Η απόφαση του Δ.Ε.Κ. και η εξομοίωση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών–γυναικών
- Άρτεμις Αναγνώστου –Δεδούλη
Δρ.Ν. Άρτεμις Αναγνώστου–Δεδούλη
Γεν. Δ/ντρια Υπ. Απασχόλησης & Κοινωνικής Προστασίας
«…στο ελληνικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων μετά την καταδικαστική απόφαση του Δ.Ε.Κ., το κράτος οφείλει να μειώσει τα όρια συνταξιοδότησης των ανδρών και να τα εναρμονίσει με τα ευνοϊκότερα των γυναικών. Και επειδή αυτό συνεπάγεται αύξηση δαπανών, ενόψει και των δημοσιονομικών συνθηκών, αναμένεται αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης…» Η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου της 26ης Μαρτίου 2009, υπόθεση C-559/07, Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ελληνικής Δημοκρατίας, δεν έπεσε «κεραυνός εν αιθρία». Ήταν αναμενόμενη με την νομολογία που είχε διαμορφώσει το ΔΕΚ, και μετά την οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 5ης Ιουλίου 2006 άρθρο 7 παρ.2 «για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης». Με την ανωτέρω απόφαση το ΔΕΚ εξέτασε προσφυγή της Επιτροπής κατά Ελλάδος για παράβαση του άρθρου 141(πρώην 119) ΕΚ, και έκρινε ότι η Ελληνική Δημοκρατία παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το άρθρο αυτό. Με την σημαντική αυτή απόφαση το Δ.Ε.Κ. κρίνοντας το ελληνικό σύστημα συνταξιοδοτήσεως των δημοσίων και στρατιωτικών υπαλλήλων ουσιαστικά ως επαγγελματικό, υποχρεώνει το Ελληνικό κράτος να εξομοιώσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών καθώς και την ελάχιστη προαπαιτούμενη υπηρεσία στο Δημόσιο . Ήδη το ΔΕΚ με μια σειρά αποφάσεων από το 1971 είχε διαμορφώσει τα κριτήρια βάσει των οποίων κρίνει ένα σύστημα ως επαγγελματικό με συνέπεια να εφαρμόζεται το άρθρο 141. Κατά τη μακρά νομολογιακή του πορεία, παρ’ όλες τις κατά περιπτώσεις διακυμάνσεις, μένει προσηλωμένο σε ένα και μοναδικό κριτήριο, τη ¨σχέση εργασίας¨ και τις εξ αυτής συνέπειές της. Συνεκτιμά πάντα βεβαίως και εξετάζει ad hoc 1) την επίδραση του νόμου στον προσδιορισμό του συστήματος συνταξιοδοτήσεως, 2) τη συμφωνία μεταξύ εργοδοτών και εκπροσώπων των εργαζομένων, 3) το συμπληρωματικό χαρακτήρα των πλεονεκτημάτων που χορηγούνται στους εργαζομένους σε σχέση με τις παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως, 4) τους τρόπους χρηματοδοτήσεως του συστήματος συνταξιοδοτήσεως, αν εφαρμόζεται αυτό σε γενικές κατηγορίες εργαζομένων και 5) τη σχέση μεταξύ της παροχής και της εργασίας του εργαζομένου (βλ. υπόθεση Beune, σκέψη 23). Παρά ταύτα μοναδικό κριτήριο παραμένει η σχέση εργασίας. Διαφαίνεται δε, κατά την εξελικτική πορεία της νομολογίας του Δικαστηρίου, η τάση οριοθετήσεως ως «εκ του νόμου» βασικών συστημάτων που εξαιρούνται από το 141(πρώην 119) με την απόφαση Defrenne Ι, των συστημάτων εκείνων, που καλύπτουν ενιαία και καθολικά τον πληθυσμό ενός κράτους-μέλους στο σύνολό του ή τους εργαζόμενους στο σύνολό τους, και χρηματοδοτούνται μέσω της φορολογίας, ενώ αποκλείει σταδιακά αλλά σταθερά ¨ως εκ του νόμου¨ όλα τα υπόλοιπα με οιαδήποτε νομική μορφή κι αν λειτουργούν, ανεξάρτητα από τον τρόπο σύστασής τους και το χαρακτηρισμό τους από τις Εθνικές Κυβερνήσεις. Με την ήδη λοιπόν διαμορφούμενη νομολογία και μετά την υπόθεση Podesta και την Griesmar και πολύ περισσότερο μετά την οδηγία 2006/54/ΕΚ ήταν αναμενόμενο ότι το ασφαλιστικό σύστημα που καλύπτει τους δημοσίους και τους στρατιωτικούς υπαλλήλους εμπίπτει στο υλικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 141(πρώην 119). Αλλά και οι άλλοι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί που λειτουργούν στη χώρα μας Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης με τα κριτήρια που έχει διαμορφώσει το ΔΕΚ εμπίπτουν στο υλικό πεδίο του ως άνω άρθρου. Τι σημαίνει όμως στην πράξη ο χαρακτηρισμός του Ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος ως ¨Επαγγελματικού¨; Τι επιπτώσεις θα έχει ο χαρακτηρισμός αυτός και ποιες θα είναι οι συνέπειες που θα επέλθουν; Το άρθρο 141(πρώην 119) της Συνθήκης ΕΟΚ καθιερώνει την αρχή της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ των εργαζομένων ανδρών και γυναικών. Στην έννοια της αμοιβής περιλαμβάνονται εκτός από τους μισθούς ή τις αποδοχές και όλα τα άλλα οφέλη που παρέχονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο. Το Δ.Ε.Κ. διαμόρφωσε επί σειρά ετών την έννοια της αμοιβής και συμπεριέλαβε σ’ αυτήν, ως συνέχεια των εν ενεργεία αποδοχών: α) τις συνταξιοδοτικές παροχές (Υποθ. Defrenne II, Bilka), β) τις εισφορές (Υποθ.Bilka, Neath ,Worringham , Colorroll), γ) την υπαγωγή στην ασφάλιση (Υποθ. Beune, Bilka, Fissher ,Vroege), δ) τη σύνταξη επιζώντος (Υποθ. Ten Oever , Morroni , Evrenopulos), ε) την ηλικία (Υποθ. Barber, Morroni) και στ) το ποσό της σύνταξης (Υποθ. Beune). Τούτο σημαίνει ότι δεν επιτρέπονται διαφοροποιήσεις των δύο φύλων για την αυτή εργασία και επομένως κάθε διάκριση ή άνιση μεταχείριση μεταξύ ανδρών και γυναικών στο χώρο των κοινωνικών ασφαλίσεων, πρέπει να καταργηθεί. Ήδη όμως στο ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα δεν υπάρχουν ουσιώδεις διαφοροποιήσεις μεταξύ των δύο φύλων. Μετά από πολύχρονη διαδρομή υπό το κράτος της ισχύος των οδηγιών της Κοινότητας, του άρθρου 4 παρ.1 σε συνδυασμό με το άρθρο 116 του Συντάγματος και υπό την επίδραση της νομολογίας, με σταδιακές παρεμβάσεις και επί μέρους ρυθμίσεις, έχουν καταργηθεί ήδη οι περισσότερες των ανισοτήτων. Με την ρύθμιση του άρθρου 62 του ν. 2676/99 (Φ.Ε.Κ. 1 Α΄/5.1.2000) προσαρμόστηκαν στην αρχή της ισότητας και οι προϋποθέσεις με τις οποίες χορηγούνται οι συντάξεις λόγω θανάτου στον άνδρα ή στη γυναίκα και οι συντάξεις αιτία θανάτου καταβάλλονται πλέον χωρίς διάκριση. Οι επιπτώσεις λοιπόν από το χαρακτηρισμό του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος ως "επαγγελματικού " από το Δ.Ε.Κ. και η υπαγωγή του στις ρυθμίσεις του 141(πρώην 119) ελαχιστοποιούνται και περιορίζονται σημαντικά. Από τις ελάχιστες διαφοροποιήσεις, που έχουν απομείνει, αλλά ιδιαίτερα σημαντικές ως προς τις επιπτώσεις τους για τα οικονομικά των ασφαλιστικών φορέων αλλά και τους δικαιούχους άνδρες και γυναίκες, είναι τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης και οι ειδικές ρυθμίσεις για τις μητέρες. Για τη συνταξιοδότηση λόγω γήρατος απαιτούνται διαφορετικές προϋποθέσεις ηλικίας για τους άνδρες από ό,τι ισχύει για τις γυναίκες. Κατά κανόνα με τον ίδιο χρόνο ασφάλισης και για το αυτό ποσό σύνταξης για τις γυναίκες απαιτείται όριο ηλικίας κατά 5 χρόνια λιγότερα απ’ ό,τι για τον άνδρα ( 65 χρόνια για τους άνδρες, 60 για τις γυναίκες για πλήρη σύνταξη και 60-55 για μειωμένη), ενώ υπάρχουν ακόμη διαφοροποιήσεις ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης μητέρων με ανήλικα ή ανάπηρα παιδιά και στο δημόσιο μεγαλύτερες διαφορές. Εάν λοιπόν οι ελληνικές αρχές δεν εξισώσουν τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, μια ενδεχόμενη προσφυγή ανδρός ασφαλισμένου, του οποίου η αίτηση συνταξιοδοτήσεως λόγω γήρατος έχει απορριφθεί από τον αρμόδιο οργανισμό, γιατί δεν θα έχει το προβλεπόμενο όριο ηλικίας από τη νομοθεσία του (σε αντίθεση με μια γυναίκα) θα οδηγούσε σε καταδίκη του ελληνικού ασφαλιστικού οργανισμού για παραβίαση του άρθρου 141(πρώην 119) της Συνθήκης και θα τον υποχρέωνε να προσαρμοστεί στις επιταγές του Κοινοτικού Δικαίου και να δικαιώσει τον αιτούντα. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο άνδρας δημόσιος υπάλληλος αλλά η ίδια η Επιτροπή παρέπεμψε το θέμα στο Δικαστήριο, με συνέπεια την καταδίκη της Ελλάδος. Και εδώ γεννώνται τα ερωτήματα: α) πότε θα επέλθουν τα άμεσα αποτελέσματα του άρθρου 141(πρώην 119) για τους δημοσίους υπαλλήλουςς β) μέχρι πότε εκτείνονται τα αναδρομικά αποτελέσματα; γ) εάν επέμβει ο εθνικός νομοθέτης, δεσμεύεται να προσαρμοστεί στις ευνοϊκότερες προϋποθέσεις ή όχι; δ) εάν δεν επέμβει, ποιο δίκαιο αποτελεί το σημείο αναφοράς, των ανδρών ή, αντίστοιχα, το ευνοϊκότερο, των γυναικών; Πριν αποφανθεί το Δικαστήριο επί αναλόγων ερωτημάτων, οι αρχηγοί κρατών και κυβερνήσεων στο Μάαστριχ υπέγραψαν συμπληρωματικό Πρωτόκολλο για το άρθρο 141(πρώην 119) της Συνθήκης, το οποίο περιλαμβάνεται στη Συνθήκη για την Ένωση και αποσκοπεί στο διαχρονικό περιορισμό των συνεπειών της εφαρμογής του άρθρου 141(πρώην 119) της Συνθήκης στα επαγγελματικά συστήματα. Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο αυτό: «Για την εφαρμογή του άρθρου 119 της Συνθήκης, οι δυνάμει επαγγελματικού συστήματος κοινωνικών ασφαλίσεων παροχές δεν θεωρούνται ως αποδοχές, εφόσον αντιστοιχούν σε περιόδους απασχόλησης πριν από τις 17 Μαΐου 1990, με εξαίρεση τους εργαζόμενους ή τους έλκοντες δικαιώματα, οι οποίοι, πριν από αυτήν την ημερομηνία, είχαν ασκήσει δικαστική προσφυγή ή καταθέσει αντίστοιχη ένσταση σύμφωνα με το ισχύον εθνικό δίκαιο». Κατά συνέπεια το Δικαστήριο έκρινε στην υπόθεση Barber ότι, το άμεσο αποτέλεσμα του άρθρου 141(πρώην 119) της Συνθήκης δεν μπορεί να προβληθεί για να στηρίξει το αίτημα θεμελιώσεως δικαιώματος συντάξεως αναδρομικώς σε χρόνο προγενέστερο της εκδόσεως της απόφασης αυτής, δηλαδή της 17ης Μαΐου, με εξαίρεση την περίπτωση που οι εργαζόμενοι ή οι εξ αυτών έλκοντες δικαιώματα, πριν από την ημερομηνία αυτή, άσκησαν ένδικη προσφυγή ή υπέβαλαν ισοδύναμη, κατά το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο, ένσταση. Στο ερώτημα εάν ένα κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί και δεν προσαρμόσει την εσωτερική του νομοθεσία με τις επιταγές της ισότητας, ποιο δίκαιο αποτελεί το δίκαιο της αναφοράς, το ευνοϊκότερο ή το δυσμενέστερο. Το Δικαστήριο έκρινε ότι εφόσον διαπιστωθεί δυσμενής διάκριση στον τομέα των αμοιβών και για όσο χρονικό διάστημα δεν λαμβάνονται από τις εθνικές αρχές μέτρα προς αποκατάσταση της ισότητας στη μεταχείριση, η τήρηση του άρθρου 141(πρώην 119) δεν μπορεί να εξασφαλιστεί παρά μόνο με τη χορήγηση στα άτομα της κατηγορίας που βρίσκονται σε μειονεκτική θέση των ιδίων πλεονεκτημάτων που απολαμβάνουν τα άτομα της προνομιούχου κατηγορίας. Δηλαδή σημείο αναφοράς αποτελεί το ευνοϊκότερο δίκαιο των γυναικών, μέχρι της αντικατάστασής του. Σε περίπτωση δε νομοθετικής προσαρμογής δεν κωλύεται ο νομοθέτης να μεταθέσει προς τα άνω την ηλικία συνταξιοδοτήσεως των γυναικών μέχρι το προβλεπόμενο για τους άνδρες όριο ηλικίας, δεδομένου ότι στην περίπτωση αυτή το άρθρο 141(πρώην 119) δεν αντιτίθεται σε μέτρα που αποκαθιστούν την ισότητα στη μεταχείριση με μείωση των πλεονεκτημάτων των ατόμων που προηγουμένως ετύγχαναν ευνοϊκότερης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα το άρθρο 141(πρώην 119) απαιτεί μόνο να λαμβάνουν άνδρες και γυναίκες εργαζόμενοι ίση αμοιβή για όμοια εργασία, χωρίς εντούτοις να επιβάλλει συναφώς ένα συγκεκριμένο επίπεδο (υπόθεση Αvdel και Coloroll) . Επίσης το Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και οι μεταβατικές νομοθετικές ρυθμίσεις καταλαμβάνονται από την αρχή της ισότητας και της ίσης αμοιβής. Ως εκ τούτου δεν επιτρέπονται ευνοϊκές ρυθμίσεις μεταβατικού περιεχομένου. Έτσι, η προς τα άνω μετάθεση του ορίου για την ηλικία συνταξιοδοτήσεως των γυναικών μέχρι το προβλεπόμενο για τους άνδρες όριο, προς τον σκοπό της εξαλείψεως δυσμενούς διακρίσεως, δεν μπορεί να συνοδεύεται, όσον αφορά τις παροχές που οφείλονται για μελλοντικές περιόδους απασχολήσεως, από μέτρα περιορισμού των αρνητικών συνεπειών που ενδέχεται να έχει για τις γυναίκες η μετάθεση αυτή, έστω και αν τα μέτρα αυτά είναι μεταβατικά (υπόθεση Αvdel, διατακτικό σημείο 2). Το Δικαστήριο, με τις αποφάσεις του της 6ης Οκτωβρίου 1993 (Ten Oever), 14ης Δεκεμβρίου 1993 (Μοroni), 22 Δεκεμβρίου 1993 (Νeath) και με τις έξι αποφάσεις της 28ης Σεπτεμβρίου 1994 (ιδιαίτερα στην υπόθεση Coloroll), επιβεβαιώνει τη θέση αυτή όσον αφορά τις αναδρομικές συνέπειες της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών στα επαγγελματικά συστήματα των μισθωτών. Επομένως στο ελληνικό σύστημα των δημοσίων υπαλλήλων μετά την καταδικαστική απόφαση το κράτος οφείλει να μειώσει τα όρια συνταξιοδότησης των ανδρών και να τα εναρμονίσει με τα ευνοϊκότερα των γυναικών. Και επειδή αυτό συνεπάγεται αύξηση δαπανών, ενόψει και των δημοσιονομικών συνθηκών, αναμένεται αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης των γυναικών. Το πρόβλημα δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικό, με το δεδομένο ότι τα διαχρονικά αποτελέσματα της απόφασης περιορίζονται μετά τις 17 Μαΐου του 1990 και από το 1993 ισχύει νέο σύστημα ασφάλισης με το ν. 2084/92, στο οποίο δεν υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανδρών γυναικών. Το ζητούμενο είναι έστω και για μια μικρή κατηγορία γυναικών αν, θα προβλεφθούν μεταβατικές διατάξεις, οι οποίες σύμφωνα με τα παραπάνω αποκλείονται εκτός αν δοθούν συγχρόνως και στα δύο φύλα. Η πολιτική ηγεσία πάντως έχει ξεκινήσει διάλογο με την Επιτροπή για τα περιθώρια μέσα στα οποία θα μπορέσει νομοθετικά να κινηθεί ώστε να περιορίσει τις δυσμενείς συνέπειες για τις ασφαλισμένες γυναίκες δημοσίους υπαλλήλους και η ίδια να περιορίσει το πολιτικό κόστος. Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο οικονομικό περιοδικό «Δημόσιος Τομέας» τεύχος 260, Μάρτιος 2009, σελ. 24.