Συμπεράσματα Ημερίδας 9
ΗΜΕΡΙΔΑ
«Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΩΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΧΗΣ.
ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΚΑΙ ΚΡΙΣΗ»
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Μονόδρομος θεωρούνται οι μειώσεις των συντάξεων σύμφωνα με το κεντρικό συμπέρασμα της ημερίδας που διοργανώθηκε από το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ-ΕΚΑΥΠ), την Ομάδα Ανάλυσης Δημόσιας Πολιτικής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ-ΟΑΔΠ) και την Ένωση για την Προάσπιση των Κοινωνικών Δικαιωμάτων, με θέμα «Η Κοινωνική Ασφάλιση ως Προϋπόθεση Οικονομικής και Κοινωνικής Συνοχής. Ασφαλιστική Μεταρρύθμιση και Κρίση».
Παρουσία πλήθους ακαδημαϊκών, υψηλόβαθμων στελεχών της κοινωνικής ασφάλισης, του υπουργείου Εργασίας, των ταμείων και πολιτικών, κατά τη διάρκεια της ημερίδας κατέστη σαφές αφενός ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις για το ασφαλιστικό, αφετέρου ότι για μια ακόμη φορά, οι περικοπές φαντάζουν μονόδρομος. Όπως χαρακτηριστικά κατεγράφη από τους ομιλητές, το πρόβλημα του ασφαλιστικού σήμερα, είναι καθαρά άμεσης ταμειακής ρευστότητας και μείωσης των δαπανών για την κοινωνική ασφάλιση και κατά συνέπεια, οι μειώσεις συντάξεων προβάλλουν ως μονόδρομος για την αντιμετώπιση του ταμειακού αυτού προβλήματος. Ακόμη και η επιχειρούμενη νέα αρχιτεκτονική υποκρύπτει την προσπάθεια ενσωμάτωσης των παλαιών μειώσεων των συντάξεων για να ξεπεραστεί ο σκόπελος του ΣτΕ, καθώς και την θέσπιση νέων μειώσεων.
Σύμφωνα με τους ειδικούς ο νέος τρόπος υπολογισμού της σύνταξης εξισώνει απειλητικά το σύστημα, ακυρώνει την αρχή της ανταποδοτικότητας, ενισχύει την εισφοροδιαφυγή και τη μαύρη εργασία, ενσωματώνει έντονα στοιχεία κοινωνικής αδικίας, άνισης και μεροληπτικής μεταχείρισης, καλλιεργεί την εντύπωση διωγμού της μεσαίας τάξης και ενισχύει την εκτίμηση διαφορετικής πολιτικής μεταχείρισης με βάση τη διαταξική διαφοροποίηση. Παράλληλα, όπως επισημάνθηκε, θέτει και θέματα Συνταγματικής νομιμότητας. Ειδικά ο επανακαθορισμός των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων, όπως επισημάνθηκε στην ημερίδα, προκαλεί δυσεπίλυτα νομικά ζητήματα σε σχέση με την ασφάλεια δικαίου και την προστασία της εμπιστοσύνης και είναι νομικά ιδιαίτερα επισφαλής επιλογή.
Κατά τη διάρκεια της εκδήλωσης, επισημάνθηκαν επίσης τα εξής:
1. Τα αίτια της κρίσης του ασφαλιστικού ήταν γνωστά από πολύ καιρό, αλλά το πολιτικό σύστημα απέτυχε να δώσει λύσεις. Οι λύσεις την εποχή της ευμάρειας θα ήταν πολύ ευκολότερες από ότι την εποχή της οικονομικής ύφεσης και κρίσης.
2. Χρειάζονται ευρύτερες συναινέσεις ως προς ποιο είναι το βιώσιμο και δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα (ασφαλιστικό σύστημα αναφοράς) και να διανύσουμε την απόσταση που μας χωρίζει απ’ αυτό.
3. Το ασφαλιστικό πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Οφείλεται στις ανισότητες που διατηρούνται παρά την κρίση επ’ ωφελεία συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού. Το ασφαλιστικό έχει δυσανάλογη απόδοση σε σχέση με τις εισφορές που έχουν καταβληθεί ενώ έχει επιδεινωθεί ο λόγος συντάξεων – μισθών.
4. Παρά τη δημοσιονομική στενότητα ο κρατικός προϋπολογισμός στήριξε το ασφαλιστικό από το 2010 έως το 2015 με περίπου 60 δισ. ευρώ. Το PSI μείωσε τα αποθεματικά των ταμείων μόλις κατά 11,8 δισ. και εξ αντικειμένου δεν αποτελεί αιτία κατάρρευσης του συστήματος.
5. Από το 2010 και μετά παρατηρείται ότι οικονομική κρίση και η φτώχεια πλήττουν κυρίως του άνεργους και τους νέους και λιγότερο του ηλικιωμένους συνταξιούχους που έχουν τη σύνταξη. Έτσι, και παρά τις μειώσεις που αυτή έχει υποστεί τους διασφαλίζει τη διαβίωση.
6. Χρειάζεται να διανεμηθούν τα ποσά που διαθέτει ο κρατικός προϋπολογισμός για την ενίσχυση των συντάξεων, σε τμήματα του πληθυσμού που έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και σε τομείς που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Χρειάζεται να διατεθούν το ποσά αυτά στην παιδεία, τις επενδύσεις και στην καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας για να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή στη χώρα.
7. Η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, η παραγωγικότητα και ένα κοινωνικά δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα αποτελούν τη λύση για το ασφαλιστικό. Ασφαλώς και η καλύτερη επένδυση των αποθεματικών του θα ωφελούσε, ωστόσο τα αποθεματικά στο διανεμητικό οικονομικό σύστημα δεν είναι ο καθοριστικός παράγοντας για τη διαμόρφωση του επιπέδου των συντάξεων.
8. Εάν και εφόσον οι μειώσεις είναι μονόδρομος, πρέπει να γίνουν με κοινωνικά δίκαιο τρόπο.
9. Η κοινωνική ασφάλιση δεν ταυτίζεται με την κοινωνική πρόνοια. Η κοινωνική ασφάλιση είναι το μόνο δικαίωμα που στηρίζεται στις εισφορές των ασφαλισμένων και χορηγεί παροχές που αναπληρώνουν σε ικανοποιητικό βαθμό το εισόδημα που είχε ο ασφαλισμένος κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Δεν επιτρέπεται οι παροχές να γίνουν ελάχιστα επιδόματα, ούτε να ισοπεδωθούν. Εκείνοι που συνέβαλαν περισσότερο στη χρηματοδότησή του και συνταξιοδοτήθηκαν σε μεγάλη ηλικία δεν πρέπει να υφίστανται δυσανάλογες μειώσεις υπέρ εκείνων που επωφελήθηκαν από το ασφαλιστικό σύστημα. Τα ποσοστά αναπλήρωσης και ο καθορισμός του ποσού της σύνταξης δεν επιτρέπεται να τιμωρεί όσους είχαν μεγάλο χρόνο ασφάλισης, διότι τούτο αποτελεί αντικίνητρο στην εργασία. Δεν μπορεί κάποιος με 15 έτη ασφάλισης να έχει το ίδιο ποσό σύνταξης με κάποιον που έχει 25 έτη ασφάλισης. Δεν επιτρέπεται κάποιος που εργάσθηκε 40 έτη με τις περικοπές να λαμβάνει σύνταξη ίση με εκείνον που εργάσθηκε 20 έτη. Τούτο αποτελεί ισοπέδωση των συντάξεων και αντίκειται στην ασφαλιστική λογική.
10. Χρειάζονται μελέτες και κριτήρια για τις μειώσεις των συντάξεων που να τηρούν τις αρχές της κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή την ισότητα, την ανταποδοτικότητα, την αλληλεγγύη και την αναλογικότητα. Πρακτικά, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος ασφάλισης, το ύψος των εισφορών, η ηλικία συνταξιοδότησης για να βρεθεί ο «δείκτης μείωσης».
11. Οι ενοποιήσεις δεν λύνουν το πρόβλημα της επάρκειας και της βιωσιμότητας του συστήματος. Αντίθετα προκαλούν μεγάλη διοικητική δυσλειτουργία και οργανωτική αταξία εντός του ενοποιημένου ασφαλιστικού οργανισμού. Πολύ περισσότερο εάν πρόκειται για ένα και μοναδικό ασφαλιστικό φορέα.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να διατηρηθούν τρία ταμεία ένας για τους μισθωτούς, ένα για τους αυτοαπασχολούμενους και ένα για τους αγρότες γιατί τούτο αντιστοιχεί στη διαφορετική φύση της ασφαλιστέας εργασίας και προσιδιάζει στις δυνατότητες και τη λογική του ελληνικού ασφαλιστικού συστήματος.
12. Τέλος ένας από τους κύριους στόχους του κράτους-πρόνοιας είναι η αποφυγή καταστάσεων ακραίας φτώχειας. Δύο εναλλακτικές προσεγγίσεις προτείνονται για την επίτευξη αυτού του στόχου: η «πύκνωση» του διχτυού ασφαλείας με μέτρα επικεντρωμένα σε συγκεκριμένες ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες και η υιοθέτηση ενός "καθολικού προνοιακού επιδόματος εσχάτης ανάγκης". Το τελευταίο έχει συνήθως τη μορφή του Ελαχίστου Εγγυημένου Εισοδήματος (ΕΕΕ). Το μεγάλο πλεονέκτημα του ΕΕΕ είναι η καθολικότητά του, ενώ στα μειονεκτήματά του συγκαταλέγονται η πιθανή δημιουργία "παγίδας φτώχειας" που αποτρέπει τους λήπτες του επιδόματος από τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, η λανθασμένη στόχευση και παροχή σε μη δικαιούχους (ιδίως σε χώρες με υψηλή φοροδιαφυγή) ή η μη παροχή σε δικαιούχους (λόγω σύνδεσής του με κοινωνικό στιγματισμό), αλλά και το σχετικά υψηλό διοικητικό κόστος.