Η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στην κρίση του κράτους πρόνοιας
- Γιώργος Κατρούγκαλος
Συγγραφέας: Γ. Κατρούγκαλος
... οι πολιτικές που θα προωθούνται στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους θα αποσκοπούν κυρίως στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και δευτερευόντως στην εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας. Τα παραδοσιακά κοινωνικά δικαιώματα καθολικής στόχευσης θα παραμερίζονται προς όφελος της προώθησης ενεργών πολιτικών απασχόλησης στο πλαίσιο μιας όλο και πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας ... Τα πρώτα αδιέξοδα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, εκτός του αγγλοσαξονικού-φιλελεύθερου προτύπου, άρχισαν να εμφανίζονται στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν διαφάνηκε η αδυναμία αύξησης των κοινωνικών παροχών χωρίς διόγκωση των πληθωριστικών πιέσεων. Η πρώτη προσπάθεια προσαρμογής του επιχειρήθηκε με την εισαγωγή θεσμών «εργατικής δημοκρατίας» (ή “εργοστασιακής” -industrial democracy-), με ενίσχυση της συμμετοχής των εργαζομένων στη λήψη αποφάσεων στη Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, Γερμανία (Mittbesstimmung). Ακόμη και όταν η προωθητική ορμή των μεταρρυθμίσεων αυτών εξαντλήθηκε, το κράτος πρόνοιας δεν αντιμετώπισε επίθεση παρόμοιας έντασης με αυτή του φιλελεύθερου πρότυπου. Όμως, στις επόμενες δεκαετίες η παγκοσμιοποίηση και η νέα οικονομική κατάσταση που δημιούργησε, θέτουν ιδιαίτερα δυσεπίλυτα προβλήματα, τα σημαντικότερα των οποίων περιστρέφονται γύρω από το πρόβλημα της απασχόλησης. Ο συνδυασμός οικονομικής στασιμότητας και αδυναμίας δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, περιγράφεται συνήθως με τον όρο “Ευρωσκλήρωση”. ακόμη και όταν την ύφεση διαδέχθηκε μία περιορισμένη ανάκαμψη, και πάλι η ανεργία εξακολούθησε να είναι σχεδόν διπλάσια από την αντίστοιχη των ΗΠΑ (10-11 έναντι 5-5,5%), ενώ η μακροχρόνια ανεργία παραμένει οκτώ φορές μεγαλύτερη [1].Η σύγκριση βεβαίως μεταξύ των οικονομικών μεγεθών Ευρώπης και Αμερικής στον τομέα της απασχόλησης μπορεί να αποβεί παραπλανητική[2]. Πράγματι, ο μεγάλος όγκος των θέσεων εργασίας στις ΗΠΑ αντιπροσωπεύει δουλειές σχετικά υποβαθμισμένες και πρόσκαιρες, ενώ, όπως προαναφέρθηκε, η δημιουργία τους συνοδεύθηκε από ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων και μείωση των νομικών εγγυήσεων των εργαζομένων, αλλά και μικρότερη άνοδο της παραγωγικότητας.Εντούτοις, το ζήτημα της απασχόλησης εξακολουθεί να προβάλλεται ως το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που έχουν να αντιμετωπίσουν τόσο το σκανδιναβικό όσο και το ηπειρωτικό πρότυπο. Η μακροχρόνια ανεργία δεν ασκεί μόνον σημαντική δημοσιονομική πίεση, συμβάλλοντας στην διόγκωση των ελλειμμάτων κοινωνικής πολιτικής (περισσότεροι πόροι διατίθενται για επιδόματα ανεργίας, ενώ περιορίζονται και τα έσοδα[3], μία που από τους ανέργους δεν μπορούν να εισπραχθούν κρατήσεις), αλλά και κατατείνει στην δημιουργία μιας διχασμένης κοινωνίας. Είναι σαν η Ευρώπη, χάρη στην παράδοση κοινωνικής πολιτικής που τη διακρίνει, να απέφυγε την Χάρυβδη της μαζικής φτώχειας (τουλάχιστον στην έκταση του αμερικάνικου φαινομένου) και των ακραίων ανισοτήτων που αυτή συνεπάγεται, μόνον και μόνον για να πέσει στην Σκύλλα της δημιουργίας ενός στρώματος μονίμων ανέργων, de facto περιθωριοποιημένων κοινωνικά.Οι προβληματισμοί αυτοί αντανακλώνται στα επίσημα κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ήδη από την έκδοση της Λευκής Βίβλου της Επιτροπής για την ανάπτυξη και την απασχόληση[4], ήταν φανερό ότι η Ένωση είχε αποδεχθεί ένα νεοφιλελεύθερο πρότυπο για την αντιμετώπιση του συνδυασμού οικονομικής στασιμότητας και υψηλής μακροχρόνιας ανεργίας που πήρε το όνομα “ευρωσκλήρωση”. Η Επιτροπή εντοπίζει την βασική ευθύνη για την κατάσταση αυτή στην “έλλειψη ελαστικότητας” της αγοράς εργασίας, για την οποία θεωρεί ότι εν μέρει ευθύνονται και τα συστήματα κοινωνικής προστασίας[5].Με δεδομένες τις αποδοχές αυτές, και παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων κρατών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και την Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής, ήταν αναμενόμενο η Ένωση να ασπασθεί πλήρως την θλεση των εργοδοτικών οργανώσεων[6] ότι θα πρέπει η αγορά να αφεθεί στο «φυσικό ρυθμό» της και να εγκαταλειφθεί η προσπάθεια για θέσπιση νέων, υψηλότερων ελάχιστων εργασιακών και κοινωνικών προτύπων[7]. Η Επιτροπή απεφάνθη εκεί ότι στο εξής δεν θα χρειασθεί ένα ευρύ πρόγραμμα νέων νομοθετικών προτάσεων κατά την προσεχή περίοδο και στο μέλλον τέτοιες θα προωθούνται “μόνον όταν είναι απολύτως αναγκαίο, και μετά πλήρη μελέτη του οικονομικού και κοινωνικού κόστους για τα μέλη”[8]. Δεν προκαλεί έκπληξη, επομένως, το γεγονός ότι έμεινε ουσιαστικά εκτός του διαλόγου της Διακυβερνητικής του 1997 για τη νέα Συνθήκη της Ένωσης οποιαδήποτε πρόταση για ρητή αναγνώριση κοινωνικών δικαιωμάτων[9]. Η Λευκή Βίβλος για την κοινωνική πολιτική (1994), υπεραμύνεται του “ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου” και θεωρεί ως βασική αρχή για το μέλλον τη σύνδεση των πολιτικών απασχόλησης με τις πολιτικές κοινωνικής προστασίας. Για την εκπλήρωση όμως του στόχου αυτού θεωρεί αναγκαίες “βραχυπρόθεσμες” θυσίες στον βωμό μιας “νέας αλληλεγγύης”, κατά την οποία τα κέρδη από την αύξηση της παραγωγικότητας θα πρέπει να δίνονται για την δημιουργία θέσεων εργασίας και όχι για την αύξηση των εισοδημάτων των εργαζομένων.Τίθεται επίσης ως στόχος η μεγαλύτερη ελαστικότητα της αγοράς εργασίας, μέσω της ελεγχόμενης απορύθμισης των προστατευτικών ρυθμίσεων[10]. Εν τούτοις, μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DGV-Γενική Διεύθυνση Απασχόλησης[11]) αποδεικνύουν ότι οι μεγαλύτεροι ρυθμοί αύξησης θέσεων απασχόλησης παρατηρούνται στα κράτη με περισσότερο ελεγχόμενες αγορές εργασίας (Πορτογαλία, Ιρλανδία, Φινλανδία) και επομένως η απορύθμιση είναι -τουλάχιστον- αλυσιτελής. Επισημαίνεται εύστοχα[12] ότι όσο η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει βασικά εσωστρεφής, η εφαρμογή παρόμοιων μεθόδων από εξωστρεφείς περιοχές (Ν.Α. Ασία, Η.Π.Α.) θα αποφέρει μεγαλύτερο κόστος από όφελος.Γενικά στην κρατούσα Ευρωπαϊκή πολιτική, η κοινωνική προστασία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται σαν θεραπαινίδα της οικονομικής αποτελεσματικότητας και της αγοράς[13], ενώ είναι ορατή η τάση επανεξέτασης ορισμένων πλευρών της κοινωνικής πολιτικής. Η νομιμοποιητική βάση των προσπαθειών αυτών αναδίπλωσης των σχετικών κατακτήσεων είναι o φόβος της μείωσης ανταγωνιστικότητας σε σχέση με χώρες με χαμηλές προδιαγραφές κοινωνικής προστασίας που προκαλούν το λεγόμενο κοινωνικό «dumbing»[14]. Το χαμηλό κόστος εργασίας (μισθολογικό και μη) των κρατών αυτών θεωρείται ως συγκριτικό πλεονέκτημα στον νέο διεθνοποιημένο καταμερισμό εργασίας[15]. Έτσι, η προσπάθεiα ανταγωνιστικότητας αντί να στραφεί στη διεύρυνση των επενδύσεων κεφαλαίου και τεχνολογίας στρέφεται ουσιαστικά στην περικοπή μισθών και παροχών.Υπάρχουν πάντως και αντίθετες τάσεις, που -δυνάμει- μπορoύσαν να αποτελέσουν τη βάση για ένα αναπροσανατολισμό των κοινωνικών προτεραιοτήτων της Ένωσης, έμειναν όμως χωρίς συνέχεια. Το μεγαλύτερο μέρος όμως των σχετικών προτάσεων απετέλεσε απλώς μέρος μιας ρητορικής νομιμοποίησης, που δεν συνοδεύθηκε από αντίστοιχα μέτρα και ρυθμίσεις. Όπως αναπτύχθηκε και στο σχετικό Κεφάλαιο 3, εξ ίσου ιδεολογική φάνηκε να ήταν και η ενσωμάτωση στη Συνθήκη ενός κεφαλαίου για την ανεργία και την απασχόληση. Όπως εύλογα παρατηρείται[16], η σύγχρονη ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική εξακολουθεί να περιλαμβάνει νεοκεϋνσιανής έμπνευσης θετικά παρεμβατικά μέτρα, στο πλαίσιο του λεγόμενου «Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου». Δίπλα σε αυτό συνυπάρχουν όμως όλο και περισσότερο νεοφιλελεύθερης προέλευσης αποδομητικές πολιτικές απορύθμισης των αγορών εργασίας. Το μέλλον μόνον θα δείξει ποια από τις δύο αυτές αντινομικές πολιτικές θα επικρατήσει, αν και οι προβλέψεις δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές.Η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά έχει χτιστεί πάνω στους περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Όσο αυτό δεν τροποποιείται, δεν είναι εύκολο να διατηρηθούν οι εγγυήσεις του κοινωνικού κράτους δικαίου. Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι, εφόσον βρίσκονται εντός των ορίων του Συμφώνου Σταθερότητας, οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν σημαντικό περιθώριο επιλογής πολιτικών για την κατανομή των πόρων μέσα στο εκάστοτε εθνικό σύστημα κοινωνικής προστασίας[17]. Οι σημαντικοί όμως περιορισμοί στη νομισματική και χρηματοοικονομική πολιτική συναρτώνται με τις νεοφιλελεύθερης έμπνευσης εργασιακές πολιτικές σε ένα περιβάλλον όχι ευνοϊκό για τα κοινωνικά δικαιώματα.Τούτο φαίνεται ανάγλυφα και στη νέα, κεντρική κατεύθυνση που επιχειρεί την τρέχουσα δεκαετία (2000-2010) να δώσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στις μεταρρυθμίσεις του εργατικού και κοινωνικού δικαίου. Πρόκειται για την «ευέλικτη ασφάλεια» (flexicurity), η οποία προτείνεται ως αντίδοτο στις υποτιθέμενες «σκληρύνσεις» της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας. Η πατρότητα του όρου φαίνεται να ανήκει στον Ολλανδό καθηγητή H. Adriaansens, ο οποίος φέρεται να τον έχει εισάγει ήδη από το 1995[18], επιβλήθηκε όμως στον δημόσιο διάλογο με το Πράσινο Βιβλίο της Επιτροπής για τον εκσυγχρονισμό της εργατικής νομοθεσίας (2006)[19]. Στη συνέχεια η Επιτροπή εξέδωσε το Ιούνιο 2007 νέα Ανακοίνωση για «τη θέσπιση κοινών αρχών όσον αφορά την ευελιξία µε ασφάλεια: περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας µέσω της ευελιξίας µε ασφάλεια». Σκοπός της ευέλικτης ασφάλειας είναι η προσαρμογή του εργατικού δικαίου στα νέα δεδομένα του οικονομικού ανταγωνισμού, με βασικό στόχο την μείωση του μισθολογικού κόστους και ιδίως την απελευθέρωση του συστήματος των απολύσεων, με αντιστάθμισμα την δημιουργία ενός συστήματος ασφάλειας για τους ανέργους προκειμένου να επανενταχθούν στην αγορά εργασίας. Τα θέματα που εισήγαγε στην δημόσια συζήτηση η Πράσινη Βίβλος αφορούν[20], κυρίως, τους εξής τομείς: α) Την κινητικότητα, μέσω της μετάβασης από τη μερική και ορισμένου χρόνου σε πλήρη απασχόληση και αντιστρόφως, β) Τις τριµερείς (ή τριγωνικές) σχέσεις εργασίας (όπου µε άλλον εργοδότη συμβάλλεσαι και εν συνεχεία σε τρίτο εργοδότη - επιχείρηση απασχολείσαι) σε εθνικό και διακρατικό επίπεδο, γ) Την οργάνωση του χρόνου εργασίας, δ) Την ρύθμιση της αδήλωτης («μαύρης») εργασίας. Ο κεντρικός στόχος είναι η μετατροπή των εγγυήσεων του εργατικού δικαίου σε προστασία προσώπου από προστασία θέσης. Η «ασφάλεια» συνίσταται στην διεύρυνση της έννοιας του ανέργου, στην αναγνώριση στοιχειωδών δικαιωμάτων στους ευέλικτα απασχολούμενους, σε συνδυασμό με ενεργητικά μέτρα απασχόλησης, όπως η επαγγελματική κατάρτιση, η εξασφάλιση δευτερευουσών παροχών (σταθμοί φροντίδας παιδιών), όπως και η αποφυγή καταχρηστικής αξιοποίησης των ευέλικτων σχέσεων εργασίας (π.χ. ελάχιστος αριθμός ωρών µμερικής απασχόλησης).Η «ευελιξία» αποσκοπεί στη μείωση της προστασίας του εργατικού δικαίου, μέσω όχι μιας γενικευμένης απορρύθμισης αλλά κυρίως μέσω της μείωσης των εγγυήσεων κατά των ομαδικών απολύσεων και του κόστους των ατομικών απολύσεων. (π.χ. την κατάργηση της κλιμάκωσης της αποζημίωσης ανάλογα με το χρόνο προϋπηρεσίας, ή την γενίκευση του αναιτιολόγητου των απολύσεων. Σημαντικότερες διαστάσεις της ευελιξίας είναι η αρχή της κινητικότητας και της απασχολησιμότητας. Η κινητικότητα διακρίνεται σε εσωτερική, ενδοεπιχειρησιακή και σε εξωτερική, στο σύνολο της αγοράς. Η απασχολησιµότητα έρχεται να αντικαταστήσει ως στόχος τον κεντρικό της χρυσής εποχής του κράτους πρόνοιας για διαρκή και μόνιμη απασχόληση. Με το συνδυασμό τους επιδιώκεται, θεωρητικά, η δυνατότητα εναλλαγής από ευέλικτες σχέσεις εργασίας σε αντίστοιχες με τυπική απασχόληση και αντιστρόφως.Με την «ευέλικτη ασφάλεια» επιχειρείται η επανανοµιµοποίηση των νέων ευρωπαϊκών σχέσεων εργασίας, όπως διαμορφώνονται στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων της παγκοσμιοποίησης (που χαρακτηρίζονται από εξασθένηση της διαπραγματευτικής ισχύος των εργατικών συνδικάτων, μετακίνηση επιχειρήσεων προς χώρες με χαμηλό κόστος και ανάλογες τάσεις). Το μοντέλο, όμως, της flexicurity της Δανίας, που αποτελεί το (επιτυχημένο) πρότυπο της έννοιας, στηρίζεται σε στοιχεία που δεν είναι εξαγώγιμα, όπως ένα ώριμο και γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος, το σημαντικό και θεσμικά αναγνωρισμένο ειδικό βάρος του εργατικού συνδικαλισμού (του μαζικότερου στην Ευρώπη) και τη γενναία χρηματοδότηση από το κράτος της διαχείρισης της ανεργίαςΟι δυσμενείς προγνώσεις για το μέλλον των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων στην Ευρώπη ενισχύονται και από την πρόσφατη νομολογία του ΔΕΚ, που χαρακτηρίζεται όχι απλώς από την απροθυμία αναγνώρισης σε κοινοτικό επίπεδο των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και την υπονόμευση των σχετικών εθνικών εγγυήσεων. Η άρνηση της νομικής αναγνώρισης των κοινωνικών αξιών σε βάρος των ανταγωνιστικών οικονομικών συμφερόντων[21]. έχει λόγο: Είναι αυτονόητο ότι τα κοινωνικά δικαιώματα περιορίζουν σε ένα βαθμό την ελευθερία της αγοράς[22], η υπεράσπιση της οποίας αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της νομολογίας του ΔΕΚ.Οι υποθέσεις Viking[23] και Laval[24] (όπως και οι Rüffert[25] και Επιτροπή κατά Λουξεμβούργου[26] που τις ακολούθησαν) αποτελούν τις πιο ακραίες πρόσφατες αποφάσεις του ΔΕΚ που επιβεβαιώνουν στον υπερθετικό βαθμό την αποδομητική επίδραση της νομολογίας του επί των εργασιακών δικαιωμάτων[27]. Και στις δύο υποθέσεις, συνδικαλιστικές οργανώσεις ανάλαβαν συλλογική δράση σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, προκειμένου να εξασφαλίσουν την προστασία που τους παρείχε η εθνική κοινωνική νομοθεσία. Ωστόσο, τα εθνικά εργασιακά δικαιώματα, τα οποία απολαύουν συνταγματικής προστασίας στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες και υιοθετούνται ρητώς στον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, θεωρήθηκαν από το Δικαστήριο ότι περιορίζουν ανεπίτρεπτα την αρχή της ελεύθερης εγκατάστασης -άρθρο 43 ΕΚ- (στην υπόθεση Viking) ή την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών -άρθρο 49- (στην υπόθεση Laval).Το ιστορικό των δύο υποθέσεων έχει πολλές ομοιότητες: Στην υπόθεση Viking, η ομώνυμη φινλανδική εταιρεία παροχής υπηρεσιών πορθμείου μεταξύ του Ελσίνκι και του Ταλίν, επιδίωξε να αλλάξει σημαία σε ένα από τα πλοία της και να μετεγκατασταθεί στην Εσθονία, προκειμένου να ωφεληθεί από τα χαμηλότερα επίπεδα των εργατικών αμοιβών εκεί. Ένα φινλανδικό συνδικάτο, με την υποστήριξη της ομόλογής του διεθνούς συνδικαλιστικής ένωσης, επιχείρησε να αντιδράσει, οργανώνοντας απεργίες διαμαρτυρίας και μποϋκοτάζ της εταιρίας, αποσκοπώντας στο να την αναγκάσει να διατηρήσει τους μισθούς στα προηγούμενα επίπεδα. Στη Laval, η ομώνυμη κατασκευαστική εταιρεία της Λετονίας απασχολούσε μεγάλο αριθμό εργατών σε Σουηδικά εργοτάξια. Οι σουηδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις απαίτησαν από αυτή να υπογράψει συλλογική σύμβαση εργασίας με τους ίδιους όρους των σουηδικών κατασκευαστικών εταιρειών. Η Laval αρνήθηκε, υποστηρίζοντας ότι οι εργάτες της εργάζονταν υπό Λετονικό καθεστώς και επομένως υπόκειντο στις συλλογικές συμφωνίες της Λετονίας. Ακολούθως, οι Σουηδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις προχώρησαν σε συλλογική δράση, σύμφωνη με το εθνικό δίκαιο, εναντίον της εταιρείας, οργανώνοντας απεργίες αλληλεγγύης και αποκλείοντας όλα τα εργοτάξια της Laval. Το Arbetsdomstolen, το αρμόδιο Σουηδικό Δικαστήριο, παρέπεμψε το ζήτημα της κοινοτικής νομιμότητας αυτών των (δευτερευουσών) πράξεων συλλογικής δράσης συμπαράστασης κατά της εταιρείας στο ΔΕΚ[28]. Το ΔΕΚ παρεξέκλινε στις εν λόγω υποθέσεις από την πρότερη νομολογία του στην υπόθεση Albany[29], όπου είχε κρίνει ότι η συλλογική δράση εκφεύγει του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 43 ΕΚ, στο πλαίσιο των κοινωνικών στόχων της Κοινότητας. Αντίθετα, ακολούθησε την πρόσφατη νομολογία του αναφορικά με το προβάδισμα της ελεύθερης διακίνησης, ακόμη και όταν αυτή σταθμίζεται με θεμελιώδη δικαιώματα, όπως η ελευθερία έκφρασης και συνάθροισης[30], ή ακόμη και η προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας[31]. Με άλλα λόγια, το Δικαστήριο δεν προσπάθησε να εναρμονίσει την άσκηση της ελευθερίας διακίνησης με τα αντιτιθέμενα κοινωνικά δικαιώματα αντιμετωπίζοντας τα ως δύο θεμελιώδεις κανόνες ίσης αξίας. Αποδέχτηκε, αντιθέτως, ανεπιφύλακτα μία προκαθορισμένη ιεραρχία, στην οποία οι οικονομικές ελευθερίες προηγούνται έναντι όλων των άλλων κατηγοριών δικαιωμάτων.Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι στις αποφάσεις αυτές το Δικαστήριο αναγνώρισε φραστικά για πρώτη φορά το δικαίωμα στη συλλογική δράση τόσο ως θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα όσο και ως γενική αρχή του δικαίου της ΕΕ. Επιπλέον, αποδέχτηκε διακηρυκτικά ότι η Κοινότητα δεν έχει μόνον οικονομικούς, αλλά και κοινωνικούς σκοπούς, και ως εκ τούτου, τα δικαιώματα που σχετίζονται με την ελεύθερη διακίνηση θα πρέπει να σταθμίζονται και με τους αντικειμενικούς στόχους που επιδιώκει η κοινωνική πολιτική[32]. Ωστόσο, ο πυρήνας της αιτιολογίας και του διατακτικού των αποφάσεων παρεκκλίνει αυτής της θέσης. Δεν αντιμετωπίζει την υπόθεση ως περίπτωση αντιπαράθεσης δύο συγκρουόμενων δικαιωμάτων, αλλά κατά μείζονα λόγο ως ένα ζήτημα όπου η ελευθερία διακίνησης σταθμίζεται προς το δημόσιο συμφέρον ενός κράτους-μέλους[33]. Έτσι το ΔΕΚ έκρινε ότι, μολονότι η ανάληψη συλλογικής δράσης ως μέσο προστασίας των εργαζομένων δύναται κατ’ αρχήν να δικαιολογηθεί ως «προέχων λόγος δημοσίου συμφέροντος», ο περιορισμός που αυτή επιβάλλει στην ελευθερία διακίνησης ή εγκατάστασης θα πρέπει να διασφαλίζει την επίτευξη του επιδιωκομένου θεμιτού σκοπού και να μη βαίνει πέραν όσων είναι αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού αυτού[34].Και αυτό μολονότι, κατά το άρθρο 137 (5) της Συνθήκης ΕΚ, το δικαίωμα στην ανάληψη συλλογικής δράσης κείται εκτός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 49 ΕΚ Παρόλα αυτά το Δικαστήριο επεξέτεινε και στο σφαίρα αυτή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου, υποστηρίζοντας ότι «αδιαμφισβήτητα» η ανάληψη συλλογικής δράσης δύναται να καταστήσει την άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας της εγκατάστασης «λιγότερο ελκυστική ή ακόμη και άσκοπη»[35]. Με αυτήν τη συλλογιστική, το Δικαστήριο αναγνώρισε για ακόμη μια φορά το ανεπιφύλακτο προβάδισμα των οικονομικών ελευθεριών έναντι των κοινωνικών δικαιωμάτων και των κοινωνικών επιδιώξεων[36]. Επιβεβαίωσε, έτσι, εκ νέου την «αγοραία νοοτροπία»[37] και την αρχέτυπη μερκαντιλιστική του αντίληψη περί δικαιωμάτων[38] απέτυχε να εισαγάγει ένα νέο σύστημα κοινωνικών αξιών στο Κοινοτικό Δίκαιο.Η απροθυμία αυτή ασφαλώς αντανακλά το γενικό κλίμα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών που ακολουθήθηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην Ευρώπη. Το ΔΕΚ έχει, πάντως, αυτοτελή θεσμική ευθύνη γιατί το ίδιο δημιούργησε νομολογιακά ένα Ευρωπαϊκό οικονομικό σύνταγμα αμιγές κάθε κοινωνικού στοιχείου. Όπως τονίζει ο Γενικός Εισαγγελέας Maduro, ακόμη και εάν οι απορρυθμιστικές συνέπειες της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελούν ένα άμεσο προϊόν του νεοφιλελεύθερου οράματος του Δικαστηρίου, είναι προφανές ότι η απουσία μίας ελάχιστης πλατφόρμας κοινωνικών δικαιωμάτων και αξιών στη θεώρησή του δεν άφησε περιθώρια για μία νομολογία περιοριστική της αγοράς[39].Οι επιπτώσεις της νέας νομολογίας απειλούν τα εθνικά κοινωνικά δικαιώματα σε δύο τουλάχιστον επίπεδα: κατ’ αρχάς, εισάγουν από την πίσω πόρτα την πρώτη, ακραία νέο-φιλελεύθερη εκδοχή του διαβόητου «σχεδίου Bolkenstein» της Οδηγίας για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (Οδηγία 2006/123/ΕΚ, ΕΕ 2006, L 376/36)[40], πριν την τροποποίησή του, μετά από την έντονη πίεση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, της Γαλλίας, της Γερμανίας και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Κατά δεύτερο και μείζονα λόγο, περιέχουν τον κίνδυνο υπονόμευσης της συλλογικής αυτονομίας και περαιτέρω αποδυνάμωσης των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Το κοινωνικό κράτος ως χαρακτηριστικό της Ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας, δεν θα εγκαταλειφθεί τυπικά στο προσεχές μέλλον. Όλο και περισσότερο όμως οι πολιτικές που θα προωθούνται στο πλαίσιο του θα αποσκοπούν κυρίως στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και δευτερευόντως στην εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και σταθερότητας[41]. Τα παραδοσιακά κοινωνικά δικαιώματα καθολικής στόχευσης θα παραμερίζονται προς όφελος της προώθησης ενεργών πολιτικών απασχόλησης στο πλαίσιο μιας όλο και πιο ευέλικτης αγοράς εργασίας. Το νέο αυτό «κοινωνικό κράτος επενδύσεων», όπως το χαρακτηρίζει ο Giddens και οι άλλοι θιασώτες του νεοσοσιαλδημοκρατικού «τρίτου δρόμου»[42] δεν έχει πλέον ως σκοπό την ισότητα απόλαυσης δικαιωμάτων αλλά την ισότητα ευκαιριών. Για τον ίδιο λόγο την καθολικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων τείνει να αντικαταστήσει η επιλεκτικά στοχευμένη κοινωνική πολιτική.