Δικαίωμα σύνταξης σε περίπτωση αμετάκλητης ποινικής καταδίκης | Νομολογία Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.)
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ (Ε.Δ.Δ.Α.)
Υπόθ. Αποστολάκης κατά Ελλάδος Απόφ. 22.10.2009 Προσφυγή Νο 39574/07
Ανίσχυρη ως αντίθετη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α. η διάταξη του άρθρου 62 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα σύνταξης χάνεται επί αμετάκλητης ποινικής καταδίκης. Ε.Δ.Δ.Α. Υπόθ. Αποστολάκης κατά Ελλάδος Απόφ. 22.10.2009 Προσφυγή Νο 39574/07 Δικηγόροι: Ιωάννης Πετρόγλου, Ο. Πατσοπούλου Ν.Σ.Κ., Μ. Βακαλόπουλος Ν.Σ.Κ. Απόδοση στα ελληνικά: ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ ΠΑΝΟΥ, Δικηγόρου Ανίσχυρη ως αντίθετη στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου Ε.Σ.Δ.Α. η διάταξη του άρθρου 62 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, σύμφωνα με την οποία το δικαίωμα σύνταξης χάνεται επί αμετάκλητης ποινι-κής καταδίκης. Η εκ του νόμου αυτοδίκαιη στέρηση της σύνταξης ως συνέπεια ποινικής καταδίκης συνιστά προσβολή περιουσιακού δικαιώματος. Τούτο, διότι συνεπάγεται την πλήρη στέρηση του βασικού μέσου διαβίωσης κα-τά την ηλικία συνταξιοδότησης, που είναι η σύνταξη. Η κατά το άρθρο 64 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, μεταβίβαση της σύνταξης του ποινικά καταδικασθέντος στην οικογένεια του δεν αποκαθιστά την απώλεια της σύνταξης. Το συνταξιοδοτικό δικαίωμα προστατεύεται ως περιουσιακό δικαίωμα, εφόσον χρηματοδοτείται από εισφορές ή η σύντα-ξη παρέχεται από τον εργοδότη στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας. Το άρθρο 1 Π.Π.Π. Ε.Σ.Δ.Α. δεν κατοχυρώνει το δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους. Η εξάντληση των ένδικων μέσων κατά το εθνικό δίκαιο ως προϋπόθεση του παραδεκτού της προσφυγής ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. συντρέχει και όταν ο διάδικος ναι μεν δεν προέβαλε ισχυρισμό περί παραβιάσεως της Ε.Σ.Δ.Α. με το ένδικο βοήθημα ή μέσο, πλην όμως αναφέρθηκε στην Ε.Σ.Δ.Α. με το υπόμνημα του, δίνοντας έτσι στα ελληνικά δικαστήρια την ευκαιρία να αποφύγουν ή να αποκαταστήσουν τις επικληθείσες πα-ραβιάσεις της Ε.Σ.Δ.Α. Επιδίκαση ποσού 23.327 ευρώ για α-ποκατάσταση ζημίας, 1.000 ευρώ για ικα-νοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και 1.700 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Επιδίκαση τόκων υπερημερίας. Επί του πραγματικού Ι. Τα περιστατικά της Υποθέσεως 5. Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1938 και κατοικεί στο Νέο Ηράκλειο. 6. Ο προσφεύγων εργάζεται από την ηλικία των δεκαοκτώ ετών σε έναν ασφαλιστικό οργανισμό ελεύθερων επαγγελμάτων, το Ταμείο Επαγγελματιών και Βιοτεχνών Ελλάδος («Τ.Ε.Β.Ε.»). Ο ίδιος προήχθη στη θέση του Διευθυντή Συντάξεων. Υποχρεώθηκε δε να αποχωρήσει από την υπηρεσία εξαιτίας της κατ’ αυτού άσκησης ποινικής διώξεως, με την κατηγορία της νόθευσης ασφαλιστικών βιβλιαρίων των ασφαλισμένων του Τ.Ε.Β.Ε. 7. Στις 13 Μαρτίου 1998, το Εφετείο Αθηνών κήρυξε τον προσφεύγοντα ένοχο λόγω της (απλής) συνδρομής του, από το 1976 έως το 1986, στη νόθευση, από δύο άλλα άτομα, ασφαλιστικών βιβλιαρίων σε βάρος του Τ.Ε.Β.Ε. Καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης έντεκα ετών. Ο προσφεύγων αποφυλακίστηκε υπό όρο την 11η Δεκεμβρίου 1998, το δε Εφετείο αφαίρεσε το χρονικό διάστημα της προσωρινής κρατήσεώς του από την επιβληθείσα ποινή. 8. Το 1988, αναγνωρίστηκε το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του προσφεύγοντος, αναδρομικά από τις 10 Ιουνίου 1987, έπειτα από 30 έτη, 7 μήνες και 5 ημέρες υπηρεσίας. Ωστόσο, μετά την αποφυλάκιση του προσφεύγοντος, ο Διευθυντής Συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων («Ι.Κ.Α.»), με την από 17.12.1999 πράξη του, ανακάλεσε την πράξη κανονισμού συντάξεως του προσφεύγοντα, η οποία είχε ληφθεί το 1988, και μεταβίβασε ένα μέρος του ποσού της εν λόγω συντάξεως στη σύζυγο και την κόρη αυτού, λόγω της καταδίκης του για το ως άνω αδίκημα και σύμφωνα με τα άρθρα 62 και 64 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (κατωτέρω, παράγραφοι 18-19). Ο προσφεύγων διευκρινίζει ότι το συνολικό ποσό της συντάξεως, η οποία του είχε αναγνωριστεί, ανερχόταν στα 617,14 ευρώ ανά μήνα και ότι η σύζυγος και η κόρη του ελάμβαναν 432 ευρώ ανά μήνα. Η στέρηση της συντάξεως του προσφεύγοντος οδήγησε επίσης στη στέρηση του δικαιώματός του στις λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης. 9. Κατά της ως άνω αποφάσεως, ο προσφεύγων κατέθεσε ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, η οποία απορρίφθηκε σιωπηρώς. 10. Κατά της εν λόγω σιωπηρής απορρίψεως της ενστάσεώς του, ο προσφεύγων άσκησε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στο υπόμνημά του της 9.9.2002 και της 8.12.2003, επικαλέστηκε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και την απόφαση την οποία εξέδωσε το Τρίτο Τμήμα του Δικαστηρίου, επί της υποθέσεως Αζίνας κατά Κύπρου (αρ. 56679/00, 20 Ιουνίου 2002). Υποστήριξε, επίσης, ότι η στέρηση της συντάξεώς του έθετε σε κίνδυνο την φυσική και ηθική του υπόσταση και επικαλέστηκε, προς τούτο, παραβίαση των άρθρων 3 και 8 της Συμβάσεως. 11. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, με την από 1ης Απριλίου 2004 απόφασή του, έκρινε ότι το άρθρο 62 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων εισήγαγε μία εξαίρεση στον κανόνα, ο οποίος προβλέπει ότι όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι έχουν δικαίωμα συνταξιοδότησης, εφόσον πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις. Η εξαίρεση αυτή βασίζεται σε ένα κριτήριο, το οποίο δεν έχει άμεση σχέση με το αντικείμενο της νομοθετικής ρυθμίσεως, που συνίσταται στην απονομή συντάξεως μετά τη λήξη της υπηρεσίας. Και τούτο, διότι η ποινικώς κολάσιμη συμπεριφορά ενός δημοσίου υπαλλήλου δεν τελεί σε άμεση σχέση με το συνταξιοδοτικό καθεστώς αυτού, ώστε να μπορεί να αποτελεί το κριτήριο, το οποίο δύναται να οδηγήσει στην απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η απώλεια της συντάξεως, η οποία συνιστά ένα μέτρο ιδιαιτέρως επαχθές για τον απολυθέντα δημόσιο υπάλληλο και τον ακολουθεί μέχρι το πέρας του βίου του, θέτει σε κίνδυνο τη διαβίωσή του, στερώντας από αυτόν τα στοιχειώδη μέσα για την αντιμετώπιση των βιοτικών του αναγκών, σε μία ηλικία κατά την οποία η δυνατότητα αναπλήρωσης της συντάξεως μέσω άλλων πόρων είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, αν όχι ανύπαρκτη. Επομένως, τα μειονεκτήματα τα οποία περιελάμβανε η ρύθμιση του εν λόγω άρθρου ήταν δυσανάλογα προς τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την εύρυθμη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Το άρθρο αυτό είναι λοιπόν αντίθετο προς τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας. 12. Με την ως άνω κρίση του, το Ελεγκτικό Συνέδριο παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέ-λειά του, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της συνταγματικότητας του άρθρου 62 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. 13. Στο από 6 Ιουνίου 2005 υπόμνημά του, ο προσφεύγων θεμελίωσε το σύνολο των επιχειρημάτων του στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και στην ως άνω απόφαση Αζίνας κατά Κύπρου. 14. Με την απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2005, η Ολομέλεια έκρινε ότι το ανωτέρω άρθρο 62 περ. β΄ δεν αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας. Διευκρίνισε ότι η εν λόγω διάταξη έχει ως σκοπό να αποτρέψει τους εν ενεργεία δημοσίους υπαλλήλους από την διάπραξη των αδικημάτων, τα οποία αναφέρονται σε αυτή, και τούτο προκειμένου να προστατευθούν τα υλικά και ηθικά συμφέροντα των δημόσιων υπηρεσιών, η εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης καθώς και η αξιοπιστία και η ακεραιότητα αυτής. Για την επίτευξη δε του ανωτέρω σκοπού, ο νομοθέτης δεν θα μπορούσε να διακρίνει αναλόγως του εάν η καταδίκη ενός προσώπου για την τέλεση των ως άνω αδικημάτων λαμβάνει χώρα πριν ή μετά τη συνταξιοδότησή του, διαφορετικά το γεγονός της συνταξιοδοτήσεως θα συντελούσε στην αδυναμία επιβολής κυρώσεων στους δημοσίους υπαλλήλους. 15. Με το από 10 Οκτωβρίου 2006 υπόμνημά του ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο προσφεύγων επικαλέστηκε εκ νέου παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, κάνοντας αναφορά στην ως άνω απόφαση Αζίνας. 16. Με την απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2007, το Ελεγκτικό Συνέδριο, έκρινε, επί της υποθέσεως του προσφεύγοντος, ότι, λαμβανο-μένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως και του ιδιαιτέρως επίμεμπτου χαρακτήρα των αδικημάτων, τα οποία είχε διαπράξει ο προσφεύγων σε βάρος του Τ.Ε.Β.Ε., η κύρωση, η οποία επιβλήθηκε σε αυτόν, ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο από το άρθρο 62 περ. β΄ σκοπό. Ως εκ τούτου, η σιωπηρή απόρριψη της ένστασης του προσφεύγοντος κατά της αποφάσεως, με την οποία ανακλήθηκε η πράξη κανονισμού συντάξεως σε αυτόν και μεταβιβάστηκε η σύνταξη στην σύζυγο και την κόρη αυτού, ήταν νόμιμη. 17. Με την απόφαση της 17ης Μαρτίου 2008, το Ελεγκτικό Συνέδριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της ζημίας που είχε υποστεί το Τ.Ε.Β.Ε. από την πλαστογραφία για την οποία καταδικάστηκε ο προσφεύγων στις 13 Μαρτίου 1998. Το Ελε-γκτικό Συνέδριο αποφάνθηκε ότι ο προσφεύγων όφειλε στο Τ.Ε.Β.Ε. τα ποσά των 1.926.988,17 ευρώ και 148.609,76 ευρώ, για τις χρηματικές απώλειες που υπέστη ο οργανισμός αυτός από το 1985 έως το 1987. ΙΙ. Το εσωτερικό δίκαιο και η σχετική εσωτερική πρακτική 18. Το άρθρο 62 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων προβλέπει ότι το δικαίωμα συντάξεως χάνεται αν ο δικαιούχος καταδικαστεί αμετάκλητα, είτε όταν ήταν εν ενεργεία, είτε ως συνταξιούχος, σε ποινή κάθειρξης για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, παραποίηση ή σε φυλάκιση για δωρο-δοκία ή δωροληψία, εφόσον τα αδικήματα αυτά στρέφονται κατά του Δημοσίου ή κατά νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 62 περ. β΄ προβλέπει ότι εφόσον παρασχεθεί χάρη στο πρόσωπο που καταδικάστηκε, με άρση των συνεπειών ή εφόσον επέλθει δικαστική αποκατάσταση αυτού, το δικαίωμα συντάξεως αποκτάται και πάλι. 19. Το άρθρο 64 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα προβλέπει ότι η σύζυγος και τα τέκνα του προσώπου που καταδικάστηκε για αδίκημα της περ. β΄ του άρθρου 62, δικαιούνται τη σύνταξη που τους ανήκει, ως αν αυτός που καταδικάστηκε είχε πεθάνει. 20. Η Κυβέρνηση διευκρινίζει ότι η σχετική με το άρθρο 62 περ. β΄ νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων επιδιώκει την αποτροπή τελέσεως, εκ μέρους των δημοσίων υπαλλήλων, αδικημάτων, τα οποία στρέφονται εναντίον του Δημοσίου και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, καθώς και την διαφύλαξη των περιουσιακών αγαθών αυτών, της εύρυθμης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, καθώς και της αξιοπιστίας και της ακεραιότητας των δημόσιων υπηρεσιών. 21. Το άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος ο-ρίζει ότι: «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύ-νταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Επί του νομικού μέρους Ι. Ως προς την επικληθείσα παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου 22. Ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι, η συνεπεία της ποινικής καταδίκης του, στέρηση της συντάξεώς του, η οποία επέρχεται αυτοδίκαια, τον αποστερεί από κάθε μέσο διαβίωσης, παρά το γεγονός ότι είναι 69 ετών και του είναι αδύνατο να ξεκινήσει νέα επαγγελματική δραστηριότητα. Η εν λόγω κύρωση είναι ιδιαιτέρως επαχθής, διότι συνεπάγεται περαιτέρω την στέρηση κάθε παροχής ασφάλισης ασθένειας. Επομένως, επήλθε προσβολή του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας του προσφεύγοντα, η οποία αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, σύμφωνα με το οποίο: «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Α. Επί του παραδεκτού 1. Η μη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων 23. Η Κυβέρνηση επικαλείται, κατά κύριο λόγο, ότι δεν εξαντλήθηκαν τα εσωτερικά ένδικα μέσα. Ο προσφεύγων ουδέποτε προέβαλε ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων τον ισχυρισμό του σχετικά με τον σεβασμό της περιουσίας του, ενώ το Ελεγκτικό Συνέδριο εξέτασε το ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 62 με την αρχή της αναλογικότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 25 του Συντάγματος και πάντως όχι σε σχέση με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. 24. Το Δικαστήριο σημειώνει, όπως και ο προσφεύγων, ότι σε όλα τα υπομνήματά του ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δηλαδή της 9.9.2002, της 8.12.2003, της 6.6.2005 και της 10.10. 2006, ο προσφεύγων αναφέρθηκε ρητώς στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, καθώς επίσης και στην ως άνω απόφαση Αζίνας κατά Κύπρου. Ακόμη και αν δεχθούμε ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, τόσο ως Ολομέλεια όσο και ως Τμήμα, δεν αναφέρθηκε στο εν λόγω άρθρο και ότι στήριξε την αιτιολογία του στις οικείες συνταγματικές διατάξεις, ο προσφεύγων πρόσφερε στα ελληνικά δικαστήρια την ευκαιρία να αποφύγουν ή να αποκαταστήσουν τις επικληθείσες παραβάσεις της Ε.Σ.Δ.Α., ευκαιρία την οποία το άρθρο 35 παρ. 1 εξασφαλίζει στα κράτη - μέλη. Επομένως, ως προς τον ισχυρισμό αυτό, ο προσφεύγων εξάντλησε τα εσωτερικά ένδικα μέσα. 2. Η ασυμβατότητα λόγω αντικειμένου 25. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων δεν διέθετε «περιουσιακό αγαθό» υπό την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Ισχυρίζεται ότι, μολονότι ο προσφεύγων ελάμβανε σύνταξη από τις 10 Ιουνίου 1987, το δικαίωμα της συντάξεως αυτής απονεμήθηκε σε αυτόν υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα καταδικαστεί για το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε: την πλαστογραφία ασφαλιστικών βιβλιαρίων. Ο προσφεύγων γνώριζε καλά το άρθρο 62 περ. β΄ του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων και συνεπώς γνώριζε ότι το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα του δεν ήταν οριστικό και ότι, σε περίπτωση καταδίκης του, η απώλεια του δικαιώματος αυτού θα καθίστατο οριστική, ανεξαρτήτως του εάν εκτίσει ή όχι την επιβληθείσα σε αυτόν ποινή. 26. Ο προσφεύγων υπογραμμίζει ότι, με την απόφαση του 1988, ο Διευθυντής του Ι.Κ.Α. προέβη σε κανονισμό συντάξεως σε αυτόν, χωρίς όρους, με αναφορά στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 62 του Κώδικα, καθώς και στην αρχαιότητά του. Τον Δεκέμβριο του 1999, ο ίδιος Διευθυντής ανακάλεσε την ως άνω πράξη και μεταβίβασε ένα μέρος της συντάξεως στη σύζυγο και στην κόρη του. Η ανακλητική απόφαση δεν κά-νει αναφορά σε καμία από τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες απονεμήθηκε η σύνταξη στον προσφεύγοντα. Το γεγονός ότι η σύνταξη μεταβιβάστηκε σε τρίτα πρόσωπα αποδεικνύει ότι υφίσταται ένα άνευ όρων και προϋποθέσεων δικαίωμα επί του περιουσιακού αυτού αγαθού. 27. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα στη σύνταξη. Ωστόσο, υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τη νομολογία των οργάνων της Συμβάσεως, το δικαίωμα στη σύνταξη, το οποίο στηρίζεται στην εργασία, μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να εξομοιωθεί με περιουσιακό δικαίωμα. 28. Τούτο ισχύει στην περίπτωση της καταβολής συγκεκριμένων εισφορών: στην απόφαση Gaygusuz κατά Αυστρίας (απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 1996, Συλλογή αποφάσεων 1996-IV, §§ 39-41), το Δικαστήριο έκρινε ότι επί κοινωνικής παροχής που χρηματοδοτείται από εισφορές, εφόσον οι εισφορές αυτές έχουν καταβληθεί, δεν είναι δυνατή η άρνηση χορηγήσεως της εν λόγω παροχής στον ενδιαφερόμενο. Η υπόθεση αυτή αφορούσε στο επίδομα επειγουσών καταστάσεων, το οποίο χορηγείται από το Κράτος στα πρόσωπα τα οποία τελούν σε κατάσταση ανάγκης και το οποίο το Δικαστήριο θεώρησε ως περιουσιακό δικαίωμα, υπό την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 14 της Συμβάσεως σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, η οποία συνίσταται στην άρνηση του Κράτους να χορηγήσει το ως άνω επίδομα για λόγους εθνικότητας. 29. Το ίδιο ισχύει στην περίπτωση κατά την οποία, όπως εν προκειμένω, ο εργοδότης ανέλαβε τη γενικότερη υποχρέωση καταβολής συντάξεως, στο πλαίσιο της συμβάσεως εργασίας (Sture Stigson κατά Σουηδίας, αρ. 12264/86, απόφαση της Επιτροπής της 13.7.1988, Αποφάσεις και εκθέσεις 57, σελ. 131). Όσον αφορά στις οικείες νομοθετικές διατάξεις επί των συντάξεων, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι με το διορισμό του στο ελληνικό Δημόσιο, ο προσφεύγων απέκτησε ένα δικαίωμα, το οποίο συνιστά «περιουσιακό αγαθό» υπό την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Η διαπίστωση αυτή επιρρωνύεται από το άρθρο 64 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, το οποίο προβλέπει ότι ο σύζυγος και τα τέκνα του προσώπου που καταδικάστηκε, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 62, έχουν δικαίωμα στη σύνταξη, ως αν αυτός που καταδικάστηκε είχε πεθάνει. 30. Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορεί να δεχθεί τον ισχυρισμό της Κυβερνήσεως. Παρατηρεί, εξάλλου, ότι η προσφυγή δεν είναι προδήλως αβάσιμη, υπό την έννοια του άρθρου 35 παρ. 3 της Συμβάσεως. Δεδομένου δε ότι δεν διαπιστώθηκε κανείς άλλος λόγος απαραδέκτου, κρίνει ότι πρέπει να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή. Β. Επί της ουσίας 31. Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, οι νομοθετικές ρυθμίσεις των άρθρων 62 και 64 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων κρίνονται επιβεβλημένες για λόγους δημόσιας ωφέλειας: για να αποτραπούν, δηλαδή, οι δημόσιοι υπάλληλοι από την τέλεση αδικημάτων που στρέφονται κατά του Κράτους και των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και, συνεπώς, να διασφαλιστεί η περιουσία του Κράτους και των Ν.Π.Δ.Δ., η εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, καθώς και η αξιοπιστία και η ακεραιότητα των δημόσιων υπηρεσιών. 32. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι τυχόν προσβολή του δικαιώματος του προσφεύγοντος για σεβασμό της περιουσίας του είναι ανάλογη προς τον ανωτέρω νόμιμο σκοπό, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως του διαπραχθέντος αδικήματος, της θέσεως του προσφεύγοντος ως Διευθυντή συντάξεων του Τ.Ε.Β.Ε., του ποσού της προκληθείσης ζημίας και της μακράς περιόδου, κατά την οποία ο προσφεύγων πλαστογραφούσε τα βιβλιάρια ασφαλισμένων. 33. Η Κυβέρνηση υπογραμμίζει ότι η παρούσα υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση Αζίνας, στην οποία αναφέρεται ο προσφεύγων και στην οποία η απώλεια του δικαιώματος στη σύνταξη επέρχεται αυτοδικαίως, ως συνέπεια της πειθαρχικής ποινής της παύσης, η οποία επιβάλλεται από πειθαρχικό όργανο, ενώ εν προκειμένω, η ποινή αυτή προβλέπεται μόνο για την περίπτωση οριστικής καταδίκης από ποινικό δικαστήριο. 34. Ο προσφεύγων υπογραμμίζει την ομοιότητα της υποθέσεώς του με την υπόθεση Αζίνας, η οποία εξετάστηκε από το Τρίτο Τμήμα του Δικαστηρίου. Υποστηρίζει ότι η προσβολή του δικαιώματός του για σεβασμό της περιουσί-ας του είναι πολύ σοβαρή, λαμβανομένης υπόψη της εντάσεως και της διάρκειάς της. Πρόκειται, επί της ουσίας, για ένα ποινικής φύσεως μέτρο εναντίον του. Πέραν της απώλειας του δικαιώματος σε σύνταξη και στις λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης, ο προσφεύγων αναγνωρίστηκε ως οφειλέτης αυθαίρετων και ανακριβώς υπολογισθέντων ποσών, απέναντι στο Τ.Ε.Β.Ε. Τέλος, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι το δικαίωμα στη σύνταξη είναι προσωπικό, αυτόνομο και μη μεταβιβάσιμο σε τρίτα πρόσωπα. 35. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, έστω και αν το δικαίωμα στη σύνταξη δεν κατοχυρώνεται στη Σύμβαση, έχει γίνει δεκτό ότι αυτό μπορεί να εξομοιωθεί με περιουσιακό δικαίωμα, εφόσον χρηματοδοτείται από εισφορές (Gaygusuz, ο.π., §§ 39-41), ή παρέχεται από τον εργοδότη στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας (Sture Stigson, ο.π., σελ. 131). 36. Ωστόσο, το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί ότι κατοχυρώνει το δικαίωμα σε σύνταξη ορισμένου ύψους (απόφαση Skórkiewicz κατά Πολωνίας, αρ. 39860/98, 1η Ιουνίου 1999, απόφαση Schwengel κατά Γερμανίας, αρ. 52442/99, 2 Μαρτίου 2000, απόφαση Janković κατά Κροατίας, αρ. 43440/98, Ε.Δ.Δ.Α. 2000-X και απόφαση Laloyaux κατά Βελγίου, αρ. 73511/01, 9 Μαρτίου 2006). 37. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι η στέρηση της συντάξεως του προσφεύγοντος συνιστά προσβολή του δικαιώματός του στην περιουσία, καθώς και ότι η στέρηση αυτή δεν αποτελεί ούτε απαλλοτρίωση, ούτε μέτρο ρυθμιστικό της χρήσεως αγαθών. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να εξεταστεί υπό το πρίσμα του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 1 (απόφαση Banfield κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. 6223/04, 18 Οκτωβρίου 2005). Περαιτέρω, το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξεταστεί εάν εξασφαλίστηκε μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στις απαιτήσεις αφενός του γενικού κοινωνικού συμφέροντος και αφετέρου της προστασίας των θεμελιωδών ατο-μικών δικαιωμάτων. 38. Στην ως άνω υπόθεση Banfield, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των βρετανικών δικαστηρίων με την οποία ο προσφεύγων, αστυνομικός, ο οποίος διέπραξε σοβαρά αδικήματα, αποστερήθηκε ενός μέρους της συντάξεώς του, το οποίο αντιστοιχούσε στην κρατική συμμετοχή στο ποσό της συντάξεως αυτής, δεν ανέτρεψε την δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα του προσφεύγοντος και στα συμφέροντα του εργοδότη του και του κοινωνικού συνόλου. Προκειμένου να καταλήξει στο συμπέρασμα αυτό, το Δικαστήριο θεώρησε ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος δεν έλαβε χώρα κατά τρόπο αυτοδίκαιο βάσει ορισμένης νομοθετικής διατάξεως, αλλά έπειτα από διαδικασία η οποία περιλαμβάνει περισσότερα στάδια, σε κάθε ένα από τα οποία παρέχεται η δυνατότητα δικαστικής προστασίας. Το Δικαστήριο απέδωσε επίσης ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν αποστερήθηκε του συνόλου της συντάξεώς του, αλλά μόνο ενός ποσοστού 65%, το οποίο αντιστοιχούσε στη συμμετοχή του Κράτους στο ποσό της συντάξεως και όχι του ποσοστού που αντιστοιχούσε στις δικές του εισφορές. 39. Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο σημειώνει, κατ’ αρχάς, ότι ο προσφεύγων, εξαιτίας της καταδίκης του, στερήθηκε, κατά τρόπο αυτοδίκαιο, τη σύνταξή του για το υπόλοιπο της ζωής του. Στην ηλικία των εξήντα εννέα ετών και αδυνατώντας να ξεκινήσει μία νέα επαγγελματική δραστηριότητα, στερήθηκε κάθε μέσο διαβίωσης. Ο προσφεύγων κρίθηκε ένοχος για την τέλεση ορισμένων αδικημάτων, για τα οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης έντεκα ετών. Πλην όμως, κατά την γνώμη του Δικαστηρίου, αυτή η συμπεριφορά του προσφεύγοντος, αν και είναι ποινικώς κολάσιμη, δεν βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το δικαίωμα στη σύνταξη, το οποίο απέκτησε υπό την ιδιότη-ά του ως ασφαλισμένου. 40. Το γεγονός ότι η σύνταξη μεταβιβάστηκε στην οικογένεια του προσφεύγοντος, βάσει του άρθρου 64 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, δεδομένου ότι αυτός είναι, εν προκειμένω, έγγαμος και έχει παιδιά, δεν αρκεί για να αποκαταστήσει την ως άνω απώλεια. Ως προς τούτο, το Δικαστήριο σημειώνει κατ’ αρχάς ότι η εν λόγω μεταβίβαση έλαβε χώρα, ως αν ο καταδικασθείς είχε πεθάνει, το οποίο σημαίνει ότι το ποσό της μεταβιβασθείσας συντάξεως μειώθηκε στα 7/10 του αρχικού ποσού, σύμφωνα με τον προσφεύγοντα. Όμως, τίποτε δεν εγγυάται ότι η κατάσταση αυτή θα συνεχιστεί στο μέλλον, καθώς ο προσφεύγων μπορεί, για παράδειγμα, να καταστεί χήρος ή διαζευγμένος, οπότε θα απολέσει κάθε μέσο διαβίωσης. Στα πιο πάνω προστίθεται το γεγονός ότι η στέρηση της συντάξεως του προσφεύγοντος είχε ως συνέπεια τη στέρηση του δικαιώματός του σε όλες τις παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Το επιχείρημα της Κυβερνήσεως, σύμφωνα με το οποίο ο προσφεύγων θα μπορούσε να επωφεληθεί από την κοινωνική ασφάλιση της συζύγου και της κόρης του, καθόσον οι ίδιες έχουν αναλάβει την φροντίδα του και συγκατοικούν μαζί του, δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η οικογενειακή κατάσταση υπόκειται σε μεταβολές. 41. Το Δικαστήριο εκτιμά ότι, στο πλαίσιο της διακριτικής τους ευχέρειας, τα Κράτη δύνανται να εισάγουν στη νομοθεσία τους διατάξεις, οι οποίες προβλέπουν χρηματικές κυρώσεις ως συνέπεια ποινικής καταδίκης. Ωστόσο, μια ανάλογη κύρωση, η οποία θα συνεπαγόταν την πλήρη στέρηση κάθε δικαιώματος στην σύνταξη και στις λοιπές παροχές κοινωνικής ασφάλισης, συμπεριλαμβανομένων και των παροχών α-σφαλίσεως ασθένειας, όχι μόνο συνιστά διπλή ποινή, αλλά και συνεπάγεται την πλήρη στέρηση του βασικού μέσου διαβίωσης ενός προσώπου, το οποίο έφθασε στην ηλικία συνταξιοδοτήσεως, όπως ο προσφεύγων. Πράγματι, ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν είναι σύμφωνο ούτε με την αρχή της κοινωνικής επανένταξης, η οποία διέπει το ποινικό δίκαιο των Κρατών μερών, ούτε με το πνεύμα της Συμβάσεως. 42. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο εκτιμά ότι ο προσφεύγων υποχρεώθηκε να υποστεί ένα υπερβολικό και δυσανάλογο βάρος, το οποίο ακόμη και αν λάβουμε υπόψη το ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας το οποίο θα πρέπει να αναγνωριστεί στα Κράτη στον τομέα της κοινωνικής νομοθεσίας, δεν είναι δυνατό να δικαιολογηθεί από την εύρυθμη λειτουργία της δημόσιας διοικήσεως, ούτε από την αξιοπιστία και την ακεραιότητα των δημόσιων υπηρεσιών, τις οποίες επικαλείται η Κυβέρνηση. 43. Επομένως, όσον αφορά στον προσφεύγοντα, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. ΙΙ. Ως προς την εφαρμογή του άρθρου 41 της συμβάσεως 44. Σύμφωνα με το άρθρο 41 της Συμβάσεως, «Εάν το Δικαστήριο κρίνει ότι υπήρξε παρα-βίαση της Σύμβασης ή των Πρωτοκόλλων της, και αν το εσωτερικό δίκαιο του Υψηλού Συμβαλλόμενου Μέρους δεν επιτρέπει παρά μόνο ατελή εξάλειψη των συνεπειών της παραβίασης αυτής, το Δικαστήριο χορηγεί, εφόσον είναι αναγκαίο, στον παθόντα δίκαιη ικανοποίηση». Α. Η ζημία 45. Ως προς την περιουσιακή βλάβη, ο προσφεύγων αιτείται το ποσό των 77.759,64 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στη σύνταξη, την οποία θα έπρεπε να λαμβάνει από την 1η Ιανουαρίου 2000. Ως προς την ηθική βλάβη, ζητεί το ποσό των 20.000 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους. 46. Η Κυβέρνηση προβάλλει τον ισχυρισμό, χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, ότι το αίτημα του προσφεύγοντος ως προς την περιουσιακή βλάβη είναι υπερβολικό και αυθαίρετο και ότι, σε κάθε περίπτωση, το ποσό το οποίο ο ίδιος θα ελάμβανε θα ήταν μειωμένο, εξαιτίας του φόρου εισοδήματος. Περαιτέρω, το ποσό αυτό δεν έχει αναγνωριστεί, ούτε καθοριστεί με απόφαση των εθνικών δικαστηρίων. Σχετικώς με την ηθική βλάβη, η Κυβέρνηση θεωρεί ότι η διαπίστωση ενδε-χόμενης παρανομίας θα συνιστούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση. 47. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισε ο προσφεύγων και τα οποία δεν αμφισβήτησε η Κυβέρνηση, από την 1η Ιανουαρίου 2000 μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2008, τα 7/10 της συντάξεώς του καταβλήθηκαν στη σύζυγο και την κόρη του, ήτοι 432 ευρώ ανά μήνα. Ο προσφεύγων εμφανίζεται να έχει επίσης επωφεληθεί από το ποσό αυτό. Η πραγματική περιουσιακή βλάβη την οποία έχει ο ίδιος υποστεί και η οποία θα πρέπει, συνεπώς, να αποκατασταθεί, συνίσταται στη διαφορά ανάμεσα στο ποσό αυτό και στο ποσό που αντιστοιχεί στην πλήρη σύνταξή του, ήτοι στο ποσό των 617,14 ευρώ ανά μήνα, το οποίο για την υπό κρίση περίοδο ανέρχεται συνολικώς στο ποσό των 23.327,64 ευρώ, πλέον κάθε ποσού το οποίο είναι δυνατό να οφείλεται ως φόρος. Τέλος, κατ’ αντικειμενική κρίση, το Δικαστήριο επιδικάζει στον προσφεύγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης. Β. Έξοδα και δαπάνες 48. Για τα έξοδα και τις δαπάνες, ο προσφεύγων ζητεί 1.700 ευρώ για την διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και 5.606 ευρώ για την διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. 49. Η Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων δεν προσκομίζει τα απαραίτητα δικαιολογητικά, στα οποία θα μπορούσε να στηρίξει τους ισχυρισμούς του. Εκτιμά δε ότι, προκειμένου να καλυφθούν τα έξοδα και οι δαπάνες του προσφεύγοντος, θα ήταν εύλογη η επιδίκαση σε αυτόν του ποσού των 1.500 ευρώ. 50. Το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι ο προσφεύγων προσκόμισε τα, απαιτούμενα από το άρθρο 60 παρ. 2 του Κανονισμού, ακριβή στοιχεία και δικαιολογητικά, σχετικώς με την διαδικασία ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όχι όμως και σχετικώς με την διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου. Επομένως, επιδικάζει σε αυτόν μόνο το ποσό των 1.700 ευρώ. Γ. Τόκοι υπερημερίας 51. Το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό των τόκων υπερημερίας θα πρέπει να υπολογιστεί βάσει του επιτοκίου διευκολύνσεως του οριακού δανείου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, προσαυξημένου κατά τρεις εκατοστιαίες μονάδες. ΣΗΜΕΙΩΣΗ Βλ. Κυπριανού Χ. Πάνου, Δικηγόρου: Η απώλεια της συντάξεως ως συνέπεια πειθαρχικού ή ποινικού κολασμού και οι πρόσφατες νομολογιακές εξελίξεις των ελληνικών δικαστηρίων και του Ε.Δ.Δ.Α., Ε.Δ.Κ.Α. 2009, σελ. 673. Στο ως άνω άρθρο ο κ. Κυπριανός Πάνου συγκρίνει τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α. με τη νομολογία του Ελεγκτικού Συνεδρίου ως προς τη νομιμότητα της απώλειας της σύνταξης συνεπεία ποινικού κολασμού και εξάγει τα ακόλουθα χρήσιμα συμπεράσματα: Τόσο το Ελεγκτικό Συνέδριο, όσο και το Ε.Δ.Δ.Α. ξεκινούν από την ίδια βάση: τη συμφωνία του μέτρου της στέρησης της σύνταξης συνεπεία ποινικού κολασμού προς την αρχή της αναλογικότητας. Διαφοροποιούνται όμως όσον αφορά στα κριτήρια βάσει των οποίων ελέγχεται η συμφωνία του ως άνω μέτρου με την αρχή της αναλογικότητας. Το Ελεγκτικό Συνέδριο επικεντρώνεται στο βαθμό προσβολής του δημόσιου συμφέροντος (στις συγκεκριμένες περιστάσεις καταδίκης, στη βαρύτητα του αδικήματος), ενώ το Ε.Δ.Δ.Α. στο βαθμό προσβολής του δικαιώματος της σύνταξης ως περιουσιακού δικαιώματος (στον τρόπο και στην έκταση της στέρησης της σύνταξης, στην ύπαρξη ή όχι άλλων μέσων διαβίωσης, στη διατήρηση ή όχι του δικαιώματος υγειονομικής περίθαλψης). Επιπλέον, στο ως άνω άρθρο ο κ. Κυπριανός Πάνου προβαίνει σε μια επισκόπηση της σχετικής νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α., εκ της οποίας συμπεραίνει ότι καθοριστικής σημασίας για το σχηματισμό της τελικής κρίσης του Ε.Δ.Δ.Α. είναι ο τρόπος της στέρησης της σύνταξης (αυτοδίκαια εκ του νόμου ή δυνητικά στο πλαίσιο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης;) και η έκταση της στέρησης της σύνταξης (πλήρης ή μερική στέρηση). Κατά τον κ. Κυπριανό Πάνου, από την επισκόπηση της νομολογίας του Ε.Δ.Δ.Α. προκύπτει ότι η αυτοδίκαιη, πλήρης στέρηση της σύνταξης ως συνέπεια ποινικού κολασμού, όπως προβλέπεται στο άρθρο 62 περ. β΄ του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, προσβάλλει την αρχή της αναλογικότητας. Ως εκ τούτου, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδε-χόμενο μελλοντικής καταδίκης της χώρας μας κρίνεται αναγκαία η τροποποίηση του άρθρου αυτού.
Σχετικά βλ. Ε.Δ.Δ.Α. Υπόθ. Αζίνας κατά Κύπρου, Απόφ. 20.6.2002, Ε.Δ.Κ.Α. 2002, σελ. 896, Ε.Δ.Δ.Α., Υπόθ. Banfield, Απόφ. 18.10.2005. Βλ. επίσης Ελ.Σ. 2287/2005 (Ολομ.), Ε.Δ.Κ.Α. 2006, σελ. 687, Ελ.Σ. 2347/04 (Ολομ.), Ε.Δ.Κ.Α. 2005, σελ. 138, Ελ.Σ. 1492/02 (Ολομ.), Ε.Δ.Κ.Α. 2002, σελ. 842.