΣ19, 372. [31] Βλ. ενδεικτικά BVerfGE 22, 180, πρβλ. Η. ZACHER, Soziale Gleichheit- Die Rechtsprechung des BVerfG zum Gleichheitsatz und Sοzialstaatsprinzip, AöR 93, 1968.341. [32] Πρβλ. Π. ΠΑΠΑΡΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ – ΠΕΧΛΙΒΑΝΙΔΗ, Η Εξέλιξη στο Δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως, Περισσότερη αγορά και περισσότερο κράτος, Α. Σάκκουλας, Αθήνα, 2004, σ. 30. [33] Έτσι η Α. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ– ΔΕΔΟΥΛΗ, ό.π., σ. 99 κ.ε. [34] Α. Ι. ΠΕΤΡΟΓΛΟΥ, Τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης και η νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ό.π., σ. 76. [35] Βέβαια, κατά την ΔΕΚ C-50/99 Jean-Marie Podesta [2000] (Σκ. 41) παρόμοια χαρακτηριστικά φαίνεται να αναγνωρίζονται μόνο στα γενικά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης στα οποία υπάγονται το σύνολο των εργαζομένων. [36] Αυτή την άποψη υποστηρίζει η Α. ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ– ΔΕΔΟΥΛΗ, Κοινωνική Ασφάλιση από νομικά πρόσωπα δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου, ό.π., σ. 120, η οποία και χαρακτηρίζει τον πρώτο πυλώνα στην Ελλάδα «μηδενικό πυλώνα».