Μέτρα υπέρ των αναπήρων
- Ηλιάνα Μελισιώβα
Υπάλληλος Γ.Γ.Κ.Α Υπουργείου Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας Στα πλαίσια της συνταγματικής κατοχύρωσης του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης αλλά και της προστασίας των αναπήρων με τα άρθρα 22 παρ. 5 και 21 αντίστοιχα, ο νομοθέτης με δύο πρόσφατες νομοθετικές πρωτοβουλίες θέλησε να λάβει μέτρα προς την κατεύθυνση της περαιτέρω κατοχύρωσης των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των ατόμων με αναπηρία. Με τις διατάξεις του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 και των άρθρων 60 και 61 του ν. 3518/2006 θεσπίστηκαν διατάξεις που αναφέρονται στα άτομα με αναπηρίες, ασφαλισμένους των οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας. Ειδικότερα με τις εν λόγω διατάξεις προβλέφθηκαν τα κάτωθι: Α. ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ Ν. 612/1977 ΚΑΙ ΣΕ ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ: Επεκτάθηκαν οι ειδικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του ν. 612/1977, δηλαδή η δυνατότητα συνταξιοδότησης με την συμπλήρωση 15 ετών ή 4.050 ημερών ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, i) στους πάσχοντες από αιμορροφιλία τύπου Α ή Β (έλλειψη του παράγοντα VIII ή IX αντίστοιχα), ii) στους μεταμοσχευόμενους από συμπαγή όργανα (καρδιά – πνεύμονες – ήπαρ και πάγκρεας), που βρίσκονται σε συνεχή ανοσοκαταστολή, iii) σε όσους έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση μυελού των οστών και βρίσκονται σε συνεχή ανοσοκαταστολή, iv) σε όσους πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας, που επιφέρει παραπληγία – τετραπληγία και v) στους ακρωτηριασμένους κατά τα δύο άνω ή κάτω άκρα ή κατά το ένα άνω και ένα κάτω άκρο, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%. Οι περιπτώσεις i και ii προστέθηκαν με την παρ. 1 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, ενώ οι περιπτώσεις iii εως v προστέθηκαν με την παρ. 4 του άρθρου 61 του ν. 3518/2006. Ο υπολογισμός της σύνταξης στις περιπτώσεις αυτές είναι προνομιακός, αφού το ποσό της σύνταξης καθορίζεται ίσο με αυτό που αναλογεί σε 35 χρόνια ασφάλισης ή 10.500 ημέρες ασφάλισης. Επισημαίνεται ότι ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του παραπάνω ποσού σύνταξης, λαμβάνονται οι αποδοχές του χρόνου διακοπής της ασφάλισης ή και πριν από την διακοπή, όπως καθορίζονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει τον κάθε οργανισμό και όχι οι αποδοχές που θα λάμβανε ο ασφαλισμένος, αν παρέμενε στην ασφάλιση 35 χρόνια ή 10.500 ημέρες. Σημειώνεται ότι στις περιπτώσεις που ο ασφαλισμένος επιλέγει τον προνομιακό τρόπο υπολογισμού της σύνταξης, το ποσό αυτής δεν προσαυξάνεται με το επίδομα απόλυτης αναπηρίας. Προσαυξάνεται, όμως, με το επίδομα οικογενειακών βαρών, εφόσον συντρέχουν, αφενός οι σχετικές προϋποθέσεις (π.χ. ύπαρξη ανηλίκων τέκνων ή τέκνων που σπουδάζουν σε ανώτερες σχολές κ.λ.π.) και αφετέρου προβλέπεται από τη νομοθεσία του οργανισμού η καταβολή των σχετικών επιδομάτων. Βέβαια, ο ασφαλισμένος με δήλωσή του κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης για συνταξιοδότηση μπορεί, αντί του παραπάνω προνομιακού υπολογισμού, να επιλέξει τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξής του, σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τον κάθε φορέα, δηλαδή με βάση τον συνολικό χρόνο ασφάλισής του και την προσαύξηση του επιδόματος απόλυτης αναπηρίας (εφόσον συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις) καθώς και των οικογενειακών βαρών. Σημειώνεται επίσης ότι, επειδή οι σχετικές διατάξεις δεν προβαίνουν σε καμία σχετική διάκριση, στον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο ασφάλισης (15 έτη ή 4.050 ημέρες ασφάλισης) υπολογίζεται όχι μόνο ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της αίτησης, αλλά και χρόνος που σύμφωνα με τις αρχές της διαδοχικής ασφάλισης συνυπολογίζεται, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος χρόνος που, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, αναγνωρίζεται ως χρόνος ασφάλισης. Αξίζει, τέλος, να διευκρινισθεί ότι οι προαναφερόμενες ρυθμίσεις καταλαμβάνουν όλους τους ασφαλισμένους ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση (πριν ή μετά την 1-1-1993). Υπενθυμίζεται, τέλος, ότι με τις ευνοϊκές διατάξεις του ν. 612/1977 μπορούσαν μέχρι σήμερα να συνταξιοδοτηθούν οι τυφλοί, οι πάσχοντες από παραπληγία – τετραπληγία, οι πάσχοντες από βήτα ομόζυγο μεσογειακή ή δρεπανοκυτταρική ή μικροδρεπανοκυτταρική αναιμία, καθώς και οι πάσχοντες από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου ή οι έχοντες υποστεί μεταμόσχευση νεφρού. Β. ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΟΥ ΕΞΩΙΔΡΥΜΑΤΙΚΟΥ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΠΛΗΓΙΑΣ: Η χορήγηση του εξωϊδρυματικού επιδόματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 για τους ασφαλισμένους, συνταξιούχους και τα μέλη των οικογενειών τους που πάσχουν από παραπληγία – τετραπληγία, επεκτάθηκε και σε άλλες κατηγορίες ατόμων με αναπηρία και συγκεκριμένα σε όσους: α. πάσχουν από μυασθένεια – μυοπάθεια με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω β. έχουν ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω προερχόμενο από ακρωτηριασμό των δύο άνω ή κάτω άκρων ή κατά το ένα άνω και ένα κάτω άκρο γ. έχουν φωκομέλεια, που επιφέρει αναπηρία σε ποσοστό τουλάχιστον 67% δ. πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας που επιφέρει παραπληγία – τετραπληγία με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω ή ε. έχουν ακρωτηριασμό του ενός άνω ή κάτω άκρου με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω, που δεν επιδέχεται εφαρμογής τεχνητού μέλους. Το ύψος του επιδόματος στην περίπτωση αυτή καθορίζεται στο δεκαπλάσιο του κατωτάτου ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη, όπως ισχύει κάθε φορά, στ. πάσχουν από το σύνδρομο κλάματος γαλής ζ. πάσχουν από ατελή οστεογένεση με ποσοστό αναπηρίας από 80% και άνω η πάσχουν από οστεοψαθύρωση με ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. Στην περίπτωση ε΄ (του μονού ακρωτηριασμού) το ύψος του επιδόματος, όπως ήδη προαναφέρθηκε, καθορίζεται στο δεκαπλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος κατωτάτου ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη (10 ΗΑΕ), ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το ύψος του επιδόματος ανέρχεται στα 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη. Οπότε, από 1-5-2007 το επίδομα διαμορφώνεται στα 587,8 ευρώ για όλες τις προαναφερόμενες περιπτώσεις, εκτός της ε΄ για την οποία το ύψος του επιδόματος ανέρχεται στα 293,90 ευρώ. Γ. ΟΡΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΩΝ ΝΕΦΡΟΠΑΘΩΝ Με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 τροποποιήθηκε προς το ευνοϊκότερο η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3075/2002 που αναφέρεται στον χρόνο οριστικοποίησης της σύνταξης των νεφροπαθών. Με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του ν. 3075/2002 επεκτάθηκαν οι διατάξεις του ν. 612/1977, δηλαδή η δυνατότητα συνταξιοδότησης με την συμπλήρωση 15 ετών ή 4.050 ημερών ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας και στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού και έχουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%. Με την προαναφερόμενη διάταξη (του ν. 3075/2002), η χορηγούμενη σύνταξη καθίστατο οριστική, εφόσον οι ασφαλισμένοι είχαν συνταξιοδοτηθεί επί μία εξαετία συνεχώς και είχαν υποβληθεί σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής τους. Ωστόσο, με τη ρύθμιση του ν. 3232/2004 θεσπίστηκε η εξαρχής οριστικοποίηση της σύνταξης των νεφροπαθών, στις περιπτώσεις που όλος ο χρόνος ασφάλισης, ο οποίος απαιτείται για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος (δηλαδή και τα 15 χρόνια ή οι 4050 ημέρες), έχει διανυθεί κατά το χρόνο που ο ασφαλισμένος βρίσκεται στο τελικό στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας, λόγω της βαρύτητας της κατάστασης της υγείας της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλισμένων. Διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή που ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης έχει διανυθεί πριν από το τελικό στάδιο χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, η σύνταξη καθίσταται οριστική 6 έτη μετά τη συνταξιοδότηση και εφόσον ο ασφαλισμένος έχει εξετασθεί τουλάχιστον δύο φορές από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές. Επισημαίνεται ότι η διάταξη του ν. 3232/2004 έχει αναδρομική ισχύ από την 5-12-2002 (που είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3075/02) και κατά συνέπεια εφαρμόζεται στις αιτήσεις συνταξιοδότησης νεφροπαθών που υποβάλλονται από 5-12-2002 και μετά. Δ. ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ ΜΗΤΕΡΩΝ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΤΕΚΝΩΝ Η΄ ΣΥΖΥΓΩΝ. Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 παρασχέθηκε η δυνατότητα συνταξιοδότησης, από τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης, των ασφαλισμένων μητέρων που έχουν παιδιά ανάπηρα σε ποσοστό 80% και άνω, καθώς και των ασφαλισμένων (ανδρών ή γυναικών) που έχουν σύζυγο με το ίδιο ως άνω ποσοστό αναπηρίας, με την πραγματοποίηση 7500 ημερών εργασίας ή 25 ετών ασφάλισης και ανεξάρτητα από όριο ηλικίας. Στην περίπτωση συνταξιοδότηση του συζύγου, επιπρόσθετη προϋπόθεση που τίθεται από το νόμο είναι να υφίσταται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση τουλάχιστον 10ετής έγγαμος βίος. Με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 61 του ν. 3518/2006, αφενός επεκτάθηκε και στους φορείς επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας η εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004 και αφετέρου επανακαθορίσθηκε το ποσοστό αναπηρίας των ανίκανων παιδιών σε 67% (αντί του 80%), προκειμένου να καταστεί δυνατή η συνταξιοδότηση των μητέρων τους. Για την συμπλήρωση των 7500 ημερών εργασίας ή των 25 ετών ασφάλισης δεν συνυπολογίζεται, σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόβλεψη, ο πλασματικός χρόνος που αναφέρεται στην παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3029/02 και αφορά τις ασφαλισμένες στο ΙΚΑ μητέρες που αποκτούν παιδί από 1.1.2003 και εφεξής. Το ποσό της σύνταξης όσων συνταξιοδοτούνται με βάση την ανωτέρω ρύθμιση είναι σε κάθε περίπτωση το προκύπτον με βάση τον υπολογισμό από τις οργανικές διατάξεις του οικείου φορέα, ωστόσο λαμβάνεται πρόνοια ως προς το κατώτατο χορηγούμενο ποσό, καθώς αυτό δεν μπορεί να υπολείπεται από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος του οικείου ασφαλιστικού φορέα. Σημειώνεται, τέλος, ότι η νέα διάταξη καταλαμβάνει τόσο τους μέχρι 31.12.1992 υπαχθέντες στην ασφάλιση όσο και τους από 1.1.1993 και εφεξής ασφαλιζόμενους. Ε. ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΗΣΗ ΒΑΡΙΑ ΑΝΑΠΗΡΩΝ ΚΑΙ ΟΡΦΑΝΩΝ ΤΕΚΝΩΝ Με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, κατά παρέκκλιση των καταστατικών διατάξεων των φορέων κύριας ασφάλισης, προβλέπεται η μεταβίβαση ολόκληρου του ποσού της σύνταξης θανόντος συνταξιούχου ή σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, όλου του ποσού που ο ίδιος θα εδικαιούτο, στα προστατευόμενα παιδιά με βαριές αναπηρίες. Ειδικότερα, η διάταξη καταλαμβάνει στο πεδίο ισχύος της ορφανά και από τους δύο γονείς παιδιά που κρίνονται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές ότι πάσχουν από νοητική υστέρηση ή αυτισμό ή πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή χρόνιες ψυχικές διαταραχές, με μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω. Ως γνωστόν, οι Υγειονομικές Επιτροπές, πέραν της διακρίβωσης της πάθησης ή των παθήσεων και του συνολικού ποσοστού της μόνιμης αναπηρίας, κρίνουν και το χρονικό σημείο επέλευσης των ανωτέρω αναπηριών, οι οποίες απαιτείται να έχουν επέλθει πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας ή του 24ου σε περίπτωση σπουδών σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές, με την επιφύλαξη των κατωτέρω αναφερόμενων στο σημείο ζ της παρούσας. Περαιτέρω προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο για τη συνταξιοδότηση των προσώπων αυτών είναι να μην εργάζονται ή να μην ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα και να μην συνταξιοδοτούνται από δική τους εργασία. ΣΤ. ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΕΠΙΔΟΜΑΤΟΣ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΑΝΑΠΗΡΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΤΥΦΛΟΥΣ. Με τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004, εξαιρούνται από τον περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 612/1977 οι τυφλοί ασφαλισμένοι οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που συνταξιοδοτούνται με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, (612/1977), βάσει της οποίας στην περίπτωση συνταξιοδότησης με ποσό σύνταξης που αντιστοιχεί σε 35 χρόνια ασφάλισης, δεν χορηγείται το επίδομα απόλυτης αναπηρίας (ν. 612/1977). Ειδικότερα, με την λόγω ρύθμιση, η οποία αφορά μόνο τους τυφλούς και όχι τις υπόλοιπες κατηγορίες αναπήρων στους οποίους έχει γίνει επέκταση των διατάξεων του ν.612/1977, το ποσό της σύνταξης της εν λόγω κατηγορίας αναπήρων, που αντιστοιχεί σε 35 έτη ασφάλισης, θα προσαυξάνεται πλέον και με το επίδομα απόλυτης αναπηρίας. Επισημαίνεται ότι το ύψος του επιδόματος απολύτου αναπηρίας προσδιορίζεται, για τους μέχρι 31-12-92 ασφαλισμένους από τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 42 του 1140/1981, ενώ για τους από 1-1-93 ασφαλισμένους από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν.2084/1992. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί και η διάταξη του άρθρου 60 του ν. 3518/2006, βάσει της οποίας αίρεται η διαφοροποίηση που υφίστατο μεταξύ ΙΚΑ – ΕΤΑΜ και λοιπών ασφαλιστικών φορέων, ως προς τον τρόπο υπολογισμού του επιδόματος. Με την εν λόγω διάταξη διασφαλίζεται ότι το επίδομα απολύτου αναπηρίας, το οποίο προσαυξάνει τη σύνταξη κατά 50%, θα υπολογίζεται, στο εξής, στο ποσό της σύνταξης που καταβάλλεται κάθε φορά. Ζ. ΑΥΞΗΣΗ ΗΛΙΚΙΑΚΩΝ ΟΡΙΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΕΛΕΥΣΗ ΑΝΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ Με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 61 ν. 3518/2006 αυξήθηκε το όριο ηλικίας, πριν τη συμπλήρωση του οποίου είναι αναγκαία η εκδήλωση της ανικανότητας για κάθε εργασία, προκειμένου να κριθεί το συνταξιοδοτικό δικαίωμα ή το δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξης των άγαμων και ανικάνων παιδιών, αδελφών, εγγονών, προγονών που πάσχουν από νευροψυχιατρικές παθήσεις. Με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2556/1997 (ΦΕΚ 270 Α) προβλέπεται ότι το δικαίωμα σύνταξης των άγαμων παιδιών, αδελφών, εγγονών, προγονών θανόντων ασφαλισμένων και συνταξιούχων καθώς και το δικαίωμα προσαύξησης της σύνταξης των άμεσα δικαιούχων γι’ αυτά, παύει με τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους ή σε περίπτωση φοίτησής τους σε ανώτερα ή ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα, με τη συμπλήρωση του 24ου έτους, εφόσον δεν ασκούν επάγγελμα ή δεν λαμβάνουν σύνταξη από δική τους εργασία. Τα παραπάνω ηλικιακά όρια δεν ισχύουν όταν τα προαναφερόμενα πρόσωπα είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, και η ανικανότητά τους, ανεξάρτητα από τη φύση της νόσου, έχει επέλθει πριν από τη συμπλήρωση των ως άνω ορίων ηλικίας. Με τη νέα ρύθμιση που εισάγεται με τις παρ. 1 και 2 του άρθρου 61 του ν .3518/2006, το ηλικιακό όριο, πριν τη συμπλήρωση του οποίου είναι αναγκαία η εκδήλωση της ανικανότητας για κάθε εργασία, ειδικά για τα άτομα που πάσχουν από νευροψυχιατρικές παθήσεις, καθορίζεται στο 25ο, ανεξάρτητα αν σπουδάζουν ή όχι. Η εν λόγω διαφορετική αντιμετώπιση των προσώπων που πάσχουν από ψυχικές παθήσεις, οφείλεται στην ιδιαιτερότητα των νοσημάτων αυτών, δεδομένου ότι η διάγνωσή τους συνήθως δεν είναι ευχερής – όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις των σωματικών παθήσεων – η πρόδρομη φάση τους, πριν την εκδήλωση της πλήρους κλινικής συμπτωματολογίας, είναι αρκετά μεγάλη και η τελική διαπίστωσή τους, στις περισσότερες των περιπτώσεων, γίνεται μετά την ενηλικίωση.