Ο εφησυχασμός της κοινωνίας, η αδράνεια και ο συμβιβασμός είναι η αχίλλειος πτέρνα της δημοκρατίας και των θεσμών της

fb

Μελέτη για τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης

Καζάκου Χρύσα
Φοιτήτρια Νομικής Σχολής Πανεπηστιμίου Αθηνών

  Εισαγωγή Με την παρούσα μελέτη παρουσιάζεται ο θεσμός των ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης όπως  παρουσιάζεται μέσα από το νόμο 3029/2002.Με γνώμονα τη διεθνή θέση της χώρας, την ένταξη στην Ευρωζώνη και τις εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδοι η εισαγωγή του εν λόγω θεσμού είχε καταστεί αναπόφευκτη, ασχέτως προς την υποχρέωση της χώρας έναντι της Ε.Ε. Το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις είναι επαρκείς και παρέχουν τις αναγκαίες εγγυήσεις για την αποτελεσματική λειτουργία του θεσμού. Είναι γεγονός ότι από την έναρξη ισχύος του νόμου μέχρι σήμερα ο θεσμός έχει διανύσει ένα πλήρη κύκλο δώδεκα ετών. Έχουν εκδοθεί  όλες οι διοικητικές πράξεις  που προβλέπει ο νόμος 3029/02, πλην των ειδικών  ρυθμίσεων για το φορολογικό καθεστώς. Έχουν ιδρυθεί εννέα ταμεία, το  Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης  των εργαζομένων στο Υπουργείο Οικονομίας  και Οικονομικών , το Επαγγελματικό Ταμείο Ασφάλισης Οικονομολόγων , το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Προσωπικού ΕΛ.ΤΑ ,τα οποία  χορηγούν εφάπαξ παροχές και  το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Γεωτεχνικών , το οποίο χορηγεί  εφάπαξ και περιοδικές παροχές( σύνταξη),  το «Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης προσωπικού ΚΑΖΙΝΟ » το οποίο χορηγεί εφάπαξ  και εν γένει αποζημιώσεις από τον κλάδο αλληλεγγύης, Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Ελεγκτών Εναέριας Κυκλοφορίας Ελλάδος , το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Ελληνικού Τμήματος Διεθνούς Ενώσεως Αστυνομικών , το  Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Προσωπικού των Εταιρειών JOHNSON & JOHNSON ΕΛΛΑΣ ΑΕΒΕ και JANSSEN-CILAG ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΑΕΒΕ-Ν.Π.Ι.Δ. , το Ταμείο Επαγγελματικής Ασφάλισης Προσωπικού ΙΝΤΕΡΑΜΕΡΙΚΑΝ  Ν.Π.Ι.Δ   Όμως ο απολογισμός της λειτουργίας τους έχει αρνητικό πρόσημο. Μέσα από την συγκεκριμένη μελέτη επιχειρείται η παρουσίαση του θεσμού και μέσα στα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη καθώς και η εξέταση μηχανισμών για την βελτίωση του υπάρχοντος συστήματος και τη δυνατότητα βελτίωσης του.   Κεφάλαιο 1 Η κοινωνική ασφάλιση ως μορφή ασφάλισης. 1.1Η κοινωνική ασφάλιση σε ευρεία έννοια. Η ασφάλιση και η πρόνοια αποτελούν τους δύο βασικούς άξονες της Κοινωνικής πολιτικής. Η ασφάλιση ως έννοια είναι γένους και διακρίνεται σε ιδιωτική και κοινωνική. Η ιδέα της κοινωνικής ασφάλισης στη διεθνή της διάσταση προάγεται με τα μέτρα που παίρνει η Πολιτεία για να αντιμετωπίσει τις οικονομικές συνέπειες ασφαλιστικών κινδύνων όπως η ασθένεια ,η μητρότητα ,η ανεργία, η αναπηρία, το γήρας και ο θάνατος. Η κοινωνική ασφάλιση ως κοινωνικό δικαίωμα που προστατεύεται από το Σύνταγμα , την Οικουμενική Διακήρυξη των δικαιωμάτων του Ανθρώπου είναι πρωταρχικά κοινωνικό και όχι οικονομικό μέγεθος. Πρόκειται για την πραγμάτωση του Κοινωνικού κράτους δικαίου. Είναι ένας θεσμός του δικαίου που καλύπτει το σύνολο του πληθυσμού και στηρίζεται στο συγκερασμό των αρχών της κοινωνικής αλληλεγγύης και  της ανταποδοτικότητας και τελεί υπό την εγγύηση και τον έλεγχο του κράτους .Η βασική επιδίωξη της ασφάλισης είναι η συμπλήρωση ή αναπλήρωση της απώλειας του εισοδήματος από συγκεκριμένο οικονομικό κίνδυνο για να εξουδετερωθούν οι οικονομικές του συνέπειες. Αντίθετα η πρόνοια συντελεί στην αντιμετώπιση μιας στοιχειώδους ανάγκης. Πρόκειται για ένα σύστημα κανόνων που ρυθμίζουν ποιά οικονομικά μέσα πρέπει να χορηγήσει ένας δημόσιος οργανισμός (ασφαλιστικός φορέας) στα πρόσωπα που υπάγονται σ’ αυτόν (ασφαλισμένους) εφόσον συμπληρώνουν τις αναγκαίες χρονικές και οικονομικές προϋποθέσεις και κινδυνεύουν από μείωση εισοδήματος ή αύξηση δαπανών τους, (ασφαλιστικός κίνδυνος).  Η κοινωνική ασφάλιση εντάσσεται στο δημόσιο δίκαιο και χαρακτηρίζεται από τη νομοθετική ρύθμιση που έχει ως αποτελέσματα το γενικό και αφηρημένο των ρυθμίσεων, την υποχρεωτικότητα, την καθολικότητα και τη διευρυμένη κοινωνική αλληλεγγύη. Στην κοινωνική ασφάλιση δεν προβλέπεται κατ’ αρχήν συμβατική ρύθμιση και επιλογή. Η επιλογή μπορεί να νοηθεί ως επιλογή του ασφαλισμένου να υπαχθεί στην ασφάλιση, επιλογή του ασφαλιστικού καθεστώτος, επιλογή του ασφαλιστικού οργανισμού, επιλογή του είδους και της εκτάσεως της ασφαλιστικής προστασίας, επιλογή της οργανωτικής μορφής. Για να πάρει τη σημερινή μορφή  της η Κοινωνική Ασφάλιση διέγραψε μια μεγάλη και δύσκολη πορεία και σαν κοινωνικός θεσμός επηρεάστηκε σημαντικά από τις μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, όπως είναι η βιομηχανική επανάσταση και η ανάπτυξη δυναμικού εργατικού κινήματος. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο επικράτησαν δύο συστήματα κοινωνικής ασφάλισης το Beveridge  και το Bismark. . Η κρίση των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης είναι ένα γεγονός το οποίο έχει επισημανθεί από τη δεκαετία του 1980.Μια κρίση η οποία έχει τις ρίζες της στην κοινωνική διαφοροποίηση και αλλαγές ,αφορά κυρίως τη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης και προκύπτει από τις δημογραφικές και οικονομικές αλλαγές που εξελίσσονται. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση, δεν αποκλείει την ανάθεσή της σε ιδιωτικά νομικά πρόσωπα, εφόσον εξασφαλίζονται οι αρχές που διέπουν τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως για παράδειγμα της συνέχειας, της ίσης μεταχείρισης, για να εξασφαλισθεί πληρέστερα το δημόσιο συμφέρον, της διαφάνειας. Κατά την ορθότερη άποψη, η κοινωνική ασφάλιση μπορεί κατ' επιλογήν του κοινού νομοθέτη να παρέχεται από το ίδιο το Δημόσιο, από ΝΠΔΔ ή  και από ΝΠΙΔ. Το είδος των ΝΠΙΔ αποτελεί επίσης επιλογή του κοινού νομοθέτη. Ο νομοθέτης μπορεί ενδεικτικά να προτιμήσει τα μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα, όπως τα αλληλοβοηθητικά σωματεία ή τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης, ή να επιτρέψει και σε ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις ή σε ασφαλιστικούς συνεταιρισμούς να δραστηριοποιηθούν στον τομέα αυτό. Μπορεί επίσης να επιλέξει διαφορετικές ρυθμίσεις ανά επίπεδο (πυλώνα) προστασίας. Για παράδειγμα, την κύρια ασφάλιση να παρέχουν δημόσια νομικά πρόσωπα, την επικουρική τα ιδιωτικά, όπως τα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης.     1.2 Η κοινωνική ασφάλιση στην Ελλάδα. Η ιδέα της κοινωνικής ασφάλισης είναι όσο παλιά όσο κι ο άνθρωπος. Δεν υπάρχει συγκροτημένη κοινωνία στην οποία να μη συναντώνται θεσμοί αμοιβαίας βοήθειας και κοινής αποταμίευσης για την από κοινού αντιμετώπιση διαφόρων προβλημάτων στη ζωή. Η κοινωνική ασφάλιση ως θεσμός στην Ελλάδα εμφανίζεται αμέσως μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους. Το σύστημα της κοινωνικής ασφάλισης έχει την αφετηρία του στον ιδρυτικό νόμο του ΙΚΑ του 1934 . Το «ιδρυτικό όραμα του ΙΚΑ» βάδιζε κοντά στα συστήματα της εποχής της κοινωνικής ασφάλισης .Προδιέγραφε μια εξέλιξη παρεμφερή με κεντροευρωπαϊκά συστήματα κοινωνικής ασφάλισης όπως της Γερμανίας. Ο νόμος 2868/1922 , ο οποίος ενσωμάτωσε την οδηγία 2043/41/ΕΚ ,αποτελεί θεμέλιο  καθώς ενίσχυσε την επέκταση της ασφάλισης και την έθεσε υπό την άμεση εποπτεία της Πολιτείας. Εν τούτοις αν προβούμε σε μια συγκριτική θεώρηση  με το Γερμανικό σύστημα ,μετά από 70 χρόνια λειτουργίας, έχει πολύ ανώτερες επιδόσεις από το ελληνικό. Η εξήγηση αναζητάται σε τέσσερις αδυναμίες που χαρακτηρίζουν την ελληνική ασφάλιση: Ειδικότερα: • Ο κατακερματισμός είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής ασφάλισης και περιλαμβάνει ένα μωσαϊκό ρυθμίσεων και ταμείων για  τις βαθμίδες προστασίας, τις ηλικιακές κλάσεις και γενεές, τα φύλα. • Η χαμηλή ωρίμανση συνίσταται στην ύπαρξη ταμείων όπου κυριαρχούν άτομα με λίγα χρόνια που έχουν συγκυριακά πλεονάσματα και συνυπάρχουν με άλλα με πιο γηρασμένο πληθυσμό που εμφανίζουν μεγάλα ελλείμματα. • Η περιορισμένη διοικητική ικανότητα αναφέρεται στο υψηλό κόστος διοίκησης του συστήματος και στην εκτεταμένη εισφοροδιαφυγή. • Τέλος η κρατική παρεμβατικότητα ,η οποία αλλοιώνει τη φυσιογνωμία της ασφάλισης και δημιουργεί απόσταση μεταξύ του πραγματικού συστήματος λειτουργίας της ασφάλισης και του τρόπου που υποτίθεται ότι λειτουργεί το σύστημα.   Κεφάλαιο 2: Τα Ταμεία Επαγγελματικής ασφάλισης ως θεσμός. Ο νόμος 3029/2002  για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης εισήγαγε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που συμπληρώνει το Ελληνικό σύστημα Κοινωνικής ασφάλισης. Πρόκειται για το γνωστό θεσμό των pension funds  ο οποίος είναι διαδεδομένος εδώ και 6 δεκαετίες στις λοιπές χώρες .Μέσω αυτού του θεσμού εκφράζεται η ατομική ευθύνη και η συμμετοχή των πολιτών στην κοινωνική ασφάλιση. Πρόκειται για τα Ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης τα οποία είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα και χαρακτηρίζονται για τη ευελιξία τους. Τα ΤΕΑ στηρίζονται στη συνεταιριστική ιδέα και στην κοινωνική οικονομία. Είναι προαιρετικά ανεξάρτητα από το νομοθετικό καθεστώς της επικουρικής ασφάλισης  και των υποκατάστατων συμβατικών καθεστώτων και απολαύουν  πραγματικής αυτονομίας. Χορηγούν συμπληρωματική  επιπρόσθετη ασφάλιση . Τα ΤΕΑ βρίσκονται στο όριο της κοινωνικής και της ιδιωτικής ασφάλισης  και ο κύριος σκοπός τους είναι η κλαδική διαφοροποίηση των εργαζομένων ως προς τις συνταξιοδοτικές παροχές. Η επαγγελματική ασφάλιση και γενικότερα τα συστήματα του δεύτερου πυλώνα  δεν αποτελούν πανάκεια για την αντιμετώπιση των δυσκολιών που προκαλούν οι δημογραφικές αλλαγές, ωστόσο κρίνεται ότι τα μικτά συστήματα διασφαλίζουν περισσότερο το τελικό ύψος των συντάξεων από ότι τα αμιγή διανεμητικά ή κεφαλαιοποιητικά συστήματα  διότι το καθένα από αυτά έχει άλλο βαθμό οικονομικής εγγύησης, κινδύνου  και απόδοσης και άλλη κοινωνική αποτελεσματικότητα και ρόλο. Στην Ελλάδα, η επαγγελματική ασφάλιση απευθύνεται στους κλάδους της ελληνικής οικονομίας που έχουν τη δυνατότητα ανάπτυξης ή δυναμική ανάπτυξης καθώς μόνο αυτοί οι κλάδοι μπορούν να την χρηματοδοτήσουν απρόσκοπτα. Εκτός αυτού , η εμπιστοσύνη στην κύρια και στην επικουρική κοινωνική ασφάλιση συνέβαλε  στο να έχει ιδρυθεί πολύ μικρός αριθμός ΤΕΑ. Στο προσεχές μέλλον η επαγγελματική ασφάλιση δεν θα είναι απλώς επιλογή των κοινωνικών εταίρων, αλλά θα καταστεί ανάγκη, λόγω της μείωσης του επιπέδου προστασίας από την κύρια και την επικουρική κοινωνική ασφάλιση. Τα ΤΕΑ αποτελούν την ελληνική εκδοχή των «Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών παροχών» τις δραστηριότητες και την εποπτεία των οποίων ρυθμίζει η οδηγία 2003/41/ΕΚ. Βέβαια τα ΙΕΣΠ χορηγούν μόνο συνταξιοδοτικές παροχές ενώ τα ΤΕΑ χορηγούν παροχές επαγγελματικής ασφαλιστικής προστασίας πέραν της παρεχόμενης από την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση. Η επαγγελματική ασφάλιση δίνει περισσότερες επιλογές και ευελιξίες στους ενδιαφερόμενους αποδεσμεύοντας κρατικές δαπάνες και αξιοποιώντας το κεφαλαιοποιητικό σύστημα με φορολογικά κίνητρα. Τα επαγγελματικά ταμεία μπορούν να εκμεταλλευθούν την ενιαία αγορά και το ενιαίο νόμισμα με προοπτική να αυξηθούν τα έσοδα λόγω επενδύσεων προς όφελος των ασφαλισμένων. Έτσι τα επαγγελματικά ταμεία ασφάλισης θεωρείται ότι αποδεσμεύουν το κράτος από ένα τμήμα των δαπανών για την κοινωνική προστασία και μειώνουν τους κραδασμούς που υφίσταται η κύρια κοινωνική ασφάλιση από τις δυσμενείς δημογραφικές και οικονομικές εξελίξεις. Ασκείται εις βάρος τους βέβαια και έντονη κριτική και πιο συγκεκριμένα ότι συμβάλλουν στην δημιουργία ανισοτήτων μεταξύ των εργαζομένων και αποτρέπουν την αναδιανομή του εισοδήματος. Εν τούτοις η κρατούσα άποψη είναι θετική όσον αφορά τη λειτουργία και τις παροχές τους. Τα γενικά χαρακτηριστικά των ΤΕΑ: • Μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου • Ίδρυση με βάση την επαγγελματική απασχόληση • Η ίδρυσή τους και η υπαγωγή σε αυτά είναι προαιρετική • Χρηματοδοτούνται από τους εργαζομένους και/ή τους εργοδότες • Στη χορήγηση συνταξιοδοτικών παροχών ακολουθούν υποχρεωτικά το κεφαλαιοποιητικό  σύστημα • Απαγορεύονται οι διακρίσεις όσον αφορά την υπαγωγή των ασφαλισμένων • Στη διοίκηση μετέχουν και οι εργοδότες εφόσον χρηματοδοτούν τα ΤΕΑ • Τα αποθεματικά είναι υποχρεωτικά και πρέπει να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις του ταμείου • Υπόκεινται στην εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ως προς τη νομιμότητα ,φερεγγυότητα και την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων • Υπάγονται στον έλεγχο της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής ως προς την οικονομική λειτουργία και τη βιωσιμότητα σε σχέση με το πρόγραμμα παροχών και επενδύσεων.     Κεφάλαιο 3 Η Ίδρυση και η υπαγωγή στα ΤΕΑ . 3.1Η ίδρυση των Τ.Ε.Α. Η Ίδρυση των Ταμείων επαγγελματικής ασφάλισης γίνεται προαιρετικά ανά επιχείρηση, ανά κλάδο ή κλάδους εργαζομένων με πρωτοβουλία των εργαζομένων ή των εργοδοτών ή και με συμφωνία μεταξύ αυτών των δύο. Από τις διατάξεις του νόμου προκύπτει με σαφήνεια η πρόθεση του νομοθέτη να χορηγήσει τη δυνατότητα συστάσεως επαγγελματικών ταμείων σε όλες τις κατηγορίες εργαζομένων είτε παρέχουν εξαρτημένη εργασία είτε ανεξάρτητη είτε  είναι αυτοαπασχολούμενοι, καθώς και οι αγρότες. Η βασική προϋπόθεση για την ίδρυση είναι ο αριθμός των ασφαλιζόμενων ανά  επαγγελματικό κλάδο ή επιχείρηση που χρειάζεται  να υπερβαίνει τους 100.Δύο κριτήρια συνέτειναν στη θέσπιση του ελάχιστου ορίου των 100 μελών για την ίδρυση ενός ΤΕΑ: αφενός η ανάγκη εξασφάλισης της βιωσιμότητας των δημιουργούμενων ταμείων που προϋποθέτει έναν ικανό αριθμό μελών και αφετέρου τα συνήθη μεγέθη των ελληνικών επιχειρήσεων που σπάνια απασχολούν μεγάλο αριθμό εργαζομένων. Η νομική τους μορφή συνίσταται σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου χωρίς να καταφεύγουν αποκλειστικά στα προγράμματα ιδιωτικής ασφάλισης των ασφαλιστικών εταιριών. Στην επωνυμία τους περιλαμβάνεται η ένδειξη «Ταμείο Επαγγελματικής ασφάλισης ν. π .ι. δ.» Στις Ευρωπαϊκές χώρες οι επαγγελματικές συντάξεις προκύπτουν από τη δημιουργία σχετικού λογαριασμού ο οποίος δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχει νομική προσωπικότητα. Το ελάχιστο περιεχόμενο του καταστατικού, το οποίο καταρτίζεται με συμβολαιογραφικό έγγραφο ,αναφέρεται στην παράγραφο 4  του άρθρου 7 του νόμου 3029/2002 .Το καταστατικό δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως μετά από εγκριτική απόφαση του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών ασφαλίσεων, η οποία εκδίδεται ύστερα από σύμφωνη γνώμη της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής για τα θέματα της αρμοδιότητας της. Με τη δημοσίευση του καταστατικού αποκτά τη νομική προσωπικότητα. 3.2 Η υπαγωγή και η διαγραφή των ασφαλιζόμενων Η προαιρετικότητα  διέπει πρώτα από όλα την ίδρυση τέτοιων ταμείων όπως και την είσοδο των ασφαλισμένων σε αυτό και απεικονίζει τη μέριμνα των ταμείων για τη μέγιστη δυνατή απόδοση της επενδυτικής τους πολιτικής για να μην αποχωρήσουν οι ασφαλισμένοι. Απαγορεύεται να εμποδίζουν την υπαγωγή του εργαζομένου ή αυτοτελώς απασχολούμενου ή αγρότη που έχει δικαίωμα υπαγωγής. Για την υπαγωγή δεν απαιτείται ο ασφαλιζόμενος να είναι μέλος οποιασδήποτε συνδικαλιστικής ή επαγγελματικής οργανώσεως. Όσον αφορά στη διαγραφή  του ασφαλισμένου δικαιούται να την ζητήσει σε δύο περιπτώσεις: πρώτον εάν αλλάξει την επαγγελματική του δραστηριότητα και δεύτερον ανεξάρτητα από την αλλαγή της .Στη δεύτερη περίπτωση μάλιστα ο ασφαλισμένος απαιτείται να έχει συμπληρώσει ελάχιστο χρόνο ασφαλίσεως ενός έτους και να έχει προειδοποιήσει το Τ.Ε.Α ένα μήνα νωρίτερα για την άσκηση του δικαιώματος διαγραφής. Πάντως, τα δικαιώματα του ασφαλισμένου είναι τα ίδια και στις δύο περιπτώσεις και συγκεκριμένα έχει δικαίωμα είτε να μεταφέρει τα ασφαλιστικά του δικαιώματα σε άλλο ταμείο, είτε κατά το χρόνο που συμπληρώνει κατά τις καταστατικές διατάξεις του ταμείου το δικαίωμα για τη λήψη της παροχής να λάβει την παροχή ή την αναλογία της. .   Κεφάλαιο 4: Η διοίκηση και η οικονομική λειτουργία των ΤΕΑ. Στα Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης η διοίκηση ρυθμίζεται από το καταστατικό .Στην περίπτωση που οι εργοδότες χρηματοδοτούν το ΤΕΑ, διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο με τετραετή θητεία, στο οποίο μετέχουν και οι εργοδότες όπως προβλέπει το καταστατικό. 4.1 Η χρηματοδότηση Αναφορικά με τις πηγές και τις μεθόδους χρηματοδότησης των Τ.Ε.Α. ο νόμος διακηρύσσει ότι εκείνα που χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές λειτουργούν βάσει του κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Ο ν.3029/2002 προβλέπει ότι τα ΤΕΑ χορηγούν κι άλλες παροχές πέρα από τις συνταξιοδοτικές και ότι μπορούν να χρηματοδοτούνται και με βάση το διανεμητικό σύστημα, ρύθμιση με ευρύτερο πεδίο εφαρμογής από εκείνο της οδηγίας για τα Ι.Ε.Σ.Π που περιορίζεται σε όσα Τ.Ε.Α χορηγούν συνταξιοδοτικές παροχές. Είναι σαφές ότι τα Ταμεία χρηματοδοτούνται από τις εισφορές  των ενδιαφερόμενων, εργαζόμενων και εργοδοτών. Άλλοι πόροι των Ταμείων είναι οι πρόσοδοι περιουσίας και η απόδοση κεφαλαίων και αποθεματικών. Οι πόροι των ,το ύψος των  ασφαλιστικών εισφορών, ο τρόπος υπολογισμού ,τα αποθεματικά και γ διαδικασία μεταβολής του ύψους των ασφαλιστικών εισφορών όπως και ο τρόπος επενδύσεως υποχρεωτικά προβλέπονται στο καταστατικό. Το ύψος των αποθεματικών χρειάζεται να αντανακλά τις χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις τις οποίες έχει αναλάβει έναντι των ασφαλισμένων και των δικαιούχων των παροχών. Αυτός ο υπολογισμός γίνεται από αναλογιστή. Η όλη τους δομή στηρίζεται σε μία διασφάλιση μιας σχέσης ισορροπίας ανάμεσα στα έσοδα του και τα έξοδα τους. Η ουσιαστικότερη λοιπόν παράλειψη του νόμου εντοπίζεται στην έλλειψη ιδίας περιουσίας των Ταμείων. Η έλλειψη αυτή πρέπει να συμπληρωθεί εγκαίρως. Οι ετήσιες οικονομικές καταστάσεις των Ταμείων ελέγχονται από δύο ορκωτούς λογιστές. Οι ασφαλισμένοι δικαιούνται να ενημερώνονται για τα θέματα αυτά και την οικονομική κατάσταση του ταμείου, τα πορίσματα του ελέγχου των ορκωτών λογιστών καθώς και για την έκθεση της Εθνικής Αναλογιστικής Αρχής. Με αυτό το τρόπο οι ασφαλισμένοι είναι σε θέση να αξιολογήσουν τη φερεγγυότητα, τις οικονομικές αποδόσεις και την αξιοπιστία του κάθε ταμείου   4.2 Οι επενδύσεις Οι επενδύσεις των Τ.Ε.Α γίνονται: • σε ποσοστό έως 10 % των τεχνικών αποθεματικών σε ακίνητα • σε ποσοστό μέχρι 70% σε μετοχές, μεταβιβάσιμα αξιόγραφα που εξομοιώνονται με μετοχές και σε ομολογίες εταιριών  σε αναγνωρισμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ελλάδα ι σε χώρες της Ε.Ε και σε λοιπές χώρες της αλλοδαπής. • σε ποσοστό μέχρι 20% σε τραπεζικές καταθέσεις και έντοκα γραμμάτια.   Ακριβώς επειδή κέντρο βάρους στη λειτουργία των ΤΕΑ είναι οι αποδόσεις των κεφαλαιακών συσσωρεύσεων, προβλέπονται ποικίλες δυνατότητες επενδυτικών συνδυασμών και επιλογών.   4.3 Η διάλυση των ΤΕΑ Σε περίπτωση διαλύσεως το προϊόν εκκαθαρίσεως στο οποίο ανήκουν και οι εργοδοτικές εισφορές διανέμεται βάσει της ασφαλιστικής προσδοκίας στους ασφαλισμένους. Με αυτή την ρύθμιση διαφοροποιείται η ιδιωτική ασφαλιστική  επιχείρηση από τα ΤΕΑ καθώς δεν αναγνωρίζεται τέτοιο δικαίωμα στους ασφαλισμένους που έχουν ασφαλιστική προσδοκία.     Κεφάλαιο 5 Η Εποπτεία και ο έλεγχος Η διεθνής εμπειρία και η λογική των πραγμάτων αποδεικνύει ότι είναι απαραίτητο στοιχείο για την καλή λειτουργία του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης ο αξιόπιστος έλεγχος και η επιστημονικά τεκμηριωμένη παρακολούθηση των κρισίμων, οικονομικών κυρίως μεγεθών που αναφέρονται στην βιωσιμότητα του συστήματος και των φορέων του και στην, από την άποψη αυτών των μεγεθών, ικανότητά του να είναι κοινωνικά ανταποδοτικό. H εποπτεία επί των ΤΕΑ απηχεί Ευρωπαϊκές αντιλήψεις για το ρόλο της επικουρικής ασφάλισης. Αντιστοιχεί στην εποπτεία των επιχειρήσεων ιδίως των ασφαλιστικών Στα ΤΕΑ Ο υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών ασφαλίσεων έχει την εποπτεία για την τήρηση της νομιμότητας, τη φερεγγυότητα και την προστασία των συμφερόντων των ασφαλισμένων.  Έχει τη δυνατότητα να λάβει όλα τα κατάλληλα μέτρα στα οποία περιλαμβάνονται και οι διοικητικές κυρώσεις και τα διοικητικά πρόστιμα για να αποφευχθεί ή αποκατασταθεί οποιαδήποτε δυσλειτουργία μπορεί να αποβεί επιζήμια για τα συμφέροντα των ασφαλισμένων. Ο υπουργός δύναται: • να απαγορεύσει την ελεύθερη διάθεση των παγίων εάν τα ΤΕΑ δεν έχουν συστήσει επαρκή αποθεματικά για το σύνολο της δραστηριότητας τους και εάν διαθέτουν ανεπαρκή πάγια στοιχεία για να καλύψουν τα αποθεματικά. • να θέσει τα ΤΕΑ σε αναγκαστική διαχείριση • να περιορίσει ή να απαγορεύσει τις δραστηριότητες τους Σε όλες τις παραπάνω περιπτώσεις απαραίτητη είναι η σύμφωνη γνώμη της Εθνικής αναλογιστικής Αρχής. Κάθε σχετική απόφαση κοινοποιείται στα ΤΕΑ και πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Επίσης προβλέπεται ότι με απόφαση του ίδιου Υπουργού και ύστερα από σύμφωνη γνώμη της ΕΑΑ καθορίζονται οι προϋποθέσεις και η διαδικασία γι το δικαίωμα διαγραφής, για το συνυπολογισμό του χρόνου επαγγελματικής ασφαλίσεως, τη μεταφορά δικαιώματος και το αρμόδιο για τη χορήγηση της παροχής ΤΕΑ σε περίπτωση διαδοχικής χρονικά επαγγελματικής ασφαλίσεως σε περισσότερα ταμεία στην ημεδαπή και σε περίπτωση διαδοχικής χρονικά επαγγελματικής ασφαλίσεως σε περισσότερα ταμεία στην ημεδαπή και σε χώρες της Ε.Ε. Ο εκτεταμένος έλεγχος της λειτουργίας των ΤΕΑ υπαγορεύεται από το κεντρικό στόχο του νόμου ,ο οποίος είναι η προστασία των μελλοντικών συνταξιούχων. Δίδεται η δυνατότητα στον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών ασφαλίσεων να επεμβαίνει διορθωτικά με τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων για την αποφυγή και αποκατάσταση οποιασδήποτε δυσλειτουργίας η οποία είναι επιζήμια για τα συμφέροντα των εργαζομένων Σημαντικοί Παράγοντες για την άσκηση της Εποπτείας είναι, η ανεξαρτησία, η σταθερότητα και η αυτονομία, οι αρχές στις οποίες στηρίζεται, το στελεχιακό δυναμικό, τα εργαλεία (τεχνολογικά και επιστημονικά), η διαφάνεια, η χρηματοδότηση της Εποπτείας, η συνεργασία μεταξύ των Εποπτών. Ανάλογα με τη δομή, την οργάνωση, τη νομοθεσία και τις ιδιαιτερότητες των συστημάτων ασφάλισης μιας Χώρας, η Εποπτεία μπορεί να ασκείται από ένα σημείο ή και από διαφορετικά σημεία, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να ασκείται συντονισμένα. Το σημαντικό δεν είναι από ποιο σημείο ασκείται η Εποπτεία αλλά με ποιους κανόνες, από ποιους και ποια εργαλεία. Η κρατική εποπτεία, συνεπώς, δεν μπορεί να περιορίζεται μόνον στον έλεγχο για την τήρηση της νομιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών, αλλά πρέπει να επεκτείνεται και στην παρακολούθηση και έλεγχο των οικονομικών στοιχείων και γενικά των αναγκαίων στοιχείων τόσο των ασφαλιστικών φορέων, όσο και του ασφαλιστικού συστήματος συνολικά. Αυτά ακριβώς επιβάλλουν τη θέσπιση ενός αξιόπιστου οργανισμού, ο οποίος να πιστοποιεί και να ελέγχει τα κρίσιμα οικονομικά μεγέθη, να επισημαίνει έγκαιρα και με ακρίβεια τα προβλήματα που αναφαίνονται ή διαφαίνονται με βάση τα πραγματικά οικονομικά στοιχεία των ασφαλιστικών φορέων και να υποβάλει προτάσεις. Επειδή τα στοιχεία αυτά είναι επιδεκτικά αμφισβητήσεων, αλλά και επειδή η πορεία τους μπορεί να αφορά την ίδια την βιωσιμότητα ενός ή περισσοτέρων ασφαλιστικών φορέων και την τύχη των εισφορών και των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων στον φορέα αυτό, είναι αναγκαίο τα στοιχεία αυτά να συλλέγονται, να μελετώνται και να τυγχάνουν επεξεργασίας από έναν οργανισμό ο οποίος να διασφαλίζει όχι μόνο την επιστημονική επάρκεια, αλλά ανεξαρτησία από κάθε πλευρά και διαφάνεια στην λειτουργία του. Στο σχέδιο νόμου, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες αυτές, την διεθνή εμπειρία, αλλά και ελληνική εμπειρία από ανάλογες μορφές ανεξαρτήτων οργανισμών, ιδρύεται η Εθνική Αναλογιστική Αρχή, ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή και επιτελεί τις λειτουργίες που αναλυτικά αναφέρονται στα επιμέρους άρθρα.   5.1.Η Εθνική Αναλογιστική Αρχή Η ΕΑΑ συγκροτείται ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή. Με μια σειρά επιμέρους ρυθμίσεων, εξασφαλίζεται η λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία της ίδιας και των μελών της, ο έλεγχος της περιουσιακής τους κατάστασης ενώ παράλληλα εξασφαλίζεται η οικονομική της αυτοτέλεια. Με τις διατάξεις των παρ. 1 έως και 14 ορίζεται ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της Αρχής. Η Αρχή είναι πενταμελής και συγκροτείται κατά τρόπο που επιβάλλει την σταδιακή της ανανέωση. Ο διορισμός του Προέδρου και Αντιπροέδρου της γίνεται μετά από γνώμη της αρμόδιας επιτροπής της Βουλής . Επίσης ορίζεται η διάρκεια της θητείας του Προέδρου και των μελών, τα προσόντα διορισμού κλπ. Με τις διατάξεις της παρ. 15 προσδιορίζονται οι αρμοδιότητες της Αρχής. Οι αρμοδιότητες της ΕΑΑ έχουν γνωμοδοτικό χαρακτήρα, καταλαμβάνουν όμως όλο το φάσμα των στοιχείων που είναι αναγκαία για την αναλογιστική εποπτεία και παρακολούθηση του ΣΚΑ. Ειδικότερα, με μία δέσμη αρμοδιοτήτων της η ΕΑΑ παρακολουθεί συνολικά το ΣΚΑ και συντάσσει τις εκθέσεις που είναι αναγκαίες για τον μεσοχρόνιο και μακροχρόνιο σχεδιασμό του και ετήσιες αναθεωρήσεις του καθώς και ετήσια έκθεση για την οικονομική κατάσταση του συστήματος και εφόσον συντρέχει λόγος, προτείνει μέτρα για την διατήρηση της αναλογιστικής του ισορροπίας. Η ΕΑΑ παρακολουθεί υποχρεωτικά την πορεία των αναλογιστικών δεδομένων όλων των ασφαλιστικών οργανισμών που είναι ΝΠΔΔ ή ΝΠΙΔ και υπάγονται στον νόμο αυτό ή που τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή άλλου Υπουργείου. Προβαίνει σε ετήσιους τακτικούς ελέγχους καθενός από τους οργανισμούς αυτούς και σε έκτακτους όποτε αυτό ζητηθεί από τον φορέα ή τον Υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή τον εποπτεύοντα τον φορέα Υπουργό ή και με δική της πρωτοβουλία ή αν προσκληθεί από τον ασφαλιστικό φορέα. Πριν την ίδρυση ενός ασφαλιστικού φορέα συντάσσει έκθεση βιωσιμότητας. Προσδιορίζει τις προδιαγραφές των αναλογιστικών μελετών και συντάσσει τους ελληνικούς αναλογιστικούς πίνακες. Συλλέγει τα αναγκαία για το έργο της στοιχεία και συνεργάζεται με αντίστοιχες ξένες ή διεθνείς αρχές Τέλος στον έλεγχο της ΕΑΑ μπορούν να υπάγονται, με αίτησή τους, οποιαδήποτε και οποιασδήποτε νομικής μορφής μορφώματα που συγκροτούνται με σκοπό την παροχή ασφαλιστικών υπηρεσιών. .Με τις διατάξεις της παρ. 16 προβλέπεται ότι με προεδρικό διάταγμα μπορεί να ανατίθενται στην ΕΑΑ και άλλες αρμοδιότητες πλην των αναφερομένων παραπάνω. H EAA χρειάζεται να υπαχθεί στο Υπουργείο Οικονομικών ή ανάπτυξης μαζί με τις ασφαλιστικές Εταιρίες. Σε πολλά σημεία οι αρμοδιότητες της επικαλύπτονται με τις αντίστοιχες αρμοδιότητες της διεύθυνσης Αναλογιστικών Μελετών του Υπουργείου Απασχόλησης και κοινωνικής προστασίας. Εξάλλου κρίνεται απαραίτητο να επισημανθεί ότι η ΕΑΑ δεν έχει αρμοδιότητα ελέγχου των παρατηρούμενων παραβάσεων της νομοθεσίας και επιβολής των σχετικών ποινών. Αυτή η αρμοδιότητα ανήκει στον Υπουργό.   5.2 Η εποπτεία και ο έλεγχος των επαγγελματικών ταμείων στην Ευρώπη. Για την καλύτερη εκτίμηση του επαγγελματικού συστήματος ασφάλισης στην Ελλάδα θα ήταν χρήσιμή μια επισκόπηση του ελέγχου και της εποπτείας του ασφαλιστικού γίγνεσθαι ανά την Ευρώπη.  Στις χώρες: Αυστρία ,Βέλγιο, Δανία, Γερμανία, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο αρμόδιο για την εποπτεία και τον έλεγχο των ΙΕΣΠ είναι το Υπουργείο Οικονομικών.  Στην Ιταλία και το Λουξεμβούργο την εποπτεία και τον έλεγχο των ΙΕΣΠ ασκεί ειδική ανεξάρτητη αρχή η οποία έχει συσταθεί ακριβώς για αυτόν το σκοπό.  Στη Φινλανδία έχει συσταθεί παρόμοια ανεξάρτητη αρχή η οποία ασκεί τόσο έλεγχο όσο και εποπτεία των ΙΕΣΠ και των ασφαλιστικών εταιριών. Το Υπουργείο Κοινωνικών Υποθέσεων και υγείας έχει τη δυνατότητα σχεδιασμού της νομοθεσίας που διέπει τα ΙΕΣΠ.Όμως η ανεξάρτητη αρχή έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί συγκεκριμένη κυνερνητική παρέμβαση, να μην επιτρέψει τη χορήγηση άδειας για σύσταση ΙΕΣΠ, να επιβάλλει ποινή σε ΙΕΣΠ και να συμπαρακολουθεί εν γένει την κυβερνητική παρεμβατική πολιτική.  Στη Γαλλία λειτουργεί ειδικό σώμα εποπτείας.  Στην Ολλανδία η εποπτεία των ΙΕΣΠ ανήκει στο Υπουργείο Κοινωνικών ασφαλίσεων και η εποπτεία των ασφαλιστικών εταιριών ανήκει στο Υπουργείο Οικονομικών.Τη διοίκηση και την διαχείριση των ΙΕΣΠ έχουν οι κοινωνικοί εταίροι, ώστε να αποκλείεται οποιαδήποτε παρέμβαση του κράτους.  Στο Ηνωμένο Βασίλειο η αρμοδιότητα για τη ενε γένει παρακολούθηση του δημόσιου συστήματος ανήκει στην Goverment Actuarys Department ενώ την αρμοδιότητα για τις ιδιωτικές συντάξεις έχει άλλη ειδική επιτροπή η Pensions Commisio   Κεφάλαιο 6 Η ιδιωτική ασφάλιση και τα ΤΕΑ Οι δύο θεσμοί έχουν διαφορετική φιλοσοφία κάτι που αποτυπώνεται ανάγλυφα στην τύχη της περιουσίας τους σε περίπτωση διάλυσης .Εκεί διαφαίνεται ο αμιγώς οικονομικός χαρακτήρας της ιδιωτικής ασφάλισης  και ο προέχων κοινωνικός των Τ.Ε.Α. Σε περίπτωση διάλυσης των Τ.Ε.Α το προϊόν εκκαθάρισης στο οποίο ανήκουν οι εργοδοτικές εισφορές  διανέμεται ανάλογα με την ασφαλιστική προσδοκία των ασφαλισμένων. Αντίθετα ο νομοθέτης της ιδιωτικής ασφάλισης δεν αναγνωρίζει ασφαλιστική προσδοκία σε περίπτωση εκκαθάρισης μιας ασφαλιστικής επιχείρησης. Η ιδιωτική ασφάλιση έχει τα εξής εννοιολογικά γνωρίσματα: 1. Η κατά κανόνα έλλειψη υποχρεωτικότητας 2. Η σύμβαση ως μέσο ρύθμισης των εννόμως σχέσεων. 3. Η εξατομίκευση στις ασφαλιστικές ρυθμίσεις. 4. Η κατά κανόνα έλλειψη καθολικότητας. 5. Ο σκοπός κέρδους του φορέα 6. Ο μικρός κρατικός έλεγχος 7. Η περιορισμένη κοινωνική αλληλεγγύη   Τα τρία πρώτα στοιχεία αποτελούν κοινό τόπο για την ιδιωτική ασφάλιση και την επαγγελματική. Εν τούτοις η επαγγελματική δεν έχει σαν σκοπό το κέρδος λειτουργεί με βάση τις συμφωνίες των κοινωνικών εταίρων και την πρωτοβουλία .Επιπροσθέτως το ασφάλιστρο δεν εξατομικεύεται ,οι εργαζόμενοι ασφαλίζονται προαιρετικά και βέβαια ο συνεχής έλεγχος της Ε.Α.Α  και η εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων αποτελεί ουσιώδη διαφορά.   Κεφάλαιο 7 Οι διεθνείς τάσεις στα συστήματα επαγγελματικής ασφάλισης Σε όλη την Ευρώπη η επαγγελματική ασφάλιση συμπληρώνει την κοινωνική ασφάλιση . Από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1974 κάτω από την πίεση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και την πίεση του δημογραφικού προβλήματος της ανεργίας κατέστη αντιληπτό  ότι  τα δημόσια συστήματα συνταξιοδότησης  δεν μπορούν να επιβιώσουν με την παρούσα τους μορφή. Τα προβλήματα του διανεμητικού συστήματος αντιμετωπίζονται στην Ευρώπη με το συνδυασμό του κεφαλαιοποιητικού με το διανεμητικό σύστημα και εν γένει με τη μίξη ιδιωτικού στοιχείου με το δημόσιο. Η κατάσταση στην Ελλάδα μέχρι το νόμο 3029/2002 ήταν πολύ διαφορετική συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες –μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ,όπου η συμπληρωματική ασφάλιση διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο σχετικά με την κύρια ασφάλιση και την επικουρική. Σε πολλές χώρες η ανάγκη συμπλήρωσης των παροχών  της κύριας και της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης οδήγησε  στην ανάπτυξη ειδικών φορέων που παρέχουν πρόσθετη ασφάλιση και πολλές φορές παροχές υψηλότερες από τις βασικές μορφές ασφαλίσεως. Aξίζει να σημειωθεί ότι ανάλογα επαγγελματικά ταμεία λειτουργούν σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής ένωσης σε ποσοστό 25% του ενεργού πληθυσμού της Ευρώπης. Ο Έλληνας νομοθέτης σε σχέση με τον νομοθέτη των άλλων κρατών μελών  και με τον Ευρωπαϊκό νομοθέτη έκανε δύο ειδικότερες επιλογές: 1) Η επαγγελματική ασφάλιση δεν περιορίζεται στις συνταξιοδοτικές παροχές.  Κάθε κίνδυνος και κάθε παροχή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της επαγγελματικής ασφάλισης. Συνεπώς το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3029/2002 υπερβαίνει την προαναφερθείσα Οδηγία, η οποία περιορίζεται στις συνταξιοδοτικές παροχές. 2) Δίδεται έμφαση στα κοινωνικά χαρακτηριστικά του θεσμού. Ο κοινός νομοθέτης έχει προβλέψει ότι, εφόσον καταβάλλεται εργοδοτική εισφορά, τα ΤΕΑ αποτελούν φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως, δεν έχουν σκοπό το κέρδος, τελούν υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και οι ασφαλισμένοι έχουν συγκεκριμένα δικαιώματα, όπως π.χ. προστασία δικαιωμάτων όσων έχουν ασφαλιστική προσδοκία κατά τη διάλυση των ταμείων κ.ά. 3) Πέραν τούτων, τα εννοιολογικά χαρακτηριστικά των ΤΕΑ ταυτίζονται με τα χαρακτηριστικά των συνεταιρισμών του άρθρου 12 παρ. 5 του Συντάγματος,  ενώ η οργάνωση και η λειτουργία τους μπορεί να προσεγγίζουν είτε στην ιδιωτική ασφάλιση είτε στην κοινωνική. Πρόκειται για σημαντική νομοθετική επιλογή, η οποία διαφοροποιεί τα ελληνικά καθεστώτα επαγγελματικής ασφάλισης από τα αντίστοιχα άλλων κρατών -μελών της ΕΕ και τονίζει το κοινωνικό στοιχείο έναντι του οικονομικού.  Αυτήν την επιλογή έπρεπε οι κοινωνικοί εταίροι να  την είχαν αξιοποιήσει, λαμβανομένου υπόψη ότι επειδή τα ΤΕΑ δεν διανέμουν κέρδη και τα αντίστοιχα κεφάλαια συσσωρεύονται, έχουν τη δυνατότητα είτε να μειώσουν τις εισφορές είτε να αυξήσουν τις παροχές είτε να χρηματοδοτήσουν παροχές κοινωνικής αλληλεγγύης είτε να συνδυάσουν τις δυνατότητες αυτές. Πρόκειται για ένα σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα σε σχέση με τις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις, στην περίπτωση που τα ΤΕΑ έχουν εξίσου καλές αποδόσεις με αυτές. Πάντως, σε ορισμένα κράτη-μέλη της ΕΕ έχει επιτραπεί η λειτουργία της επαγγελματικής ασφάλισης και από τις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις με βάση το ειδικό καθεστώς που προβλέπει η ως άνω ευρωπαϊκή Οδηγία (άρθρο 4). Ειδικότερα, επιβάλλεται στις ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις να τηρούν, διαχειρίζονται και οργανώνουν  όλα τα στοιχεία του ενεργητικού και των υποχρεώσεων της επαγγελματικής ασφάλισης σε χωριστό λογαριασμό χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα μεταφοράς. Με βάση αυτό το ειδικό καθεστώς, στην Γαλλία για παράδειγμα,  η επαγγελματική ασφάλιση παρέχεται και από ιδιωτικές ασφαλιστικές επιχειρήσεις. Στην Ελλάδα, σχετικό αίτημα είχε υποβάλλει από την πρώτη στιγμή η Ένωση Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων και εξακολουθεί να ενδιαφέρεται για τη λειτουργία της επαγγελματικής ασφάλισης., αλλά το αίτημα αυτό δεν ευοδώθηκε μάλλον με το σκεπτικό ότι θα προκαλούσε δυσμενείς αντιδράσεις στις συνδικαλιστικές οργανώσεις η επέκταση της δραστηριότητας των ασφαλιστικών επιχειρήσεων στην κοινωνική ασφάλιση. Πρέπει πάντως να παρατηρηθεί ότι δυνατότητα λειτουργίας ΤΕΑ έχουν και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που έχουν επίσης μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση των επενδύσεων και εγγυήσεις φερεγγυότητας. Το μείζον θέμα που χρήζει μελέτης είναι η δυνατότητα δημιουργίας Πανευρωπαϊκών Επαγγελματικών Ταμείων. Με την απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Danner  δόθηκε το έναυσμα προς την κατεύθυνση αυτή. Ο κύριος Danner  ζούσε και εργαζόταν στην Γερμανία  Ο R. D. Danner είναι ιατρός και έχει τόσο τη γερμανική όσο και τη φινλανδική ιθαγένεια. .πως φαίνεται, διέμενε και εργαζόταν στη Γερμανία μέχρι το 1977, οπότε εγκαταστάθηκε στη Φινλανδία.   Το 1976 άρχισε να καταβάλλει εισφορές ασφαλίσεως συντάξεως σε δύο γερμανικούς οργανισμούς Μετά την εγκατάστασή του στη Φινλανδία ο R. D. Danner αποφάσισε να συνεχίσει να καταβάλλει εισφορές στα δύο προαναφερθέντα στην προηγούμενη σκέψη συστήματα. Αιτιολόγησε την επιλογή του αυτή με δύο στοιχεία. Αφενός, έστω και αν δεν ήταν πλέον υποχρεωμένος να το πράττει, όφειλε να καταβάλλει εισφορές στο BfA αν ήθελε να λάβει σύνταξη σε περίπτωση αναπηρίας. Αφετέρου, οι εισφορές που κατέβαλλε στα δύο αυτά συστήματα οδηγούσαν σε αύξηση της συντάξεώς του.    Στη δήλωσή του εισοδήματος για το έτος 1996 ζήτησε την έκπτωση από το καθαρό φορολογητέο εισόδημά του των εισφορών ασφαλίσεως συντάξεως που είχε καταβάλει. Οι φορολογικές αρχές δεν δέχθηκαν το αίτημα της εκπτώσεως των εισφορών προαιρετικής ασφαλίσεως συντάξεως παρά μόνο μέχρις ορίου 10 % του ως άνω φορολογητέου εισοδήματος, ήτοι μέχρι 22 562 FIM (περίπου 3 800 ευρώ). Το αίτημα αναθεωρήσεως της αποφάσεως αυτής που υπέβαλε ο R. D. Danner ενώπιον της Siilinjärven verotuksen oikaisulautakunta απορρίφθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 1998. Ο R. D. Danner προσέβαλε την τελευταία αυτή απόφαση ενώπιον του Kuopion hallinto-oikeus. Ισχυρίστηκε, κυρίως, ότι οι εισφορές στο BfA και στην Berliner Ärzteversorgung ήταν υποχρεωτικές, οπότε έπρεπε να θεωρηθεί ότι μπορούσε να τις εκπέσει στο σύνολό τους από το φορολογητέο εισόδημά του δυνάμει του άρθρου 96, παράγραφος 1, του TVL. Επικουρικά, υποστήριξε ότι έπρεπε να ισχύει η ίδια δυνατότητα εκπτώσεώς τους όπως και όσον αφορά τις εισφορές σε προαιρετικά συνταξιοδοτικά συστήματα βάσει συμβάσεως με φινλανδικούς οργανισμούς, ήτοι εντός του ορίου του 60 % των καταβαλλόμενων εισφορών και των 30 000 FIM ετησίως, σύμφωνα με τον κανόνα τον οποίο προβλέπει το άρθρο 96, παράγραφος 6, του TVL. Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζεται η Δανική Κυβέρνηση, το Δικαστήριο έκρινε ότι  στην υπό κρίση υπόθεση, η ανάγκη αντισταθμίσεως της μειώσεως των φορολογικών εσόδων που προέκυπτε λόγω της μη φορολογήσεως της αποταμιεύσεως με τη μορφή ασφαλίσεως ζωής διά κεφαλαιοποιήσεως συναπτομένης με εταιρίες εγκατεστημένες σε κράτος μέλος διαφορετικό από αυτό της κατοικίας του αποταμιευτή δεν μπορούσε να δικαιολογήσει το σχετικό εθνικό μέτρο που περιόριζε την ελεύθερη παροχή των υπηρεσιών. Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι η ανάγκη αποφυγής της μειώσεως των φορολογικών εσόδων δεν περιλαμβάνεται ούτε μεταξύ των λόγων που παραθέτει το άρθρο 56 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 46 ΕΚ), ούτε μεταξύ των επιτακτικών λόγων γενικού συμφέροντος (βλ. επ' αυτού την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, C-307/97, Saint-Gobain ZN, Συλλογή 1999, σ. I-6161, σκέψη 51). Επιπλέον, δέχθηκε ότι το φορολογικό πλεονέκτημα που απορρέει ενδεχομένως για τους παρέχοντες υπηρεσίες από τη χαμηλή φορολογία, στην οποία υπόκεινται στο κράτος μέλος εντός του οποίου είναι εγκατεστημένοι, δεν μπορεί να επιτρέπει σε άλλο κράτος μέλος να δικαιολογεί τη δυσμενέστερη φορολογική μεταχείριση των αποδεκτών των υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στο τελευταίο αυτό Ενόψει των ανωτέρω σκέψεων, το άρθρο 59 της Συνθήκης έχει την έννοια ότι εμποδίζει την εφαρμογή φορολογικής ρυθμίσεως κράτους μέλους η οποία περιορίζει ή αποκλείει τη δυνατότητα εκπτώσεως από το φορολογητέο εισόδημα, στο πλαίσιο του φόρου εισοδήματος, των εισφορών προαιρετικής ασφαλίσεως συντάξεως που καταβάλλονται σε συνταξιοδοτικούς οργανισμούς εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη, ενώ δέχεται τη δυνατότητα εκπτώσεως τέτοιων εισφορών όταν αυτές καταβάλλονται σε οργανισμούς εγκατεστημένους εντός του πρώτου κράτους μέλους, εφόσον δεν απαλλάσσει παράλληλα με το φόρο τις συντάξεις που καταβάλλουν οι εν λόγω οργανισμοί.Η υπόθεση αφορά μόνο τις εισφορές του ασφαλισμένου. Έτσι το Δ.Ε.Ε τονίζει ότι εφόσον υπάρχει η δυνατότητα να εκπίπτουν οι εισφορές προς τα ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης ενός κράτους μέλους, η δυνατότητα ισχύει και για τις εισφορές που λειτουργούν σε άλλα κράτη μέλη.   Συμπεράσματα Με τις σημερινές εξελίξεις όπου η αναπλήρωση εισοδήματος έχει γίνει ο βασικός στόχος της κοινωνικής ασφάλισης, κρίνεται αναγκαία η διάδοση της επαγγελματικής ασφάλισης ,ούτως ώστε η σύνταξη να αποτελέσει ένα συνδυασμό διανεμητικού και κεφαλαιοποιητικού συστήματος. Ειδικότερα η υπάρχουσα νομοθεσία χρειάζεται να τροποποιηθεί ούτως ώστε: I. Να γίνει επέκταση της εφαρμογής της λειτουργίας των ΤΕΑ όπως ορίζονται μέσω του νόμου 3029/2002 και σε ταμεία ανεξαρτήτως της πρόσκτησης της νομικής προσωπικότητας. Έτσι συμβαίνει και στα βρετανικά ΙΕΣΠ τα οποία λειτουργούν κυρίως με τη μορφή τραπεζικού λογαριασμού. II. Να καταργηθεί η προϋπόθεση ίδρυσης ΤΕΑ με αριθμό ασφαλισμένων τουλάχιστον 100.Αντίστοιχα στο βρετανικό σύστημα τα ΙΕΣΠ λειτουργούν και με ένα μόνο μέλος, ώστε να διαδοθεί περισσότερο ο θεσμός. III. Να δημιουργηθεί ένα κεφάλαιο ασφαλείας τω Ταμείων, ως ένα πρόσθετο ενεργητικό  για την κάλυψη των αποκλίσεων μεταξύ των προβλεπόμενων και των πραγματικών δαπανών και κερδών. IV. Να υπάρξει η αναίρεση της δυσμενούς φορολογικής μεταχείρισης καθώς η συμμετοχή στα ΤΕΑ έχει αρνητικές συνέπειες αφού η ανάληψη των προβλεπόμενων φορολογείται. Σε σχέση με τους  απλούς καταθετικούς  λογαριασμούς η ανάληψη των οποίων δε φορολογείται ,η άνιση αυτή μεταχείριση λειτουργεί αποτρεπτικά. V. Να υπάρξει δυνατότητα ίδρυσης ΤΕΑ με πρωτοβουλία επαγγελματικών –συνδικαλιστικών ενώσεων όπως π.χ. ΓΕΣΕΕ,ΓΕΣΕΒΕ,ΑΔΕΔΥ     Βιβλιογραφία 1.Η Κοινωνική Ασφάλιση από Νομικά πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου, Άρτεμις Αναγνώστου Δεδούλη, εκδόσεις Αν. Ν. Σάκκουλα 2. Ελληνικοί και Ευρωπαϊκοί Μύθοι για το ασφαλιστικό: Μύθοι για την Κοινωνική Ασφάλιση, Γ. Ρωμανιάς, αδελφοί Βλάσση, Αθήνα 2007 3.Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση ,Άγγελος Στεργίου, Θεόδωρος Σακκελαρόπουλος, εκδόσεις Διόνικος, Αθήνα 2010 4.Η εξέλιξη στο δίκαιο της κοινωνικής ασφάλισης, Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου –Πεχλιβανίδη, εκδόσεις Αντ.Ν.Σάκκουλας,2004 5.Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης, Πατρίνα Παπαρρηγοπούλου- Πεχλιβανίδη, Νομική Βιβλιοθήκη, 2013 6.H Κοινωνική ασφάλιση από την κρίση στον ενιαίο φορέα. Γρηγόρης Χρ. Σολωμός Εκδόσεις Νέα Σύνορα –Α .Α. Λιβάνη, Αθήνα 1991 7. Η Κοινωνική Ασφάλιση - Από την Κρίση στον Ενιαίο Φορέα, Γρηγόριος Σολωμός ,εκδόσεις Νέας σύνορα –Α.Α Λιβάνη ,Αθήνα 1991 8.Δίκαιο Κοινωνικών Ασφαλίσεων ,Κωνσταντίνος Δ. Κρεμαλής ,εκδόσεις Αν. Ν. Σάκκουλας 9., Ασφαλιστικό: Μια μέθοδος Ανάγνωσης, με πρόλογο του Γιάννη Σπράου, Τήνιος, Πλάτων,   Εκδόσεις Κριτική 2010 10.ΕΔΚΑ (Επιθεώρηση Δικαίου Κοινωνικής Ασφάλισης) 2002,2008,2009,2010,2012\\

Διεύθυνση: Πατριάρχου Ιωακείμ 30 Αθήνα 10675 | Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο: info@epkodi.gr

Πολιτική Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων